Ως επείγον ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες την εξυγίανση των ισολογισμών τους, ειδικά τώρα που η βαθιά ύφεση που έχει προκαλέσει ο κορονοϊός θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους.

Αυτό επισημαίνει ο πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Andrea Enria, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ανταποκριτή της ΕΡΤ στις Βρυξέλλες Γιώργο Συριόπουλο.

Ο επικεφαλής του SSM επαναλαμβάνει τη θέση του υπέρ μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τη δημιουργία bad bank, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «είναι σημαντικό να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και την επιλογή ενός μηχανισμού που να κατανέμει τις ζημιές στα κράτη μέλη όπου βρίσκονται οι τράπεζες», υποστηρίζοντας εμμέσως και την δυνατότητα δημιουργίας τέτοιων εργαλείων σε τοπικό επίπεδο.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:

Συνέντευξη του Andrea Enria, Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στον Γιώργο Συριόπουλο, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2020 και προβλήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2020

Τι πρόοδος έχει σημειωθεί μέχρι τώρα όσον αφορά την τραπεζική ένωση και τι θα αλλάξει όταν και εφόσον αυτή ολοκληρωθεί; Σε τι κατάσταση βρίσκονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες;

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε σημαντικά καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν από την προηγούμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτό είναι, σε έναν βαθμό, επίτευγμα της τραπεζικής ένωσης της πίεσης που ασκούμε στις τράπεζες να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους.

Σημαίνει, επίσης, ότι οι τράπεζες είναι τώρα σε θέση να απορροφήσουν σημαντικό ύψος ζημιών και να συνεχίσουν να στηρίζουν τα νοικοκυριά, τις μικρές επιχειρήσεις και τις μεγαλύτερες εταιρείες.

Φυσικά, βρισκόμαστε σε πολύ αβέβαιη κατάσταση και επομένως πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί όσον αφορά τη μελλοντική εξέλιξη του τραπεζικού τομέα, πάντως έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος.

Ωστόσο, η τραπεζική ένωση εξακολουθεί να είναι ένα ημιτελές οικοδόμημα και χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για να επιτευχθεί ένα πραγματικά ολοκληρωμένο σύστημα και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα σε σοκ που το επηρεάζουν στο σύνολό του.

Πιο συγκεκριμένα, αυτό που λείπει είναι το τρίτο σκέλος – το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων – το οποίο έχει καίρια σημασία για την ασφάλεια του τραπεζικού τομέα συνολικά. Αυτό φάνηκε και στην Ελλάδα στη διάρκεια της τελευταίας κρίσης: όταν υπάρχει η αντίληψη ότι ο βαθμός προστασίας των καταθετών δεν είναι ίδιος σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτοί έχουν κίνητρο να μεταφέρουν τα χρήματά τους εκτός της χώρας τους σε περιόδους κρίσης. Αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Επίσης, χωρίς κοινή προστασία των καταθέσεων, η αγορά εξακολουθεί να είναι κατακερματισμένη κατά μήκος των εθνικών ορίων. Αυτό δεν μας επιτρέπει να αποκομίσουμε τα οφέλη της τραπεζικής ένωσης.

Έχετε προτείνει τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας» προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πόσο δεκτική είναι η τραπεζική αγορά σ’ αυτή την προοπτική και ποιοι θα ήταν οι κίνδυνοι αν αυτή δεν υλοποιηθεί; Τι θα λέγατε σε όσους εναντιώνονται σ’ αυτή την ιδέα;

Οι μακροοικονομικές προοπτικές παραμένουν πολύ αβέβαιες, οπότε δεν μπορούμε ακόμη να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι η ανάκαμψη από το πλήγμα, από το σοκ, της πανδημίας θα είναι πιο αργή από ό,τι είχαμε ελπίσει και ότι θα συνεχίσει να υπάρχει σημαντική συσσώρευση κόκκινων δανείων.

Ελπίζω ότι αυτό το σενάριο δεν θα υλοποιηθεί, πιστεύω όμως πως θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Η προηγούμενη κρίση μας δίδαξε ότι αν δεν εξυγιάνουμε γρήγορα τους ισολογισμούς των τραπεζών, οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να στηρίξουν μια ταχύτερη ανάκαμψη και να βοηθήσουν τις οικονομίες μας να επανέλθουν στα προ της κρίσης επίπεδα.

Γενικά, οι εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού είναι εργαλεία που στο παρελθόν μπόρεσαν να ελευθερώσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών από κόκκινα δάνεια, επιτρέποντάς τους να στηρίξουν τα νοικοκυριά, τις μικρές επιχειρήσεις και τις μεγαλύτερες εταιρείες.

Είμαι πεπεισμένος ότι, για να είναι αποτελεσματική, μια τέτοια πρωτοβουλία θα πρέπει να συντονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επειδή διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος οι τράπεζες μιας χώρας να ωφελούνται από καλύτερες συνθήκες από ό,τι οι τράπεζες άλλης χώρας. Αυτό θα ήταν αντίθετο με τις αρχές της τραπεζικής ένωσης.

Γι’ αυτό, είναι αναγκαία, κατά την άποψή μου, μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία σε αυτόν τον τομέα, με βάση την οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια συντονισμένη αναδιοργάνωση του τραπεζικού τομέα εφόσον ανέκυπταν προβλήματα στην πορεία. Η ιδέα συνάντησε αντιρρήσεις από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Από την πλευρά των τραπεζών, ο κλάδος θεωρεί ότι είμαι πολύ απαισιόδοξος, ενώ εκείνοι έχουν μια πιο ρόδινη εικόνα για το μέλλον. Ελπίζω, ειλικρινά, να έχουν δίκιο, εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι, ενώ ελπίζουμε για το καλύτερο, θα πρέπει ταυτόχρονα να είμαστε προετοιμασμένοι και για το χειρότερο.

Και από την πλευρά των κυβερνήσεων, εκφράζεται η ανησυχία ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιο είδος αμοιβαιοποίησης των ζημιών – δηλαδή μία κυβέρνηση να χρειαστεί να πληρώσει για τις ζημίες που καταγράφουν τράπεζες σε άλλο κράτος μέλος.

Πιστεύω ότι, επειδή αυτή η διαταραχή δεν οφείλεται σε πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους των τραπεζών, θα ήταν λογικό να υπάρξει μια κοινή ευρωπαϊκή απόκριση καθώς και κάποιο είδος επιμερισμού των ζημιών. Όμως αν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση γι’ αυτό, μπορούμε να το αποφύγουμε.

Μπορούμε να έχουμε έναν μηχανισμό που να κατανέμει τις ζημιές στα κράτη μέλη όπου βρίσκονται οι τράπεζες και ωστόσο να επωφεληθούμε από μια κοινή ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε.

Πόσο ανθεκτικό θα λέγατε ότι είναι σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα; Είναι σε θέση να στηρίξει την οικονομία με νέα δάνεια; Υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις;

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει καταβάλει απίστευτες προσπάθειες και έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την αντιμετώπιση του βασικού ζητήματος, δηλαδή των μη εξυπηρετούμενων δανείων που του κληροδότησε η προηγούμενη κρίση.

Είδαμε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν κατά περίπου 25 δισεκ. ευρώ από τον Δεκέμβριο του 2018 μέχρι το γ΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Η προσπάθεια που καταβλήθηκε λοιπόν ήταν σημαντική, όμως ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τα συνολικά δάνεια παραμένει σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της τραπεζικής ένωσης.

Στην Ελλάδα ανέρχεται σε 36,7% έναντι επιπέδου χαμηλότερου του 3% στη ζώνη του ευρώ συνολικά, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες.

Αυτό το γνωρίζουν καλά οι τράπεζες και, καθώς ο κορονοϊός (COVID-19) πιθανώς να συντελέσει σε περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού μελλοντικά, οι προσπάθειες αυτές είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίες από ποτέ.

Η κυβέρνηση έχει θεσπίσει το σχήμα προστασίας στοιχείων ενεργητικού «Ηρακλής» το οποίο επιτρέπει στις τράπεζες να κάνουν τιτλοποιήσεις και να ελευθερώσουν τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Χάρη σε αυτό το σχήμα έχει σημειωθεί πρόσφατα σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, άρα έχουν ήδη επιτευχθεί πολλά.

Ό,τι έχει σχεδιαστεί στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή. Κατά τη γνώμη μου, οι τράπεζες πρέπει να εξετάσουν σοβαρά την ακόμη ταχύτερη εξυγίανση των ισολογισμών τους. Δεν είναι η στιγμή να τηρήσουν στάση αναμονής.

Γνωρίζουμε ότι η βαθιά ύφεση που έχει προκαλέσει ο κορονοϊός θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και οι τράπεζες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι σε θέση να στηρίξουν την οικονομία. Πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα ως επείγον.

Υπάρχει και κάτι που μπορούν να κάνουν οι αρχές για να στηρίξουν αυτήν τη διαδικασία. Υπάρχουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που συζητούνται, όπως καταλαβαίνω, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση.

Μεταρρυθμίσεις όπως η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα, η ενίσχυση του πλαισίου ηλεκτρονικών πλειστηριασμών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η εκκαθάριση των υποθέσεων πτώχευσης φυσικών προσώπων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων.

Όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει να επιλυθούν προκειμένου ο τραπεζικός τομέας να γίνει περισσότερο βιώσιμος και να είναι πραγματικά σε θέση να στηρίξει την οικονομία.

Κάποιοι πιστεύουν ότι, μετά το Brexit, η Μεγάλη Βρετανία θα έχει τόσο μεγάλη τραπεζική αυτονομία η οποία θα της επιτρέπει να προσελκύει καταθέσεις και κεφάλαια και να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες χωρίς τους ελέγχους που ισχύουν στη ζώνη του ευρώ. Σας ανησυχεί τυχόν αθέμιτος ανταγωνισμός από το τραπεζικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου; Τι έχετε να πείτε για τον ανταγωνισμό σε επίπεδο κανονιστικού πλαισίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Η μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα βασίζεται στο πλαίσιο της ισοδυναμίας, το οποίο έχει ήδη υιοθετηθεί για ορισμένες άλλες χώρες εκτός ΕΕ.

Η βασική έννοια της ισοδυναμίας έγκειται στο εξής: αν το κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο μιας χώρας εκτός ΕΕ προσομοιάζει επαρκώς με αυτό της ΕΕ, μπορεί να επιτραπεί σε επιχειρήσεις από αυτήν τη χώρα να παρέχουν υπηρεσίες σε Ευρωπαίους πελάτες εύκολα και ομαλά.

Η ΕΕ, στην περίπτωση και του Ηνωμένου Βασιλείου, θα λαμβάνει αποφάσεις ισοδυναμίας κατά περίπτωση και θα μπορεί να τις αλλάξει αν το Ηνωμένο Βασίλειο αποκλίνει σημαντικά από το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ, όπως θα ίσχυε και για οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός ΕΕ.

Αυτό σημαίνει ότι το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί το κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο για να γίνουν οι επιχειρήσεις εκτός της Ένωσης πιο ανταγωνιστικές, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα επιλογή.

Είναι πάντως σημαντικό να σημειωθεί επίσης ότι δεν υπόκεινται όλες οι υπηρεσίες στο πλαίσιο ισοδυναμίας. Σε ό,τι αφορά ιδίως τις βασικές τραπεζικές υπηρεσίες όπως η αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση δανείων, δεν υπάρχει πλαίσιο ισοδυναμίας.

Μάλιστα, το δικαίωμα ενιαίου διαβατηρίου που έχουν σήμερα οι επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο τους επιτρέπει να παρέχουν υπηρεσίες απευθείας σε Ευρωπαίους πολίτες, δεν θα υφίσταται πια μετά το Brexit.

Άρα, οι τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και οι θυγατρικές τραπεζών των ΗΠΑ που εξυπηρετούσαν Ευρωπαίους πελάτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, χρειάστηκε να μετεγκαταστήσουν τις δραστηριότητές τους στην ΕΕ. Πολλές από αυτές υπόκεινται σήμερα στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.

Έχουμε συμφωνήσει με αυτές τις τράπεζες τα επιθυμητά λειτουργικά μοντέλα όσον αφορά το πώς θα πρέπει να εκτελούν τις εργασίες τους εντός της ΕΕ και οι ίδιες κινούνται ταχύτατα προς την υλοποίηση των μοντέλων αυτών.

Διαβάστε ακόμη:

Σκέρτσος: Υπάρχουν επαρκή ταμειακά διαθέσιμα

Πισσαρίδης: Η Έκθεση θέλει να κάνει την Ελλάδα μια πιο ευέλικτη και παραγωγική οικονομία

Κόφτης στα δάνεια εντός 3ετίας και ο… θάνατος του εμποράκου – Τι γράφει το σχέδιο ανάκαμψης για την αγορά

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση