Το σημείο αναφοράς της πολιτιστικής ζωής της Αθήνας κάθε καλοκαίρι, εδώ και 64 χρόνια, με τα μεγαλύτερα ονόματα διεθνώς της τέχνης να ανεβαίνουν στη σκηνή του κάτω από την προστατευτική σκιά της Ακρόπολης.

Είδαμε εκστατικοί τα Μπαλέτα της Αγίας Πετρούπολης, τον Νουρέγιεφ με το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ από το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, τον ιαπωνικό θίασο Scot του Ταντάσι Σουζούκι, την Όπερα του Πεκίνου, τα Μπαλέτα του 20ου αιώνα του Μορίς Μπεζάρ, το Χοροθέατρο της Πίνα Μπάους και, βέβαια, το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Παρακολουθήσαμε ευτυχείς την συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Ουάσιγκτον σε μουσική διεύθυνση Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και με σολίστ τον Λεωνίδα Καβάκο. Την Κάρμεν» του Μπιζέ από την Όπερα της Ζυρίχης με την Αγνή Μπάλτσα και τον Χοσέ Καρέρας. Την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης με μαέστρο τον Ρικάρντο Μούτι, το ρεσιτάλ του Λουτσιάνο Παβαρότι, αλλά και εκείνο του Πλάθιντο Ντομίνγκο, τη συναυλία του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, αλλά και του Έλτον Τζον και του Φίλιπ Γκλας.

Και, βέβαια, τη συναυλία του Μάνου Χατζιδάκι με την Νάνα Μούσχουρη. Και πολλά πολλά ακόμη…

Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Στο Ηρώδειο όλα αυτά. Το σημείο αναφοράς της πολιτιστικής ζωής της Αθήνας κάθε καλοκαίρι, εδώ και 64 χρόνια, με τα μεγαλύτερα ονόματα διεθνώς της τέχνης να ανεβαίνουν στη σκηνή του κάτω από την προστατευτική σκιά της Ακρόπολης. Κι εμείς, ανάλογα με το βαλάντιό του ο καθένας, άλλοτε άνετοι στο κάτω διάζωμα κι άλλοτε στα «ορεινά», κοντά στα λεγόμενα «βραχάκια», όπου σκαρφάλωναν κάποιοι τολμηροί, αν και τώρα εξέλειπαν κι αυτοί…

Όση δόξα δεν έζησε αυτό το θέατρο -ωδείο βεβαίως στην πραγματικότητα- όταν κτίσθηκε, αφού λειτούργησε το πολύ έναν αιώνα, έρχεται τώρα, 2000 χρόνια μετά, να την αναπληρώσει.

Οι αρχαίες μαρτυρίες, βέβαια, αλλά και οι έρευνες που έχουν γίνει σήμερα μιλούν για ένα πραγματικό αριστούργημα όσον αφορά στην αρχιτεκτονική του, την κατασκευή και την κόσμησή του με τα χρωματιστά μάρμαρα, τα μωσαϊκά, τους κίονες, τα αγάλματα.  Ελάχιστα από όλα αυτά διασώθηκαν δυστυχώς. Λεηλασίες, πυρκαγιά, καταστροφές και εγκατάλειψη το παρέδωσαν στον 19ο αιώνα, μετά την Ελληνική Επανάσταση, σε μορφή ερειπίου.

Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Το τρίτο ωδείο

Το Ηρώδειο τη νύχτα έχει τη μαγεία που συνδυάζεται με την προσμονή και την απόλαυση της τέχνης. Την μέρα, όμως, αποκαλύπτεται πραγματικά. Πρόκειται για ένα δώρο προς την αγαπημένη του Αθήνα από τον Τιβέριο Κλαύδιο Αττικό Ηρώδη, τέκνο του ηρωικού γένους των Αιακιδών, που έβγαλε τον Μιλτιάδη, νικητή του Μαραθώνα και τον στρατηγό Κίμωνα.

Από πλούσια οικογένεια, ρήτορας και σοφιστής, ο Ηρώδης Αττικός (101-177 μ.Χ.) ανήγειρε αυτό το πολυτελέστατο «επί Ρηγίλλη Ωδείον», στη μνήμη της προσφιλούς του συζύγου Ρήγιλλας, Ρωμαίας πατρικίας, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, το 160 μ.Χ. Ο καθηγητής Μανόλης Κορρές, που έχει μελετήσει διεξοδικά το μνημείο τοποθετεί την ανέγερσή του μεταξύ του 161 και 169 μ.Χ., σε χρόνο ρεκόρ δηλαδή για τέτοιο οικοδόμημα. Και το βέβαιο είναι ότι ο περιηγητής
Παυσανίας, που επισκέφθηκε την Αθήνα το 174 μ.Χ, το χαρακτηρίζει ως «το αξιολογότερο από όλα τα άλλα οικοδομήματα του είδους».

Εδώ να σημειωθεί, πάντως, ότι επρόκειτο για το τρίτο ωδείο της Αθήνας, αφού το πρώτο, που είχε κτισθεί από τον Περικλή, το είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ., ενώ το δεύτερο, που κτίσθηκε στην Αγορά περί το 15 π.Χ από τον Αγρίππα, στρατηγό του Αυγούστου, είχε καταρρεύσει.

Άποψη του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού το 1787. Στη σκηνή βόσκουν τα άλογα του φρούραρχου της Ακρόπολης.

Ασύλληπτος πλούτος

Το Ωδείο κτίσθηκε στην νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης και είχε χωρητικότητα 5.000 ατόμων. Το κοίλο του έχει ημικυκλικό σχήμα, με διάμετρο 76 μ. και είχε
λαξευθεί στο βράχο. Όπως ξέρουμε, διαιρείται σε δύο διαζώματα, από έναν διάδρομο πλάτους 1,20 μ. και έχει 32 σειρές εδωλίων, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από μάρμαρο.

Στον ανώτερο διάδρομο, ωστόσο, υπήρχε περιμετρικός τοίχος με αβαθείς εσοχές, που θεωρείται ότι λειτουργούσαν ως ηχεία, ενισχύοντας την ακουστική του χώρου. Αντίστοιχα, στο κάτω διάζωμα είναι πιθανόν να υπήρχαν ορειχάλκινα «ηχεία» για τον ίδιο λόγο. Σε κάτοψη, πάντως, το κοίλο ξεπερνά το ημικύκλιο ενώ, όπως είναι γνωστό, στις δύο άκρες του υπάρχουν τα μνημειώδη κλιμακοστάσια, οι είσοδοι των οποίων είχαν ψηφιδωτά.

Η πρώτη σειρά των καθισμάτων, που χωρίζεται από έναν μικρό διάδρομο από την δεύτερη, ήταν οι προεδρίες του θεάτρου, για τους επισήμους δηλαδή, όπως και σήμερα. Η ορχήστρα είναι επίσης ημικυκλική, με διάμετρο 19 μ., ενώ η σκηνή που έχει σχήμα ορθογώνιο είναι υπερυψωμένη, έχει μήκος 35 μέτρα και ο τοίχος της, που έχει σωθεί σε ύψος 28 μ., έφθανε αρχικά σε τρεις ορόφους. Πίσω από τη σκηνή, εξάλλου, υπήρχε ένα μακρύ οικοδόμημα για τις ανάγκες των παραστάσεων.

Το Ηρώδειο το 1853 – 54

«Το εσωτερικό του Ηρωδείου διέθετε ασύλληπτο πλούτο. Τα έδρανα -συμπαγή μαρμάρινα-, η ορχήστρα, στρωμένη με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου και οι τοίχοι με τις πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις αποτελούσαν ένα σύνολο απερίγραπτης ομορφιάς», σημειώνει ο Μανόλης Κορρές. Και συνεχίζει: «Η σκηνή διέθετε την τυπική για ένα ρωμαϊκό θέατρο πρόσοψη. Μικρές συνθέσεις πάνω στο αρχιτεκτονικό θέμα του δίστυλου ναΐσκου, αποτελούμενες από κορινθιακούς κίονες, παραστάδες και θριγκούς, ανεδείκνυαν αγάλματα στημένα σε κόγχες, όλα από πολυτελή μάρμαρα. Εξαιρετικά μωσαϊκά σε γεωμετρικά και φυτικά σχέδια κάλυπταν τα δάπεδα των κλειστών χώρων. Ακόμη και η αρχικά αφανής τοιχοποιία ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη, καθώς ήταν δομημένη με πώρινους ορθογώνιους λαξευμένους λίθους με ενδιάμεση πλήρωση από χυτό λιθόδεμα, που, σε ορισμένα σημεία, φτάνει το πάχος των 2,70 μέτρων».

Η ξύλινη στέγη

Το πιο σημαντικό στοιχείο του Ηρωδείου, ωστόσο, ήταν η στέγασή του. Δύσκολα αποδέχονταν μέχρι πρότινος οι επιστήμονες ότι αυτό το οικοδόμημα των τριών και πλέον στρεμμάτων σε έκταση, με άνοιγμα 52 μέτρων από τον τοίχο της σκηνής ως πίσω από το κοίλο θα μπορούσε να έχει μία ενιαία στέγη. Κι όμως, όπως απέδειξε μετά από εκτεταμένη έρευνα ο Μανόλης Κορρές, στέγη πράγματι υπήρχε και αυτό ήταν φυσικά μέγα τεχνολογικό επίτευγμα (ακόμα και για την εποχή μας, αν το σκεφτεί κανείς).

Το τεράστιο πάχος των τοίχων, η ύπαρξη πολύ μεγάλων παραθύρων, που θα ήταν άχρηστα σε ένα ασκεπές ή ημισκεπές κτήριο, το μεγάλο ύψος του τοίχου επάνω από την ανώτατη σειρά καθισμάτων (11,5μ.), το οποίο ήταν αναγκαίο μόνο για να υπάρχουν παράθυρα και, ακόμη, οι ενισχύσεις στον πρόσθιο και οπίσθιο τοίχο συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία για την παρουσία στέγης.

Το θέατρο το 1868 μόλις απομακρύνθηκαν οι επιχώσει

Όπως γράφει και ο Φιλόστρατος, «ανέθηκε δε Ηρώδης και το επί Ρηγίλλη θέατρον, κέδρου ξυνθείς τον όροφο, η δε ύλη και εν αγαλματοποιίαις σπουδαία». Αυτή η ξύλινη στέγη, εξάλλου, συνετέλεσε πολύ στην καταστροφή του θεάτρου το 267 μ.Χ., ύστερα από πυρκαγιά, κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων, που κυριολεκτικά ισοπέδωσαν την Αθήνα. Τα υπολείμματα αυτής της πυρκαγιάς, ένα παχύ στρώμα στάχτης, βρέθηκε από τις ανασκαφές του 1858 μέσα στο κοίλο και την ορχήστρα, μαζί με θραύσματα από κεραμίδια, πολλά από οποία είχαν σφραγίδες με τα αρχικά του Ηρώδου και της Ρήγιλλας, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες ασβεστοποίησαν τα μάρμαρα και έλιωσαν ακόμη και τα καρφιά.

Λεηλασίες και κατάχωση

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα υλικά του κτηρίου άρχισαν να λεηλατούνται, ενώ πολύ γρήγορα, στον 3ο αιώνα δηλαδή, ο νότιος τοίχος του εντάχθηκε στην οχύρωση της πόλης της Αθήνας. Την ίδια εποχή, κτίσθηκε μέσα στο κοίλο ένα μικρό εκκλησάκι, αλλά και κάποια σπίτια. Σιγά σιγά όμως και καθώς οι αιώνες περνούσαν, το κοίλο καταχώθηκε και εξαφανίστηκε, ενώ απέμεινε ορατό μόνον το σκηνικό οικοδόμημα. Κι αυτό, όμως, ενσωματώθηκε τον 13ο αιώνα στο τείχος που περιέβαλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης, το λεγόμενο Ριζόκαστρο.

Έναν αιώνα αργότερα, δεν διακρίνονταν ούτε καν οι είσοδοι, έτσι που ο Ιταλός περιηγητής Νίκολο ντα Μαρτίνι να θεωρήσει ότι επρόκειτο για γέφυρα. Και άλλοι, όμως, στο Μεσαίωνα έδιναν τις δικές τους ερμηνείες, όπως ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, που πίστευε ότι ήταν η Ακαδημία του Αριστοτέλη ή άλλοι ότι ήταν τα ανάκτορα του Μιλτιάδη και του Λεωνίδα!

Παράσταση στο Ηρώδειο, που δεν έχει αναστηλωθεί ακόμη, με ελάχιστους θεατές (1928- 1934)

Ο πρώτος που κατάλαβε, εν τέλει, ότι επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου Αττικού ήταν ένας Άγγλος αρχαιολόγος, ο Ρίτσαρντ Τσάντλερ το 1764, παρ΄ότι το κοίλο ήταν πια ένα σπαρμένο χωράφι. Λίγο αργότερα, πάντως, το 1778, το οικοδόμημα αποτέλεσε μέρος του Τείχους του Χασεκή.

Στην Ελληνική Επανάσταση έπαιξε και το Ηρώδειο το δικό του ρόλο, αφού, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους το 1826, ο Γάλλος φιλέλληνας και στρατηγός Φαβιέρος με τους στρατιώτες του πέρασαν μέσα από τα τόξα του οικοδομήματος για να ανεβούν στον ιερό βράχο και να ανεφοδιάσουν τους πολιορκούμενους Έλληνες με τρόφιμα και πυρίτιδα.

Η παλιά αίγλη

Οι πρώτες αποχωματώσεις και οι δοκιμαστικές ανασκαφές έγιναν το 1848-1858 από τον πρωτοπόρο αρχαιολόγο και αγωνιστή του ΄21 Κυριακό Πιττάκη. Το έργο του ήταν πολύ δύσκολο, αφού έπρεπε να αφαιρέσει επιχώσεις που έφθαναν στα 12 μέτρα πάνω από τη στάθμη της ορχήστρας. Μάλιστα, δεν ήταν μόνον χώμα, αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη από τα οικοδομήματα της Ακρόπολης, καθώς και κομμάτια από γλυπτά.

«…τα αρχαία ξαναδίνουν στον τόπο την παλιά του αίγλη και οι κάτοικοί του, βλέποντάς τα αναστηλωμένα, αισθάνονται ότι ξαναζούν στην εποχή των προγόνων τους, ελκύουν όμως και τους ξένους, τους Ευρωπαίους…», έγραφε ο ίδιος και εργάστηκε πράγματι σε όλη του τη ζωή για τον σκοπό αυτό. Το Ηρώδειο, μάλιστα, μετά τους πρώτους καθαρισμούς και με ελάχιστες επεμβάσεις, άρχισε να χρησιμοποιείται.

Επισκέπτες στο Ηρώδειο στη δεκαετία του΄20. Το άνω διάζωμα είναι
κατεστραμμένο

Ως πρώτη παράσταση αναφέρεται η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή το 1867, ενώ από τα τέλη του αιώνα αρχίζουν να γίνονται και κάποια στοιχειώδη έργα αναστήλωσης, για τα οποία πιέζουν οι θίασοι που έχουν συγκροτηθεί στο μεταξύ για την αναβίωση του αρχαίου δράματος. Το 1936, με δαπάνη του Εθνικού Θεάτρου τοποθετούνται ξύλινα εδώλια στο κάτω διάζωμα του Ηρωδείου και το 1938 συμπληρώνονται και στερεώνονται οι θολίτες στα τοξωτά ανοίγματα του ανώτερου τμήματος της πρόσοψης του κτηρίου.

Η αναμαρμάρωση, όμως, του θεάτρου, αφού όλο το μάρμαρο είχε διαρπαγεί, καθώς και η πλήρης αναστήλωσή του θα αποφασιστεί από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 1947, για να αρχίσει ουσιαστικά το 1952, με έξοδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Μάρμαρο Διονύσου χρησιμοποιήθηκε παντού. Και, όπως έγραφε αργότερα ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Ι. Τραυλός, «προς τον σκοπόν καλυτέρας εξυπηρετήσεως των εν τω Ωδείω διδομένων συγχρόνων παραστάσεων εκτελούνται υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Α. Ορλάνδου εργασίαι αναστηλώσεων και ανακατασκευής των εδωλίων».

Καφενείο στην πλατεία μπροστά στο Ηρώδειο, 1934

Το Φεστιβάλ Αθηνών

Και μια που το Ηρώδειο ήταν σχετικά έτοιμο, έπρεπε να αποφασιστεί και η χρήση του. Υπουργός Προεδρίας της κυβερνήσεως Παπάγου ο Γεώργιος Ράλλης βλέπει την ίδρυση ενός Φεστιβάλ, αντίστοιχου με εκείνο της Επιδαύρου, που είχε εγκαινιαστεί το 1954. Προσκαλεί από την Αμερική τον Ντίνο Γιαννόπουλο, που ήταν τότε σκηνοθέτης στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, για να συνεισφέρει με τις γνώσεις του και έτσι δημιουργείται το Φεστιβάλ Αθηνών, με στόχο να περιλαμβάνει «συμφωνικάς συναυλίας, μελοδράματα, αρχαίας τραγωδίας και άλλας εκδηλώσεις, εμπνευσμένας κατά το πλείστον από την ελληνικήν ιστορία, μυθολογίαν και λογοτεχνίαν».

Στην πάροδο του χρόνου, οι αρχικές προθέσεις ανατράπηκαν βέβαια και το …αρχαιοελληνικό μπουζούκι πήρε την σκυτάλη, αλλά έτσι είναι η εξέλιξη. Η πρώτη εκδήλωση, πάντως, πραγματοποιήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1955 και ήταν μία συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, με μαέστρο τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη.

Η οργάνωση του «Φεστιβάλ Αθηνών», εξάλλου, ανατέθηκε στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, ενώ στην πρώτη κιόλας χρονιά θα δώσουν το παρών ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού και ο μεγάλος Δημήτρης Μητρόπουλος, στην επομένη η Άννα Συνοδινού και το 1957 θα δοθεί το ρεσιτάλ της Μαρίας Κάλλας.

Η Μαρία Κάλλας με τον αρχιμουσικό Αντονίνο Βόττο, το 1957 στο ρεσιτάλ της στο Ηρώδειο

Στο μεταξύ, διαμορφώνεται και ο χώρος κάτω από την Ακρόπολη και μπροστά από το Ηρώδειο, όπου ως τότε υπήρχαν διάφορες πρόχειρες κατασκευές με καφενεία και αναψυκτήρια. Το έργο εκτελεί, όπως είναι γνωστό, ο σπουδαίος Δημήτρης Πικιώνης, ο οποίος διαμορφώνει και την είσοδο με την μνημειακή σκάλα, που όλοι γνωρίζουμε.

Μεγάλα ονόματα του διεθνούς καλλιτεχνικού στερεώματος αρχίζουν πλέον να έρχονται στο Ηρώδειο: Λέοναρντ Μπερνστάιν, Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, Μαργκότ Φοντέιν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ, Αράμ Χατσατουριάν, Γεχούντι Μενουχίν, Σβιατοσλάβ Ρίχτερ και, φυσικά, όλο το ποιοτικό δυναμικό της χώρας. Εξάλλου, ακόμη και το ράλι Ακρόπολις από εδώ μπροστά ξεκινούσε από το 1953 που καθιερώθηκε.

Η χρήση, ωστόσο, έφερε και την κατάχρηση κι αυτή τα προβλήματα. Το Ηρώδειο λειτουργεί πλέον όλο το καλοκαίρι, με εκδηλώσεις και εκτός του Φεστιβάλ Αθηνών, έτσι η Αρχαιολογική Υπηρεσία πασχίζει στο τέλος κάθε περιόδου να αποκαθιστά με κόπο και κόστος τις φθορές που έχουν γίνει: Τρύπες στο σκηνικό οικοδόμημα από το κάρφωμα των σκηνικών, μάρμαρα σπασμένα, ακόμη και τα μυριάδες σημάδια από τις κολλημένες τσίχλες.

Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν διευθύνει στο Ηρώδειο τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ηρωδείου το 1962

Ως πριν από λίγα χρόνια, υπήρχε και το πρόβλημα από τα τακούνια των γυναικείων παπουτσιών, που άφηναν χιλιάδες τρύπες στα δάπεδα όλου του θεάτρου, αλλά πλέον έχουν απαγορευτεί. Καθισμένοι σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, ζούμε φέτος το καλοκαίρι και στο Ηρώδειο μιαν άλλη συνθήκη. Το άρωμα της διπλανής κυρίας δεν φθάνει τόσο έντονο ως εμάς, τα πόδια μας δεν κλωτσούν την πλάτη του μπροστινού, οι τσάντες δεν αποτελούν πρόβλημα. Ταυτόχρονα, κι ένα ακόμη περιστατικό στην ιστορία του θεάτρου.

Ας το θυμόμαστε έτσι.