Με χορούς, τραγούδια και γλέντια, και μια μακαριότητα που νομίζαμε  — οι περισσότεροι —ότι θα κρατήσει αιώνια φθάναμε το 2004 στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Και γέμισε το στάδιο με τη δόξα και την ιστορία της Ελλάδας — στην τελετή έναρξης αναφέρομαι — και πράγματι μπουκώσαμε όλοι από υπερηφάνεια και εθνική ανάταση. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει βέβαια να μαζεύονται, μαζί και οι διαμαρτυρίες για τα υπέρογκα κονδύλια αλλά μετά από μία εικοσαετία παχιών αγελάδων, γιατί να πιστέψει κανείς ότι θα ξαναρχόταν η φτώχεια.  Ήρθε όμως. Κι όχι μόνον αυτή, πολλά ακόμη. Για ποιους χορούς λοιπόν, μας παροτρύνει τώρα η «Ελλάδα 2021» της Γιάννας Αγγελοπούλου μέσα από το ενθουσιαστικό τραγουδάκι του Διονύση Σαββόπουλου, τόσο άκαιρο και τόσο παράταιρο ωστόσο για την τωρινή εποχή; Ούτε την απλοϊκή και φτωχή μίμηση εκείνης της τελετής της Ολυμπιάδας στο βιντεοκλίπ του εορτασμού για το ΄21, σ΄ ένα άδειο στάδιο λόγω κορoνοϊού και με αποστάσεις ασφαλείας, μπορώ να καταλάβω. Εκείνοι δεν κατάλαβαν, ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα, διαφορετικά μηνύματα, διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς ανθρώπους ως αποδέκτες; Λίγους μήνες προ του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, την σημαντικότερη επέτειο της νεώτερης ιστορίας μας, απαρχή του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αυτή η διοργάνωση γίνεται όλο και πιο προβληματική. Αν μία φορά επιβαλλόταν η προσέγγιση του 1821 σε βάθος και ουσία, με τη σημερινή κατάσταση αυτό γίνεται επιτακτικό. Αλλά αντ΄αυτού.… Ας κρατήσουμε οι χοροί! Ένας ιδεολογικός αχταρμάς δηλαδή. Επιφανειακά, ανέμελα, απροβλημάτιστα σαν να μην έχουμε περάσει από ΔΝΤ και μνημόνια, να μην έχουμε ζήσει πρωτόγνωρες καταστάσεις με capital controls και απίστευτα δημοψηφίσματα και σαν να μη ζούμε σήμερα άλλες απειλές, τόσο την υγειονομική όσο και την τουρκική στο Αιγαίο, που απαιτούν σοβαρότητα και αυξημένη εγρήγορση. Με χορούς θα τονωθεί η εθνική μας αυτοπεποίθηση; Γιατί προσωπικά ένα γεγονός μόνο βλέπω, αυτού του επιπέδου: Την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Αλλά αυτά είναι σοβαρά πράγματα, τι δουλειά έχουν στα πανηγυράκια.


Νούμερα χωρίς αντίκρισμα

Απίστευτο. Μόνο 15.000 είναι τελικά οι καλλιτέχνες, που εγγράφηκαν στο Μητρώο Καλλιτεχνών και Δημιουργών, που άνοιξε από το καλοκαίρι το υπουργείο Πολιτισμού, προκειμένου να υπάρξει μία εικόνα του δυναμικού της χώρας αλλά και για να μπορέσουν οι άνθρωποι να πάρουν τα ειδικά επιδόματα που χορηγούνται. Τι νούμερο είναι αυτό όμως; Και πώς από τις εκατό χιλιάδες δημιουργούς και καλλιτέχνες, που ανέφεραν από μήνες τα σωματεία, ότι υπάρχουν στην Ελλάδα, τελικά εμφανίζονται τόσο λίγοι; Η απάντηση, μου λένε, βρίσκεται στην απροθυμία των περισσοτέρων, όχι να λάβουν το επίδομα των 534 ή 800 ευρώ αναλόγως σε ποια κατηγορία ανήκουν, αλλά να συμμετάσχουν στην καταγραφή, η οποία μπορεί να αποκαλύψει εργασιακά προβλήματα. Έτσι όμως είναι προφανές ότι δεν βγαίνει άκρη με χαμένους τους ίδιους. Στο μεταξύ μπροστά στον βαρύ χειμώνα που πρόκειται να αντιμετωπίσει το θέατρο, ήδη οι παραγωγοί ενοποιημένοι πλέον και σε σωματείο διατυπώνουν πλήθος αιτημάτων: Επιδοτήσεις κενών θέσεων, απαλλαγή των δημοτικών τελών, «πάγωμα» των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεών τους, διατήρηση της ασφαλιστικής τους ενημερότητας και της έκπτωσης ενοικίου για όλη τη σεζόν αλλά και την εξαίρεση των θεάτρων από τις άλλες μορφές διασκέδασης. Δηλαδή πληρότητα μεγαλύτερη του 30% που έχει ορισθεί, όπως είναι γνωστό, με τις τελευταίες αποφάσεις για την Αττική. Τι θα κάνει με όλα αυτά το υπουργείο Πολιτισμού, άγνωστο ακόμη. Το ψάχνει όμως. Όπως μαθαίνω, όλο το βάρος της δραστηριότητας της Λίνας Μενδώνη αυτόν τον καιρό έχει πέσει στον σύγχρονο πολιτισμό, αναζητώντας λύσεις, που μόνον εύκολες δεν είναι, δεδομένης της κατάστασης αλλά και του γεγονότος ότι συναρμόδια είναι βεβαίως και άλλα υπουργεία. Εν αναμονή επομένως.


Οι δικοί του άνθρωποι

«Έχω και τη γιαγιά μου εδώ. Την έχω φέρει μαζί μου για να την προσέχω». Ο χαμογελαστός αλλά ταυτόχρονα σοβαρός νέος, που μας είχε υποδεχθεί πριν από μερικά χρόνια στο «σπίτι» του μόνον εμπιστοσύνη και σιγουριά απέπνεε. Η τύχη το είχε φέρει, να χρειαστούμε αυτό το δεύτερο σπίτι για έναν δικό μας άνθρωπο και σ΄όλη την έρευνα που είχε γίνει, μόνον στο πρόσωπο του Δημήτρη Καμπανάρου μπορέσαμε να διαβάσουμε το πραγματικό ενδιαφέρον για τους «φιλοξενούμενούς» του. Γιατί αυτή ήταν η λέξη. Έτσι τους ένιωθε κι έτσι τους φρόντιζε. Όπως νοιάζεσαι για τον συγγενή σου, που ήρθε να σε δει και τον φιλοξενείς στο σπίτι σου, όπως θα περιποιηθείς τον άνθρωπό σου όταν αρρωστήσει και γίνει ανήμπορος, όπως θα ήθελες εν τέλει να φροντίσουν και για σένα κάποιοι. Ό,τι έχει ειπωθεί και γραφτεί τις μέρες, μετά το τραγικό συμβάν γι΄αυτό το παιδί είναι αλήθεια. Με εξαιρετικές σπουδές πίσω του και ειδίκευση στο εξωτερικό, ακριβώς στη γεροντολογία και τη γηριατρική, επιλογή που είχε κάνει ο ίδιος από νωρίς και όχι κατά τύχη, είχε αφοσιωθεί σ΄αυτό το έργο, που ήταν όλη του η ζωή. Το αίσθημα ευθύνης και υποχρέωσης απέναντι στο καθήκον που είχε αναλάβει, δεν φανερώθηκε τώρα με τον κορωνοϊό, δικά του προτερήματα ήταν από πριν. Κι η γιαγιά, πράγματι ήταν εκεί, μαζί με άλλους ηλικιωμένους, που όταν συνέβαινε να είναι μοναχικοί, χωρίς συγγενείς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είχαν αυτόν για συντροφιά. Γιατί έκανε τα πάντα ώστε να αισθάνονται οι άνθρωποι σαν «στο σπίτι τους». Ένας υπέροχος άνθρωπος και μια ξεχωριστή περίπτωση σ΄αυτό το χώρο, γι΄αυτό και είναι τόσο άδικη η απώλειά του. Την ίδια στιγμή, που οι ειδήσεις για πλήθος κρουσμάτων και θανάτων σε οίκους ευγηρίας της χώρας είναι καθημερινές χωρίς ίχνος ντροπής και οποιαδήποτε πρόθεση ανάληψης ευθύνης από τους επιχειρηματίες του είδους. Κάτι που γεννά ερωτηματικά γενικότερα για τη λειτουργία τους και τους ελέγχους που γίνονται από το κράτος, και όχι μόνο γι΄αυτή τη σκληρή περίοδο που ζούμε. Και για το τέλος: Λίγο πριν ακούσω την είδηση από την τηλεόραση, βρισκόμουν σ΄ένα κατάστημα όπου μπαινόβγαινε κόσμος, αδιαφορώντας για τα μέτρα ασφαλείας και για τις διαμαρτυρίες του ιδιοκτήτη. Από τη μία η απόλυτη υπευθυνότητα και από την άλλη η πλήρης ασυδοσία.