Την αποχώρηση του Λευκού Οίκου από τις διαπραγματεύσεις με τους Δημοκρατικούς της Βουλής των Αντιπροσώπων γύρω από το νέο πακέτο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας φαίνεται να αποφάσισε ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με το Bloomberg, το οποίο επικαλείται πηγές με γνώση της κατάστασης.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η κυβέρνηση Τραμπ παραπέμπει τους Δημοκρατικούς στον ηγέτη της πλειοψηφίας της Γερουσίας, τον Ρεπουμπλικανό Μιτς ΜακΚόνελ προκειμένου να επανεκκινήσουν οι αδιέξοδες μέχρι στιγμής συνομιλίες με την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσυ Πελόσι.

Ο Λευκός Οίκος πιθανότατα αναμενόταν πως θα επεξεργαζόταν με τους νομοθέτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος τις λεπτομέρειες σχετικά με ένα νομοσχέδιο για την ανακούφιση από τις οικονομικές επιπτώσεις της Covid-19, όπως είχε προαναγγείλει ο Τραμπ πριν τις εκλογές, θεωρείται πλέον απίθανο να ηγηθεί των συνομιλιών, σύμφωνα με τις πηγές που επικαλείται το Bloomberg, οι οποίες μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας. Ο Λευκός Οίκος θα αναλάβει μόνο εάν πρέπει να ξεκινήσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις, ανέφεραν.

Ο Λευκός Οίκος δεν απάντησε στο αίτημα του Bloomberg για επίσημο σχολιασμό των πηγών.

Η κίνηση μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες συμφωνίας για την οικονομία των ΗΠΑ πριν από τον Ιανουάριο. Άλλωστε, η τελική πλειοψηφία στη Γερουσία θα κριθεί στις 5 Ιανουαρίου, όταν θα διεξαχθούν οι επαναλληπτικές εκλογές στη Τζόρτζια για τις 2 έδρες που απομένουν. Οι Ρεπουμπλικανοί θέλουν να κατακτήσουν τουλάχιστον μια έδρα για να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο του σώματος, ενώ οι Δημοκρατικοί πρέπει να κατακτήσουν και τις δύο για να έχουν τον ίδιο αριθμό με τους Ρεπουμπλικανούς (50 έδρες).

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε δεσμευτεί για ένα βοήθημα μεγάλης κλίμακας μετά τις εκλογές, λέγοντας μάλιστα ότι θα εγκρίνει ένα νομοσχέδιο 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά έκτοτε επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ανατροπής των αποτελεσμάτων σε διάφορες πολιτείες, οι οποίες αναδεικνύουν ως νικητή των εκλογών τον Τζο Μπάιντεν.

Έτσι το αδιέξοδο παραμένει, καθώς ούτε ο ΜακΚόνελ, ούτε η Πελόσι φαίνονται διατεθειμένοι να αλλάξουν από τις προηγούμενες θέσεις τους, ακόμη και όταν η περαιτέρω εξάπλωση του κορονοϊού απειλεί να αποδυναμώσει την εύθραυστη ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας.