Συνεχώς αυξανόμενη είναι την τελευταία 20ετία η συχνότητα των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος στα παιδιά, σε  παγκόσμιο επίπεδο, κάνοντας τους  ειδικούς να μιλούν για «επιδημία».

Σήμερα, ο μέσος επιπολασμός κυμαίνεται  από  0,8% έως 1,5%, παγκοσμίως, με το 20% των περιστατικών να παρουσιάζουν σοβαρό αυτισμό. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με πρόσφατες διαχρονικές μελέτες, στις ΗΠΑ, η συχνότητα  του αυτισμού από 1 σε 110 παιδιά που ήταν το 2009, αυξήθηκε σήμερα ανέρχεται σε 1 στα 59 παιδιά!

Στην  Ελλάδα πάσχουν 1 στα 100 παιδιά, ηλικίας 10 και 11 ετών, με τα αγόρια να είναι τετραπλάσια απ’ ότι τα κορίτσια. Ωστόσο, η διάγνωσή τους δεν γίνεται πρώιμα, όταν οι θεραπευτικές παρεμβάσεις είναι  αποτελεσματικές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται στις ηλικίες 4 έως 10.

Η διασπορά των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση μεταξύ των 13 Διοικητικών Περιφερειών, αλλά και μεταξύ των 54 Νομών της χώρας μας, οι οποίες σχετίζονται με διαγνωστικές διαδικασίες και χρησιμοποιούμενα διαγνωστικά εργαλεία. Ειδικότερα, στις  13  Διοικητικές Περιφέρειες κυμαίνονται από 0,59% έως 1,5% (από 1 στα  66 σε 1 στα 169 παιδιά ) και στους  54  Νομούς από  0,31% έως 2,59% (από 1 στα 38 παιδιά σε 1 στα 322 παιδιά). Σημαντική διακύμανση μεταξύ Περιφερειών και Νομών παρατηρείται και στην ηλικία πρώτης διάγνωσης του αυτισμού.

Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την πρώτη επιδημιολογική μελέτη στην Ελλάδα που εκτιμά τον επιπολασμό, τη διασπορά, την κατανομή φύλου και την ηλικία πρώτης διάγνωσης των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος στα παιδιά, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Την έρευνα πραγματοποίησε η Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να συμβάλει στην αποτύπωση της συχνότητας του σοβαρού αυτού νοσήματος στη χώρα μας .

«Οι διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος (ASD) αποτελούν διά βίου νευροαναπτυξιακές διαταραχές που διαγιγνώσκονται στην πρώτη παιδική ηλικία με αυξανόμενη συχνότητα παγκοσμίως. Τα άτομα με Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος εμφανίζουν ελλείμματα στην κοινωνική συνδιαλλαγή, τη γλωσσική και μη γλωσσική επικοινωνία, καθώς και περιορισμένες-επαναληπτικές συμπεριφορές, ενδιαφέροντα και κινήσεις. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων ποικίλλει και η λειτουργικότητα των αυτιστικών κυμαίνεται από αυτόνομα και παραγωγικά για την κοινωνία άτομα, έως άτομα με περιορισμένη αυτονομία, νοητική μειονεξία και άλλες συννοσηρότητες που απαιτούν συνεχή και πολύπλευρη υποστήριξη», ανέφερε η  Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Παιδιατρικής, κα Λωρέττα Θωμαΐδου-Ηλιοδρομίτη, υπεύθυνη της Μονάδας Αναπτυξιακής Παιδιατρικής, κατά την  παρουσίαση της έρευνας.

Όπως επεσήμανε, οι αιτίες του αυτισμού παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες. Κατά κανόνα ενοχοποιούνται γενετικοί παράγοντες και λιγότερο επιγενετικοί, δηλαδή η επίδραση περιβαλλοντικών και λοιμογόνων παραγόντων. Παράγοντες που συνδέονται, χωρίς να έχει αποδειχθεί η σχέση τους, είναι το άρρεν φύλο, η προχωρημένη ηλικία των γονέων (ιδιαίτερα του πατέρα), η υποβοηθούμενη γονιμοποίηση, ο πρόωρος τοκετός, το μεγάλο μέγεθος κεφαλής κ.ά..

Η ραγδαία αύξηση που παρατηρείται αποδίδεται κυρίως  στη θέσπιση κριτηρίων διάγνωσης, στη διεύρυνση των διαγνωστικών κριτηρίων (αναγνωρίζονται πλέον και πιο άτυπες περιπτώσεις), στην επικάλυψη των αυτιστικών διαταραχών και της νοητικής καθυστέρησης (πολλά παιδιά με αυτιστικές  διαταραχές θεωρούταν  ότι πάσχουν από νοητική καθυστέρηση),  την καλύτερη παρακολούθηση των επιδημιολογικών δεδομένων και κυρίως την ευαισθητοποίηση  γονέων,  ειδικών  και  Πολιτείας για τον  αυτισμό.

 

 

 

Καίριας σημασίας η πρώιμη διάγνωση

Από μελέτες διαχρονικής παρακολούθησης ενηλίκων με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, υπολογίζεται ότι 30-50% των πασχόντων ζουν ανεξάρτητη και παραγωγική ζωή. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πολυπαραγοντική αιτιολογία του αυτισμού, καθιστά επιτακτική, την πρώιμη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής, σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία, ώστε τα πάσχοντα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες ζωής που θα τους επιτρέψουν την αυτόνομη ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο.

Με βάση την ταχύτατα αυξανόμενη συχνότητα του ιδιαίτερα σοβαρού παιδιατρικού νοσήματος και την αποτελεσματικότητα της πρώιμης παρέμβασης (πριν τα 4 έτη), η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, σε επαναλαμβανόμενες ετήσιες κατευθυντήριες οδηγίες από το 2016 συνιστά συστηματικό προληπτικό έλεγχο (screening) για την πρώιμη ανίχνευση των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος σε όλα τα παιδιά από το 2ο έτος ζωής με σταθμισμένες ειδικές  δοκιμασίες.

Η Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, ήδη από το 2016, δημιούργησε και στάθμισε σε ελληνικό παιδικό πληθυσμό την Αναπτυξιακή Δοκιμασία Επικοινωνίας «ΠΑΙΣ», που ανιχνεύει πρώιμα διαταραχές αυτιστικού φάσματος σε παιδιά ηλικίας από 18 μηνών έως 4 χρόνων με αντικειμενικό και ασφαλή τρόπο.

Εξομάλυνση των ανισοτήτων

Τα αποτελέσματά της μελέτης παρέχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη Υπηρεσιών Υγείας και Εκπαίδευσης, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο,  οι οποίες απαιτούνται για τον ορθό προγραμματισμό και σχεδιασμό τόσο των ιατρικών και θεραπευτικών πόρων, όσο και των εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο της κάθε χώρας.

«Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην εξομάλυνση των ανισοτήτων, όσον αφορά στην προσβασιμότητα και την παροχή  των ιατρικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών στη χώρα, βάσει των πραγματικών της αναγκών.

Πρέπει να δοθεί έμφαση στην πρωιμότερη αναγνώριση και διάγνωση των  διαταραχών  αυτιστικού  φάσματος στα παιδιά στη χώρα μας,  καθόσον η πρώιμη παρέμβαση στις μικρές ηλικίες  βελτιώνει σημαντικά την εξέλιξη των παιδιών και την πρόγνωση της νόσου», τόνισε η καθηγήτρια Θωμαΐδου-Ηλιοδρομίτη, καλώντας τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας να αναλάβουν δράση.

«Με σεβασμό στη διαφορετικότητα οφείλουμε να συνδράμουμε τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα των αναπτυξιακών διαταραχών, πρωτίστως ως άτομα που χρήζουν εξειδικευμένης βοήθειας και φροντίδας, για να μπορέσουν να γίνουν ισότιμα μέλη στο σχολείο και μετά στην κοινωνία», τόνισε κατά το χαιρετισμός της η υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη.

Παράλληλα, κάλεσε σε διάλογο και συνεργασία τους ειδικούς επιστήμονες του ΕΚΠΑ, τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης, το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Υπουργείου Παιδείας και το Νευροαναπτυξιακό Κέντρο Ειδικής Φροντίδας Παιδιών του Πολεμικού Ναυτικού, που συμμετείχαν στην έρευνα. Τέλος υπογράμμισε ότι η αύξηση που καταγράφεται αναδεικνύει τον αυτισμό σε μείζον θέμα και δεσμεύτηκε ότι τα παιδιά και οι οικογένειές τους θα βρουν στήριξη.

Ζωή Ράπτη, υφυπουργός Υγείας, Λωρέττα Θωμαΐδου-Ηλιοδρομήτη,Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Παιδιατρικής