Υπόμνημα στη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων κατέθεσε ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), στο πλαίσιο της συζήτησης στη Βουλή του νομοσχεδίου που αφορά στην κύρωση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και άλλες διατάξεις, όπου εμπεριέχονται άρθρα που αφορούν στη φαρμακευτική πολιτική.

Συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 33) επιδιώκει την ανακατανομή του Clawback (υποχρεωτικές επιστροφές), εξαιρώντας ταυτόχρονα τα γενόσημα και τα off-patent (εκτός προστασίας) φάρμακα από τον υπολογισμό του τμήματος ανάπτυξης του Clawback, που θα αντιστοιχεί πλέον στο 20% της επιβάρυνσης. Ο ΣΦΕΕ απαιτεί την άμεση απόσυρση της διάταξης αυτής, καθώς -όπως τονίζει- προκαλεί άλλη μια στρέβλωση, πιέζοντας δραματικά τη βιωσιμότητα του κλάδου και στοχοποιεί την καινοτομία, θέτοντας σε κίνδυνο την πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε νέα φάρμακα.

Όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος, η υπέρβαση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης αυξάνει ανεξέλεγκτα χρόνο με το χρόνο. Τα μέτρα πολιτικής φαρμάκου που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια έχουν μετακυλήσει τη δαπάνη στη βιομηχανία και στον καταναλωτή. Δηλαδή την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης την χρεώνονται πρωτίστως οι φαρμακευτικές εταιρείες που καλούνται να πληρώνουν υπέρογκα ποσά σε clawback, και δευτερευόντως οι ασθενείς, που βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι επιστροφές είναι με διαφορά οι υψηλότερες στην Ευρώπη, όπως άλλωστε έχει τονιστεί επανειλημμένα στα Enhanced Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το clawback που πλήρωσε η φαρμακευτική βιομηχανία έχει ξεπεράσει το €1,2 δισ. το 2019 και η υπέρβαση αυτή αυξήθηκε κατά 28% το α’ εξάμηνο του 2020 έναντι του αντίστοιχου περσινού.

Σύμφωνα με το ΣΦΕΕ, εάν η υπέρβαση της δαπάνης συνεχιστεί έτσι, εκτιμάται πως το clawback μόνο για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα θα ξεπεράσει τα 900 εκατ. ευρώ για το 2020, όταν το 2019 διαμορφώθηκε στα 786,5 εκατ. ευρώ.

«Η ανεξέλεγκτη αυτή αύξηση του clawback αποδεικνύεται καταστροφική για τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, την ολοκλήρωση των επενδυτικών σχεδίων και τη διατήρηση εκατοντάδων θέσεων εργασίας.

Η υπέρβαση της δαπάνης καταδεικνύει ότι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη που έχει οριστεί και παραμένει σταθερή τα τελευταία 4 χρόνια (στα €1,945) δεν επαρκεί για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας μας.

Και ενώ ήδη συνεχίζει να υφίσταται η στρέβλωση από τα υπέρογκα ποσά clawback, κατατίθεται διάταξη (άρθρο 33) η οποία αναθεωρεί τον τρόπο υπολογισμού του Clawback εξαιρώντας ταυτόχρονα τα γενόσημα και off-patent (εκτός προστασίας) φάρμακα από τον υπολογισμό του τμήματος ανάπτυξης του Clawback. Καλείται δηλαδή η Πολιτεία να ψηφίσει μια ακόμα στρέβλωση», αναφέρει στο υπομνημά του ο ΣΦΕΕ.

Σημειώνεται ότι η Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου, τον Δεκέμβριο του 2019, αποφάσισε ομόφωνα την αντίθεσή της στην ανακατονομή του clawback και κυρίως με εξαιρέσεις και τόνισε την ανάγκη για έλεγχο της δαπάνης/ μείωση του. Την αντίθεση αυτή είχε εκφράσει  και με σχετική επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, με κοινοποίηση στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας.

Άμεση απόσυρση

Το 2019 το clawback της αύξησης ήταν €78εκ (το 10% του συνολικού) και το κατέβαλαν όλες οι εταιρείες που είχαν σημειώσει αύξηση από τη μια χρονιά στην άλλη. Το 2020 οι συνολικές επιστροφές αναμένεται να φτάσουν τα 900εκατ, καθώς το clawback ανάπτυξης θα είναι με τη νέα διάταξη το 20% αυτού (180εκατ).

«Αυτό που θέλει να νομοθετήσει η Κυβέρνηση είναι τα 180 εκ. να επιβαρύνει μόνο το 50% της αγοράς, δηλαδή μόνο τα πρωτότυπα που μεγαλώνουν και όχι όλα όσα μεγαλώνουν. Αυτό αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο οικονομικό πλήγμα για τα νέα φάρμακα με πολύ πιο σοβαρές συνέπειες από αυτές που έχει η παραμονή του 25%, η οποία αναμένεται να καταργηθεί», τονίζει ο ΣΦΕΕ.

Σύμφωνα με το Σύνδεσμο, η εν λόγω διάταξη οφείλει να καταργηθεί για τους παρακάτω λόγους:

-Δεν μειώνει το Clawback, το οποίο βαίνει ανεξέλεγκτο (το ύψος του εξωνοσοκομειακού clawback αυξάνεται κατά +28% το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο).

-Η προτεινόμενη αναδρομική ισχύς από 1/1/2020 ενισχύει (και το έχουμε τονίσει πολλές φορές) την έλλειψη προβλεψιμότητας που είναι βασική αρχή της υγειούς επιχειρηματικότητας.

-Δεν προσφέρει κανένα όφελος για την πολιτεία και καμιά θετική επίπτωση στα δημοσιονομικά. Αντίθετα αναμένεται να αυξήσει το ύψος της υπέρβασης, λόγω της μεθόδου αποζημίωσης των φαρμάκων που προτείνονται να εξαιρεθούν.

-Δεν προσφέρει κανένα όφελος στη Δημόσια Υγεία και στους ασθενείς ειδικότερα.

-Τιμωρεί την ανάπτυξη της καινοτομίας και βρίσκεται σε αντίθεση με τις πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.

-Ενέχει τον κίνδυνο χρονοβόρων νομικών αξιώσεων εξαιτίας του ορισμού του καθεστώτος της πατέντας (περιόδου προστασίας δεδομένων) για τα εκτός προστασίας φάρμακα, καθώς εγείρει ερωτήματα που αφορούν το καθεστώς προστασίας μεταξύ off-patent, on-patent και βιο-ομοειδών.

«Έχουμε τονίσει τόσο στις κατά καιρούς συναντήσεις μας, όσο και στην διακομματική για την φαρμακευτική πολιτική  ότι η φαρμακευτική πολιτική που για χρόνια ακολουθείται στην χώρα έχει επιφέρει πολλαπλές στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα τις τεράστιες επιστροφές εκ μέρους της φαρμακοβιομηχανίας οδηγώντας σε απόγνωση όλες οι διοικήσεις των εταιρειών εντός και εκτός Ελλάδος.

Έχουμε καταθέσει το σχέδιο-πρόταση που εκπονήσαμε με την EFPIA και την Deloitte αναφορικά με το όραμα της φαρμακοβιομηχανίας για μια βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική με επίκεντρο τον ασθενή, αλλά και τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν άμεσα προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες.

Κρούουμε για άλλη μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου. Δεν μπορεί για ακόμα μια φορά να αναπαράγονται στρεβλώσεις με την στήριξη του Κοινοβουλίου. Καλούμε το Υπουργείο Υγείας να αποσύρει άμεσα το άρθρο 33 και ζητάμε άμεσα κοινή συνάντηση με τους φορείς προκειμένου από κοινού να επεξεργαστούμε ένα βιώσιμο σχέδιο φαρμακευτικής πολιτικής για τη Δημόσια Υγεία, τον ασθενή και τη φαρμακευτική βιομηχανία», αναφέρει ο Σύνδεσμος στο υπόμνημά του, χαιρετίζοντας ωστόσο την κατάργηση του Rebate εισόδου 25% για τα νέα φάρμακα (άρθρο 42).