Αυξημένα κρούσματα κορονοϊού παρουσιάζονται τις τελευταίες ημέρες σε μικρά παιδιά στη χώρα μας, παρότι τα διεθνή και ελληνικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η διασπορά σε αυτές τις ηλικίες δεν είναι μεγάλη.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, τα οποία είχαν εκτενώς συζητηθεί κατά το προηγούμενο διάστημα, η απόφαση για «λουκέτο» στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αρχής γενομένης από τη Δευτέρα (16/11), δημιούργησε απορίες και ερωτηματικά, καθώς μόλις πέντε ημέρες πριν είχε ληφθεί η απόφαση να παραμείνουν ανοιχτά τα νηπιαγωγεία και τα Δημοτικά σχολεία.

Το σκεπτικό της απόφασης εξήγησε η Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος της επιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου, κατά την τηλεοπτική ενημέρωση του υπουργείου Υγείας για την πορεία της επιδημίας κορονοϊού στη χώρα.

« Τα σχολεία και ιδιαίτερα τα Δημοτικά, παρέμειναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες.

Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών. Και αυτό είναι γνωστό, τόσο από τη διεθνή βιβλιογραφία όσο και από μελέτες που έγιναν στη χώρα μας», ανέφερε η κ. Παπαευαγγέλου.

Τι δείχνουν οι μελέτες

Μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο στο JAMA και περιέλαβε δεδομένα από περισσότερα από 300.000 άτομα, έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους, σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες.

Το ίδιο διαπίστωσε και άλλη μελέτη από την Αυστραλία, η οποία βασίστηκε σε πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος, είναι εξαιρετικά χαμηλή (1 στις 4.000). Όπως εξήγησε η καθηγήτρια, δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, όμως πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά.

Επιπρόσθετα, πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Science, με κύριο ερευνητή τον Έλληνα καθηγητή του Imperial College στο Λονδίνο, Γεώργιο Κασσιώτη, έδειξε ότι κάποιοι άνθρωποι με προηγούμενη λοίμωξη από άλλους παρόμοιους κορονοϊούς, έχουν αντισώματα έναντι μιας περιοχής της πρωτεΐνης «spike», που προσφέρει προστασία έναντι και του ιού SARS-CoV-2, μέσω μιας διασταυρούμενης αντίδρασης.

«Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι η μελέτη αυτή έδειξε ότι τα παιδιά είχαν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό τέτοια αντισώματα σε σχέση με τους ενήλικες. Και μάλιστα, οι ερευνητές αυτοί προχώρησαν παραπέρα και έδειξαν με πειραματικές μελέτες ότι αυτά τα αντισώματα εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα.

Με απλά λόγια, αυτή η μελέτη μπορεί να μας προσφέρει άλλη μια εξήγηση γιατί τα παιδιά νοσούν ηπιότερα ή εμφανίζονται πιο ανθεκτικά στην λοίμωξη με το νέο κορονοϊό», εξήγησε η καθηγήτρια.

Στην Ελλάδα

Τα μέχρι σήμερα δεδομένα από την Ελλάδα, καταδεικνύουν ότι ακόμα και όταν υπάρχουν δύο κρούσματα στο ίδιο σχολείο, δεν φαίνεται να συσχετίζονται μεταξύ τους. Δεν φαίνεται, δηλαδή, το ένα παιδί να κόλλησε το άλλο μέσα στο σχολείο, αλλά φαίνεται ότι τα κρούσματα αυτά αντικατοπτρίζουν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο της περιοχής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, ναι μεν καταγράφεται τις τελευταίες εβδομάδες αύξηση στα κρούσματα στα παιδιά κάτω των 17 ετών (4192 επιπλέον κρούσματα από την 1η Οκτωβρίου), αλλά, όπως επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου, αυτό θεωρείται λογικό αφού γενικά στη χώρα μας έχουμε ένα επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο. Παρόλα αυτά, το ποσοστό των κρουσμάτων που δίνει ο ΕΟΔΥ για τα παιδιά κάτω των 17 ετών, έχει παραμείνει σταθερό. Είναι ενδεικτικό ότι, στις 15 Οκτωβρίου ήταν 7,2 και στις 15 Νοεμβρίου, 7,5. «Βλέπουμε ότι το ποσοστό δεν έχει αλλάξει καθόλου, γεγονός που δείχνει ότι τα μικρά παιδιά δεν είναι υπερμεταδότες», υπογράμμισε η καθηγήτρια.

Γιατί έκλεισαν τα σχολεία

Παρά τα παραπάνω καθησυχαστικά στοιχεία, η Πολιτεία προχώρησε στο κλείσιμο των σχολείων, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. «Τα επιδημιολογικά δεδομένα άλλαξαν πολύ και με ένα τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος», τόνισε η κ. Παπαευαγγέλου, εξηγώντας ότι το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία, είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με την λειτουργία τους.

Αυτή εκτός από τη μεταφορά των μαθητών από και προς το σχολείο, περιλαμβάνει και την μετακίνηση των εκπαιδευτικών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σχολείου, την τροφοδοσία, την καθαριότητα και βέβαια, την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν στο σπίτι.

«Ενώ είναι σαφές από τη βιβλιογραφία αλλά και από τα στοιχεία στη χώρα μας, ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την πανδημία, επειδή είχαμε ακριβώς το ίδια συμπέρασμα, τα Δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο την ουσιαστικά μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και την μείωση του επιδημιολογικού φορτίου», εξήγησε η καθηγήτρια, σημειώνοντας ότι όσο τα σχολεία είναι κλειστά, υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της ευρύτερης κινητικότητας του πληθυσμού.