Καθ΄ υπερβολήν ασφαλώς αυτό που έχει λεχθεί από τους ειδικούς της βυζαντινής τέχνης αλλά όχι πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Τέτοια είναι η σημασία του εικονογραφικού διάκοσμου του ναού –καθολικού της Μονής, καθώς δείχνει όλη τη λαμπρότητα της τέχνης, που άνθησε στην Κωνσταντινούπολη στους δύο αιώνες της δυναστείας των Παλαιολόγων (1258-1453). Περιόδους παρακμής, όπως είναι γνωστό, σε στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο αλλά όχι και στην τέχνη, όπου υπήρξε μία πραγματική αναγέννηση, με την καλλιέργεια παράλληλα, του βυζαντινού ανθρωπιστικού πνεύματος.
Κάτω από στρώσεις ασβέστη είχε καλυφθεί από τους Οθωμανούς μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης όλο αυτό το ελεύθερο πνευματικό και καλλιτεχνικό ρεύμα _αναρωτιέται κανείς σε τι ύψη θα έφθανε αν δεν ανακοπτόταν βίαια _ άγνωστο όμως σήμερα ακόμη, ποιον βάρβαρο τρόπο θα επινοήσουν οι Τούρκοι για να το «εξαφανίσουν» εκ νέου. Η βαθιά, σκοτεινή ισλαμοποίηση στην οποία βυθίζει τη χώρα του ο Ερντογάν δεν επιτρέπει την λάμψη του φωτός που καταυγάζουν οι θαυμαστές εικόνες που κοσμούν τον ναό. Όπως έχει πει ο Σεφέρης «Στην Παναγιά της Χώρας …Κι εδώ συνέχεια της καταστροφής. Αυτά τα παλιά μνημεία, είναι τα χριστιανικά που αντιπαθούν το περισσότερο…» (Μέρες Ε΄ Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου, Πόλη).
Η αποκαθήλωση του Κεμάλ
Πριν από ένα χρόνο είχε εκδοθεί η απόφαση του Ανώτατου Τουρκικού Δικαστηρίου για την μετατροπή της Μονής της Χώρας, που λειτουργούσε ως μουσείο σε τζαμί αλλά ως τώρα δεν είχε εφαρμοστεί. Ενδεχομένως, όπως λένε και τα ξένα μέσα ενημέρωσης, γιατί ο αναμενόμενος από τον Ερντογάν αντίκτυπος στο εσωτερικό τη χώρας του και η προσδοκώμενη άνοδος της δημοτικότητάς του δεν θα ήταν τόσο μεγάλα, όσο με την Αγία Σοφία, η οποία θεώρησε, ότι πρέπει να προηγηθεί.
Η «μέθοδος» πάντως ήταν η ίδια και στις δύο περιπτώσεις: Μία προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο του «Συνδέσμου Προσφοράς στα Βακούφια, τα Ιστορικά Μνημεία και το Περιβάλλον» κατ΄ εντολήν φυσικά του Ερντογάν. Στην συνέχεια την απόφαση έλαβε το ίδιο τμήμα του τουρκικού ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, που μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί και έτσι η Μονή της Χώρας μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας. Μία ακόμη εχθρική ενέργεια προς τον Χριστιανισμό, προκλητική απέναντι σε ένα μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και απορριπτική του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ, η αποκαθήλωση του οποίου έχει φθάσει σε σημείο εξευτελισμού.
Πλέον όμως πρόκειται για έναν κατήφορο, που κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει. Πέραν της γενικότερης απειλητικής στάσης της Τουρκίας στη Μεσόγειο και το Αιγαίο ο πρόεδρός της συμπεριφέρεται σαν ένας ισλαμιστής τρομοκράτης, όπως αυτοί που τα τελευταία χρόνια παρακολουθούσε ο κόσμος να καταστρέφουν μνημεία σε χώρες σαν την Συρία.
Να σημειωθεί ότι η Μονή της Χώρας, αφού λεηλατήθηκε με την Άλωση, μετατράπηκε το 1511 σε τζαμί _Καριγέ τζαμί_ με την προσθήκη ενός μιναρέ ενώ μουσείο αποφασίστηκε να γίνει το 1948, όταν άρχισε να αποκαλύπτεται ο μοναδικός της διάκοσμος. Έργο, το οποίο ξεκίνησε ο αμερικανός αρχαιολόγος Thomas Whittemore, ο ίδιος που με εντολή του Κεμάλ είχε αρχίσει την αποκάλυψη και συντήρηση των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας. Ως μουσείο λειτούργησε από το 1958.
Η Χώρα
Η «Μονή Αγίου Σωτήρος εν τη Χώρα» ήταν αφιερωμένη στον Χριστό Σωτήρα και όσο για την επικρατούσα ονομασία της θεωρείται ότι προέκυψε από το γεγονός, ότι ένας πρώτος ναός που είχε κτισθεί στην ίδια θέση βρισκόταν έξω από τα τείχη που είχαν κατασκευαστεί επί Κωνσταντίνου Α΄. Έτσι η ονομασία διατηρήθηκε, ακόμη και όταν ο Θεοδόσιος Β΄ την περιέλαβε μέσα στα νέα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Ισχυρή θεολογικά ωστόσο είναι η ερμηνεία που έχει αφετηρία την φράση «η Χώρα» του Ακάθιστου Ύμνου, η οποία απαντάται συχνά στα ψηφιδωτά της Μονής: «Χαίρε η χωρήσασα τον χωρήσαντα πάντα» και η «χώρα του αχωρήτου». Στον διάκοσμο της εκκλησίας άλλωστε η μορφή της Παναγίας κατέχει πρωτεύουσα θέση ενώ οι απεικονίσεις του Χριστού συνοδεύονται από την φράση «η χώρα των ζώντων» από τον ψαλμό 116.9.
Σύμφωνα με την παράδοση η Μονή ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα από τον άγιο Θεόδωρο αλλά το βέβαιο είναι ότι η ανέγερση του ναού έγινε πολύ αργότερα, το 1077-81από την Μαρία Δούκαινα που ήταν πεθερά του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, όντως πάνω σε παλαιότερο κτίσμα. Μερικά χρόνια αργότερα όμως υπέστη μεγάλες ζημιές, ενδεχομένως από κάποιο σεισμό, οπότε, το 1120 έγιναν επισκευές από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό. Την τελική μορφή της όμως, αυτή που έχει φθάσει ως σήμερα έλαβε, μεταξύ 1316 και 1321χάρις σε έναν κορυφαίο αξιωματούχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εξέχοντα λόγιο, τον Θεόδωρο Μετοχίτη, λάτρη και γνώστη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Επιστήμης και Τέχνης με σημαντικό συγγραφικό έργο.
«Λογοθέτης του Γενικού» επί Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332) αφού μερίμνησε για την ανακαίνιση του κτηρίου πρόσθεσε τον εξωνάρθηκα και το νότιο παρεκκλήσι και τα διακόσμησε με τα περίφημα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, που θεωρούνται αριστουργήματα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Εικονίζεται μάλιστα και ο ίδιος σε ένα ψηφιδωτό, που βρίσκεται πάνω από την βασίλεια πύλη, πλούσια ενδεδυμένος αλλά γονυπετής να προσφέρει στον ένθρονο Χριστό ένα ομοίωμα του ναού. Ο ίδιος επίσης έκτισε κοντά στη Μονή και ένα νοσοκομείο ενώ κληροδότησε σ΄αυτήν, εκτός από σημαντική περιουσία και την σπουδαία συλλογή του από χειρόγραφα και βιβλία, εμπλουτίζοντας έτσι την βιβλιοθήκη που ήδη υπήρχε. Στη Μονή της Χώρας εξάλλου πέρασε και τα τελευταία χρόνια ως μοναχός Θεόληπτος και εκεί ετάφη.
Υψηλή τέχνη
Ευαισθησία, λεπτότητα, λυρισμός, υψηλή αισθητική και άψογη τεχνική εκτέλεση χαρακτηρίζουν τον εικονογραφικό διάκοσμο του ναού απηχώντας τα εκλεπτυσμένα γούστα της βυζαντινής αριστοκρατίας της εποχής. Ο καλλιτέχνης άγνωστος αλλά η τέχνη του μεγάλη. Και όσον αφορά το ιδεολογικό – θρησκευτικό μέρος αποκαλύπτεται, σύμφωνα με τους μελετητές μια βαθιά θεολογική σκέψη, καθώς και υψηλή εκκλησιαστική και λόγια παιδεία, που χαρακτήριζαν τον Θεόδωρο Μετοχίτη, εμπνευστή του έργου. Εντυπωσιακές θεωρούνται οι μορφές των αγίων που απεικονίζονται σε ασυνήθιστες για τη βυζαντινή τέχνη στάσεις. Συχνά μάλιστα μοιάζει να αιωρούνται στον εικονογραφημένο χώρο, ο οποίος παραπέμπει πολύ σε πρότυπα της Ελληνιστικής εποχής.
Τα πρόσωπα έχουν μία ήρεμη εκφραστικότητα, τα σώματα είναι αρμονικά ενώ τη μεγάλη ένταση δίνει το φωτεινό και ζωντανό χρώμα, που ο καλλιτέχνης δεν φοβάται να χρησιμοποιεί.
Οι μορφές του Χριστού και της Θεοτόκου κυριαρχούν αλλά υπάρχουν και οι απεικονίσεις των τεσσάρων μελωδών αγίων, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Κοσμά Υμνογράφου, του Θεοφάνη Γραπτού και του Ιωσήφ Υμνογράφου, που δημιούργησαν τη βασική υμνογραφία της Ορθοδοξίας, επίσης η παράσταση της κλίμακας του Ιακώβ αλλά και μία άγνωστη γυναικεία μορφή, η μοναχή Μελάνη, «κυρά των Μουγουλίων», σύμφωνα με την επιγραφή, που θεωρείται ότι ήταν μία από τις πριγκίπισσες του οίκου των Παλαιολόγων που παντρεύτηκαν ηγεμόνες των Μογγόλων.
Δεν λείπει ωστόσο και ο Ισαάκιος Κομνηνός, που είχε κάνει την δεύτερη ανοικοδόμηση του ναού.
Όλα τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες πάντως βρίσκονται στο επάνω τμήμα του ναού καθώς και στους θόλους ενώ όλο το κάτω μέρος καλύπτεται από ορθομαρμάρωση, μια πρακτική, η οποία βοήθησε πολύ στη διατήρηση του διάκοσμου από κάθε είδους επιβουλές, ακόμα και από αυτούς που θα ήθελαν να αφαιρέσουν ψηφίδες για φυλακτό.