Αίτημα για άμεση συνάντηση με τους συναρμόδιους υπουργούς Υγείας και Ανάπτυξης και Επενδύσεων απευθύνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Ιατρικών & Βιοτεχνολογικών Προϊόντων (ΣΕΙΒ), προκειμένου να συζητηθούν τα θέματα διατίμησης των τεστ ανίχνευσης κορονοϊού.

Με δηλώσεις του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή, κ. Παναγιώτη Σταμπουλίδη την περασμένη Παρασκευή (27/11/20), ανακοινώθηκε ότι η Κυβέρνηση υποστηρίζοντας «τις πρακτικές του υγιούς ανταγωνισμού», όρισε  ως ανώτατη τιμή χρέωσης για τη διενέργεια μοριακού ελέγχου RT-PCR  τα σαράντα ευρώ (40,00€) και  για τη διενέργεια ταχείας δοκιμασίας (Rapid test), τα δέκα (10,00) ευρώ, έχοντας ήδη, όπως επισήμανε, «διασφαλίσει την διαθεσιμότητα των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών» αλλά και παράλληλα «προσδιορίσει το κόστος διάθεσης αυτών στους χρήστες».

Σύμφωνα με τον ΣΕΙΒ, η κρατική αυτή παρέμβαση όχι μόνο έρχεται καθυστερημένα, αφού προηγουμένως το Δημόσιο δαπάνησε εκατομμύρια με κατ’ ουσίαν απευθείας αναθέσεις, αλλά δεν στηρίζεται σε πραγματική έρευνα του κόστους των υλικών, όπως άλλωστε καταδεικνύεται από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο Σύνδεσμος και από το γεγονός ότι το άλλο Ελληνικό κράτος της ΕΕ, η Κύπρος, που λειτουργεί με κανόνες ελεύθερης αγοράς, πολύ νωρίτερα και προφανώς μετά από έρευνα αγοράς καθόρισε τιμή στα 65,00€ για το μοριακό τεστ ανίχνευσης του κορονοϊού και απαγόρευση της χρήσης pool πλάσματος.

«Η έλλειψη γνώσης των τιμών προμήθειας και διάθεσης της ελεύθερης αγοράς, εκ μέρους των κρατικών φορέων, είναι προφανής.

Υπ΄ αυτά τα δεδομένα η  όψιμη κρατική παρέμβαση και ο  στραγγαλισμός, για άλλη μια φορά, της ελεύθερης αγοράς μόνο την προστασία των πρακτικών του υγιούς ανταγωνισμού δε διασφαλίζουν.

Ο Σύνδεσμός μας, ΣΕΙΒ, επί 18 ολόκληρους μήνες  ζητά συνάντηση με την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και δε βρέθηκαν ούτε 5 λεπτά για να εκθέσουμε τα προβλήματα λειτουργίας του υγιούς ανταγωνισμού αναφορικά με τις προμήθειες Υγειονομικού υλικού.

Έστω και την ύστατη στιγμή, πριν τον τελικό στραγγαλισμό της ιδιωτικής αγοράς προμήθειας και διάθεσης των τεστ ανίχνευσης του κορονοϊού, ο Σύνδεσμός μας, ΣΕΙΒ, αιτείται προς τους συναρμόδιους κκ Υπουργούς Υγείας και Ανάπτυξης και Επενδύσεων μια άμεση συνάντηση, για τη διαμόρφωση και εφαρμογή των «πρακτικών υγιούς ανταγωνισμού», τουλάχιστον στις προμήθειες των προϊόντων για την ανίχνευση του κορονοϊού και τη διασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών προμήθειας και διάθεσης ποιοτικών προϊόντων στη δοκιμαζόμενη Ελληνική κοινωνία», αναφέρει ο Σύνδεσμος.

Αντιδράσεις και από τα διαγνωστικά

Την αντίθεσή του στην πρακτική αυτή εκφράζει και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων (ΠΑΣΙΔΙΚ), με επιστολή του προς τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη. τονίζοντας ότι ο κλάδος  συμβάλλει τα μέγιστα τόσο στην προσπάθεια περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας όσο και στη προάσπιση του ΕΣΥ. Παράλληλα τονίζει ότι η αιφνιδιαστική ανακοίνωση επιβολής πλαφόν στις τιμές των διαγνωστικών test για τη νόσο Covid-19 γεννά πολλά ερωτηματικά για τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στη λήψη αυτής της απόφασης, με κυριότερο το γιατί δεν ερωτήθηκαν οι θεσμικοί φορείς του κράτους, (Ιατρικοί Σύλλογοι και ΚΕΣΥ) ως καθ’ υλην αρμόδιοι και γνώστες του αντικειμένου.

Τέλος ζητά να επιβληθεί και ανώτατη τιμή πώλησης σε όλα τα αναλώσιμα που εμπλέκονται στα κέντρα κόστους διενέργειας της εξέτασης σε τιμές προ της πανδημίας (αντιδραστήρια, εργαστηριακά αναλώσιμα, μάσκες ποδιές, απόβλητα, υλικά αντισηψίας κ.α ) και απαλλαγή από τον ΦΠΑ στα συγκεκριμένα υλικά.

Συγκεκριμένα ο ΠΑΣΙΔΙΚ αναφέρει:

Για τον καθορισμό της ανώτατης τιμής στα 40€ για το μοριακό test και στα 10€ το rapid test λάβατε υπόψη σας τα κάτωθι ;

  1. Το κόστος απόσβεσης του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
  2. Το κόστος αγοράς των αντιδραστηρίων.
  3. Το κόστος των επαναλήψεων στα test με οριακές τιμές (υπολογίζεται στο 10-15%).
  4. Το κόστος του αναλωσίμου υλικού για τη δειγματοληψία.
  5. Το κόστος της αντισηψίας μετά την δειγματοληψία.
  6. Το κόστος εργασίας εξειδικευμένου προσωπικού (ιατροί, μοριακοί βιολόγοι, νοσηλευτές).
  7. Το κόστος του διοικητικού προσωπικού.
  8. Το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων.

Σύμφωνα με το Σύνδεσμο, μόνο το κόστος αγοράς του αντιδραστηρίου ξεπερνά σε πολλές εταιρείες την τιμή διατίμησης των rapid test και των PCR test, παράγοντας που καθιστά αδύνατη τη διαμόρφωση των ανώτατων τιμών που ανακοινώθηκαν, δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλα έξοδα.

“Και σε αυτή τη μάχη δηλώσαμε και δηλώνουμε  παρόν.  Αν επιθυμείτε λοιπόν τη μείωση της τιμής των test για τον Έλληνα πολίτη , είμαστε μαζί σας, να επιβάλλετε όμως και ανώτατη τιμή πώλησης σε όλα τα αναλώσιμα που εμπλέκονται στα κέντρα κόστους διενέργειας της εξέτασης σε τιμές προ της πανδημίας (αντιδραστήρια, εργαστηριακά αναλώσιμα, μάσκες ποδιές, απόβλητα, υλικά αντισηψίας κ.α ) και απαλλαγή από τον ΦΠΑ στα συγκεκριμένα υλικά. Σας επισημαίνουμε δε ότι η αξιοπιστία των εξετάσεων εξαρτάται από την ποιότητα των αντιδραστηρίων και του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί ο κάθε φορέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Δηλώνουμε πως είμαστε υπέρ και της κάλυψης  του εν λόγω κόστους από τον ΕΟΠΥΥ σε διακριτό κωδικό με έκτακτη χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ, με την τιμή που έχει ήδη αποφασιστεί και έχει κοινοποιηθεί με το ΦΕΚ 848/Β’/13-03-2020 και η οποία βασίζεται στην γνωμοδότηση του ΚΕΣΥ, ώστε να μην επιβαρυνθεί ο Έλληνας πολίτης, εξαιρούμενου του κόστους αυτού από το claw back και το rebate.

Είναι απορίας άξιον γιατί δεν έχει ληφθεί υπόψη σας η κοστολόγηση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί από το ΚΕΣΥ από 6μήνου, η οποία καθόσον γνωρίζουμε έχει περιέλθει εις γνώση σας και η οποία κινείται σε εντελώς διαφορετικά επίπεδα.

Σε αντίθετη περίπτωση ο αριθμός των test που θα διενεργούνται ημερησίως από τον ιδιωτικό τομέα θα περιοριστεί στο ελάχιστο δεδομένου ότι δεν μπορούμε να λειτουργούμε κάτω από κόστος με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον έλεγχο της διασποράς της νόσου”, αναφέρει ο Σύνδεσμος.

Τέλος θα θέλαμε να σας επισημαίνει ότι ότι η παραμονή του claw back και η καταβολή του από τα εργαστήρια, πολυϊατρεία και κλινικο-εργαστηριακούς ωθεί τους φορείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε αδυναμία λειτουργίας τους με τραγικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία.