«Μεγάλωσα ακούγοντας τι δεν μπορώ παρά το τί μπορώ και χρειάστηκε πολύ μεγάλη διαδρομή για να αλλάξω αυτόν τον συσχετισμό» έχει δηλώσει η Μαρία Ιωαννίδου της οποίας το νέο βιβλίο με τίτλο Το βότσαλο ταξιδεύει, πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Η πραγματική ιστορία της Μαρίας Ιωαννίδου διατηρεί συγγένειες με τις συναρπαστικές (για το αλληγορικό τους βάθος) ιστορίες που εκδίδει σε βιβλία. Η ίδια της η ζωή μπορεί να ιδωθεί ως παραβολή για την εσωτερική δύναμη του ανθρώπου που μετατρέπει τα εμπόδια σε μοχλό και τις παγίδες σε σκαλοπάτι για να φτάσει πιο ψηλά ή πιο κοντά στο όνειρο. Ανθρώπου που δεν πτοείται, που και αν πέφτει, σηκώνεται αμέσως. Διότι από την πρώτη στιγμή της ζωής της μέχρι σήμερα προχωράει αντιμετωπίζοντας τις καθημερινές δυσκολίες οι οποίες απορρέουν απο την εκ γενετής κινητική αναπηρία της, μεγαλύτερες, μικρότερες, ορατές ή πιο κρυφές και ύπουλες. Μάθημα ζωής για όλους τους ψυχολόγους ή εκπονητές της θετικής ψυχολογίας και των λοιπών υποκατηγοριών, που σήμερα συνιστούν μόδα στην Αμερική.

«Το μόνο που με τρομάζει είναι τα παράλυτα όνειρα» είχε δηλώσει η ίδια. Έγραψε το πρώτο της βιβλίο σε ηλικία εννιά ετών υπογαρεύοντάς το στη γιαγιά της. Πρωταγωνιστούσε σε αυτό ένα παγόνι που έκρωζε διότι μπορούσε παρά να δει τα άσχημα πόδια του όχι την υπέροχη ουρά του. Όταν κάηκε το σπίτι του κατέφυγε σε άλλο δάσος. Εκεί συνάντησε κατοίκους που προετοιμάζονταν για γιορτή και το παγόνι όσο και αν προσπαθούσε δεν κατάφερνε να βρει ρόλο και θέση ανάμεσά τους.  Μέχρι που ξετίλυξε την ουρά του και όλοι θαμπώθηκαν. Έκτοτε εγκαθίδρυσε στη νέα κοινότητα το νούμερο της ουράς ενώ εξασφάλισε και νέο σπίτι για τους γονείς του.

Από τις παιδικές της αναμνήσεις, η Μαρία Ιωαννίδου ξεχώρισε τις στιγμές που άκουγε τον πατέρα της να της αφηγείται ιστορίες. Άρχιζε από την Κοκκινοσκουφίτσα και κατέληγε στο μέλλον των ηλεκτρονικών υπολογιστών, στους πλούσιους και τους φτωχούς στα λιοντάρια της Αφρικής. Όταν τον ρωτούσε πώς έφτασαν από το ένα θέμα στο άλλο, εκείνος απαντούσε: «Έτσι είναι η συζήτηση, πετάει».

Στο νέο της βιβλίο, πρωταγωνιστεί ο Όξυς το βότσαλο. Η Μαρία σημειώνει: «Ο Όξυ έχει περάσει πολλούς από τους αιώνες της ζωής του στον ασφαλή αλλά άγονο κόρφο της μαμάς του –του μεγάλου και απόκρημνου βουνού– ακούγοντάς τη να του μιλά για το πόσο επικίνδυνος είναι ο κόσμος για τα μικρά βότσαλα. Μέχρι που μια κουτσουλιά γίνεται αφορμή να γνωρίσει ο Όξυ τον Ναΐρ, τον καταρράκτη. Ο Ναΐρ βλέπει τον κόσμο αλλιώς – και αυτό το «αλλιώς» αρέσει στον Όξυ. Κάπως έτσι θα αρχίσει ένα μακρύ ταξίδι, που σύντομα γίνεται μια αναζήτηση της δικής του οπτικής για τον κόσμο και του επιφυλάσσει πολλές περιπέτειες, μέχρι ο Όξυ να μπορέσει να δει τα δικά του χρώματα κι έτσι να γίνει ικανός να αναγνωρίζει την ομορφιά σε κάθε γωνιά του κόσμου και να μετέχει ανεμπόδιστα στη ζωή με όλες τις χαρές και όλους τους πόνους της». 

Σύμφωνα με τους επιμελητές της έκδοσης, «το ταξίδι του Όξυ είναι αλληγορία για το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι της συγγραφέως από τον εγκλωβισμό και την ανασφάλεια προς τον έρωτα για τη ζωή. Ένα ταξίδι-πρόσκληση σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να ζήσει τη ζωή του όπως πραγματικά θέλει και να γνωρίσει την άφθαρτη ομορφιά».

Πρόκειται ίσως για τη δική της ιστορία, την επίπονη όσο και «μεταμορφωτική» αποδεύσμευσή της από τη μητρική υπερπροστασία. Αλληγορία για την κατάκτηση της αληθινής ωρίμανσης και της εσωτερικής ανεξαρτησίας της που στην πραγματικότητα δεν την απομάκρυνε από τη μητέρα της αλλά την έφερε πιο κοντά σε αυτήν, ως ισότιμη πλέον. Μία σπαραχτική ιστορία ανθρώπινης υπέρβασης όπου ακόμη και η ίδια η μητρική αγάπη ορισμένες φορές αποτελεί αναπηρία.

Τα πάντα μέσα και γύρω από τη Μαρία εκφράζουν αυτή την εξαιρετική ποιότητα ανθεκτικότητας και αισιοδοξίας που τη διακρίνει. Όλες οι αφηγήσεις της ουσιαστικά συνιστούν παράδειγμα ανθρώπινης υπερδύναμης που στρέφεται με ευγνωμοσύνη και ταπεινοφροσύνη απέναντι στη ζωή.

Όπως είχε επισημάνει η βραβευμένη συγγραφέας, καθηγήτρια στο Πάντειο και ψυχοθεραπεύτρια Φωτεινή Τσαλίκογλου η οποία φιλοξένησε τη Μαρία στην εκπομπή της στην ΕΡΤ, «όλα ξεκινούν από ένα πένθος, μία απώλεια. δεν υπάρχει ζωή χωρίς απώλεια. Με ένα κλάμα γεννηθήκαμε και βγήκαμε από την κοιλιά της μάνας μας. Αυτό το κλάμα του αποχωρισμού αποτελεί το πρώτο τεκμήριο ζωντάνιας, χάσαμε τη θαλπωρή του ενδομύτριου παράδεισου…». Και ύστερα αναρωτιέται πώς γίνεται να φανερώσει κανείς ότι η απώλεια δεν γεννά μόνο θυμό, αβουλία, θλίψη αλλά ανοίγει έναν δρόμο ζωής, ομιλίας και δημιουργίας; Πώς γίνεται να εκδηλώσει αυτό γνώριζαν καλά οι Έλληνες και ο Εμπειρίκος περιγράφει ως φόβο του θανάτου που μετατρέπεται σε οίστρο για ζωή; Να τιμήσει αυτό το μόνο που έχει λέγοντας: «είμαστε φθαρτοί, ας ζήσουμε».

Η Μαρία Ιωαννίδου εργάζεται σήμερα ως ψυχολόγος ψυχοθεραπεύτρια, ενώ παραμένει πάντα καλλιτέχνης, συγγραφέας και «υπέρμαχος του αλλιώς» όπως χαρακτηριστικά εξηγεί στην εκπομπή της Φωτεινής Τσαλίκογλου.

Και εννοεί ότι «το μυαλό μας συμφιλιώνεται με πιθανότητες άλλες από αυτές που ξέρουμε. Τη σκάλα δεν χρειάζεται να την ανέβεις με τα δύο πόδια μπορείς να την ανέβεις και με τον πωπώ αλλά θα την ανέβεις».

Γεννήθηκε πριν περίπου τριάντα χρόνια κάπου στην Αττική και σήμερα ζει ανάμεσα στην Αθήνα και το Ναύπλιο. Η σύλληψή της πραγματοποιήθηκε από «μια παράξενη σύνθεση αντιθέσεων, αφού προέκυψα από δύο γονείς πολύ μεγάλης ηλικίας που δεν περίμεναν να κάνουν παιδιά και νομίζω ότι υπήρξα μαζί η πραγμάτωση αυτής της ελπίδας αλλά και ταυτόχρονα η διάψευση της ίδιας ελπίδας γιατί ακριβώς τη μέρα της γέννησής μου κάτι (που δεν έχει προσδιοριστεί ποτέ τί αρκιβώς ήταν) δεν πήγε καλά και πρακτικά σήμαινε μια αναπηρία. Αυτό κανείς δεν έχει φανταστεί ποτέ για ένα παιδί που έρχεται. Όμως για μένα ήταν ο τρόπος που ήρθα, είμαι εγώ δηλαδή αυτό το πράγμα, και είναι κάτι που δεν μπορεί να εξαιρεθεί παρότι όλοι γύρω μου θα ήθελαν να είχαμε έναν μαγικό τρόπο να το διαγράψουμε, να το αλλάξουμε. Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου αλλιώς. Για μένα είναι ο τρόπος που υπάρχω. Και ίσως δεν έγινε τυχαία γιατί τολμώ να πω ότι γεννήθηκα σε μία οικογένεια που ευνοούσε τις συναισθηματικές εξαρτήσεις οπότε ίσως κάπου κούμπωσε», παρατηρεί η ίδια.

Κατά τη διάρκεια της γέννησής της από έλλειψη οξυγόνου δυσλειτούργησαν κέντρα του εγκεφάλου με αποτέλεσμα να μην δίνονται οι εντολές σε νεύρα και μύες και να τροποποιηθεί οτιδήποτε σχετιζόταν με κίνηση, ιδιαίτερα στα κάτω άκρα.

Και συμπληρώνει: «Προσφάτως ανακάλυψα κάνοντας λίγο θέατρο ότι αλλάζει και ο ρυθμός της αναπνοής μου -οι μυς του θώρακα ίσως δεν έχουν τόση δύναμη όση χρειάζεται, χρειάζονται εξάσκηση. Δεν είναι παράξενο ότι κάθε φορά που στραβώνει η ζωή μου, το βασικό συναίσθημα που έχω είναι ότι κάποιος μου κόβει τη αναπονή.  Γιατί η πρώτη μου εμπειρία από τον κόσμο ήταν ότι ο κόσμος δεν έχει αέρα, ότι ο κόσμος δεν έχει ανθρώπους διατεθιμένους να συνδεθούν μαζί σου χωρίς επισκευαστικές προθέσεις. γιατί μπήκα κατευθείαν τα πρώτα λεπτά σε ένα ιατροφαρμακευτικό μοντέλο που προσπαθούσε να με φτιάξει. Για καλό βέβαια γιατί τα πρώτα λεπτά ήταν θέμα επιβίωσης αλλά πρακτικά δεν έχεις το άγγιγμα … Δεν το λέω με παράπονο απλώς αυτή είναι η αρχή της εμπειρίας μου: Η προσπάθεια να σωθείς από κάτι που είναι πάρα πολύ απειλητικό και μου έχει πάρει δεκαετίες να πιστέψω ότι δεν χρειάζεται να τρέχω για να σωθώ…».

Η Μαρία Ιωαννίδου μπουσουλούσε ως τα εννιά περίπου («μεγάλωσα με το φόβο ότι κάποιος θα με πατήσει») και έκτοτε κρατούσε την όρθια στάση με βοήθηματα. Πήρε έτσι πολλή αγκαλιά από τη μητέρα της αλλά «δεν μου αρέσει που πήρα αγκαλιά μόνο επειδή πρέπει αν και δεν την πήρα μόνο για αυτό…», παρατηρεί σήμερα.

Στα εννιά της χρόνια εισήχθη σε σχολείο γενικού πληθυσμού αλλά η ζωή της σε αυτό δεν κύλησε ποτέ ανέφελα.

Διέξοδό της αποτελούσαν τα παραμύθια που υπογόρευε στον πατέρα της να γράφει. Όταν αυτός πέθανε, δάσκαλοί της υποννόησαν ότι εξαιτίας της Μαρίας δεν μπορούσαν να πάνε σε καλύτερη αίθουσα ενώ όταν η μητέρα της προσπάθησε να τη μεταφέρει σε καινούριο σχολείο με ασανσέρ, οι υπεύθυνοι ισχυρίστηκαν ότι δεν γινόταν να δεχτούν το παιδί της διότι δεν κατείχαν ισόγειες αίθουσες και πώς θα αντιμετώπιζαν μία περίπτωση σεισμού; Με την απειλή ότι θα επιστρατεύσει τη βοήθεια του υπουργείου Παιδείας πέτυχε τη μεταγραφή της κόρης της μέσα σε δύο μόλις ώρες.

Μόνο το 1996 και όταν φοιτούσε στην πέμπτη δημοτικού το σχολείο δήλωσε ότι αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη της προστασίας της και έτσι τότε για πρώτη φορά η μαμά της δεν αισθανόταν τη ανάγκη να βρίσκεται εκεί σε κάθε διάλειμμα. Βέβαια και διάφορες άλλες δασκάλες την πρόσβαλλαν επανειλλημένως: ότι δεν γίνεται να σπουδάσει φιλόλογος διότι τα σχολεία δεν προσλαμβάνουν ανάπηρους δασκάλους. Ευτυχώς άλλη δασκάλα με σύζυγο ψυχολόγο άνοιξε μπροστά της το σύμπαν του Φρόιντ και άλλαξε από νωρίς επαγγελματική κατεύθυνση.

Παρέμεινε αναξάρτητη από τη μητρική φροντίδα μέχρι την εποχή του Πάντειου όπου πάλι δεν είχε δρόμους για τα βοηθητικά καροτσάκια… Τότε η μητέρα της έγινε άμισθη γραμματέας διότι η Μαρία δεν μπορούσε να γράφει σημειώσεις γρήγορα.

Αργότερα πάλι για να συμμετέχει στα εργαστήρια art therapy «έπρεπε να τους δείξω ότι μπορώ να ανέβω σκάλες μόνη μου. Κάπως έτσι νομίζω κάνουμε όλα τα σημαντικά στη ζωή μας, από τη δύναμη να φτάσουμε κάπου που είναι πολύ σημαντικό για εμάς», διαπιστώνει η ίδια.

Ακολουθούσε μαθήματα χοροθεραπείας όταν ήταν μικρή και όταν γύριζε σπίτι επανέλαβε στο πάτωμα τις μπαλετικές ασκήσεις. Τότε η μαμά της έκλαιγε γοερά, πιστεύοντας (κατά τη Μαρία) ότι αν δεν υπήρχε η αναπηρία, η κόρη της θα χόρευε στα Κίροφ. Η ίδια με την ίδια εγκαρτέρηση, συμφιλίωση, θετική ψυχολογία και σοφία παρατηρεί: «Δεν νομίζω να είχε συμβεί διότι μου αρέσουν πολύ οι σοκολάτες και εγώ χαιρόμουν πάρα πολύ: Μπορείς να χορέψεις και στο πάτωμα…».

Πριν γνωρίσει τον πατέρα της, η μητέρα της Μαρίας είχε πρώτο σύζυγο με τον οποίο χώρισαν επειδή δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Είχε τεθεί το θέμα της υιοθεσίας, αλλά η μητέρα της την είχε απορρίψει διότι φοβόταν πως αν αποκτούσε ξενό παιδί με πρόβλημα δεν θα ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει.

Επί σειρά ετών έκτοτε θεωρούσε ότι την είχε τιμωρήσει ο Θεός διότι αυτό «το πρόβλημα» το πέρασε τελικά η ίδια στο δικό της παιδί. Κάποια στιγμή η Μαρία αντέτεινε στη μητέρα της ότι ίσως ίσχυε κάτι διαφορετικό: «Ίσως ήθελε να σου μάθει ότι τελικά μπορείς και να αγαπάς ένα παιδί που δεν είναι ακριβώς όπως το φαντάστηκες. Ήταν πολύ απελευθερωτικό να ειπωθεί κάτι τέτοιο ύστερα από πολλά χρόνια». Και ευγνωμονεί την ψυχοθεραπεία που τους το υπέδειξε αυτό.

Έφυγε για την Αγγλία «μισώντας» όλους όσοι ισχυρίζονταν ότι πήγαινε να κάνει κάτι δύσκολο. Σπούδασε ψυχολογία υγείας για να στηρίξει ανθρώπους με προβλήματα ψυχολογικής φύσης που εκπηγάζουν από δυσκολίες της σωματικής υγείας τους.

Ύστερα από τεράστιες πρακτικές και συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, στην Αγγλία έμαθε ότι «η ζωή είναι ωραία και χωρίς τη μαμά μου χωρίς να σημαίνει ότι έπαψα να την αγαπώ. Μάλλον την αγάπησα πολύ περισσότερο επειδή σταμάτησα να τη συνδέω με την ανάγκη. Γιατί ως τότε είχαμε βασίσει τη σχέση μας στην ανάγκη». Η μητέρα της υποστήριζε ότι είχε υποχρέωση να τη βοηθάει. Η Μαρία θεωρεί σήμερα ότι «η αγάπη δεν πάει με την υποχρέωση».