Τα φώτα είναι τα «μάτια», η εισαγωγή αέρα το «στόμα», το εμπρός μέρος το «πρόσωπο» και βέβαια το αμάξωμα είναι το «σώμα», με τους «ώμους» και τους «γλουτούς» να καθορίζονται από τα φτερά. Ο σχεδιασμός των αυτοκινήτων είναι γεμάτος από ανθρώπινα στοιχεία που παραμένουν ζωντανά μέχρι και σήμερα. Ποια όμως είναι η προέλευση αυτής της φιλοσοφίας;

Τα πρώτα αυτοκίνητα αποτελούσαν απλά κάρα χωρίς άλογα. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, οι αμαξοποιοί («coachbuilders») ήταν οι ειδικοί στη διαμόρφωση των μεταλλικών επιφανειών. Χτυπούσαν με εργαλεία χειρός τα φύλλα μετάλλου πάνω σε ξύλινα καλούπια, δημιουργώντας μοναδικά μοντέλα με πλούσιες ελκυστικές καμπύλες που αναζητούσαν τις ιδανικές οργανικές μορφές. Με την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής, οι φόρμες απλοποιήθηκαν με δεδομένο ότι οι τότε πρέσες δεν επέτρεπαν τη δημιουργία πολύπλοκων τρισδιάστατων σχημάτων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αυτές οι δύο «σχολές» παραγωγής οδήγησαν σε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Από τη μια το «ανθρωπομορφικό αυτοκίνητο» και από την άλλη το «αυτοκίνητο του αύριο». Αυτή η αντίθεση είναι ξεκάθαρη στις 33 Stradale και Carabo, δύο εντελώς διαφορετικά μοντέλα σε αισθητικό επίπεδο, τα οποία όμως μοιράζονταν την ίδια τεχνική βάση.

Σχεδιάζοντας πάνω στην ίδια πλατφόρμα

Η 33 Stradale και η Carabo δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές. Η μία όλο ένταση και όγκους, όπως οι μύες ένας δρομέα που πλησιάζει στον τερματισμό των 100μ., και η άλλη γεμάτη ευθείες και γωνίες αναζητώντας την αισθητική του μέλλοντος. Δεν ήταν απλά δυο διαφορετικές ερμηνείες, αλλά δυο διαφορετικοί κόσμοι.

Η κοινή τεχνική βάση των δύο μοντέλων είναι η σύνθεση 50 χρόνων αγωνιστικής εμπειρίας της Alfa Romeo. Η τεχνολογία, το πάθος, η τόλμη στην επιλογή των υλικών και του στιλ και βέβαια η καινοτομία και η δημιουργικότητα, αποτελούν τα υλικά που δημιούργησαν την Tipo 33 και τα «παιδιά» της.

Η άσβηστη επιθυμία

Η επιθυμία της μάρκας να συναγωνίζεται δεν έσβησε ποτέ. Το 1964 ο τότε πρόεδρος της Alfa Romeo, Giuseppe Luraghi, αποφάσισε πως ήταν η στιγμή για την εταιρεία να επιστρέψει και επίσημα στους αγώνες. Για τη δημιουργία της αγωνιστικής ομάδας εξαγόρασε την Autodelta, μια εταιρεία από το Ούντινε, η οποία ήδη συμμετείχε στην παραγωγή της TZ. Μαζί με την Autodelta επέστρεψε στην Alfa Romeo και ο Carlo Chiti, ο οποίος εργαζόταν στο εργοστάσιο του Portello την περίοδο 1952-1957, για να αναλάβει επικεφαλής της νέας εργοστασιακής ομάδας.

Την ίδια χρονιά ξεκίνησε το πρόγραμμα 33. Ο Luraghi ζήτησε από την ομάδα ένα αυτοκίνητο που θα αγωνιζόταν με στόχο τις διακρίσεις και τη δημοσιότητα στο World Sportscar Championship.

Η Autodelta

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η Autodelta μετακινήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Μιλάνο, πλησιέστερα στο εργοστάσιο της Alfa Romeo, αλλά κυρίως πλησιέστερα στην πίστα δοκιμών του Balocco.

Το πρώτο πλαίσιο Tipo 33 που δημιουργήθηκε από την Alfa Romeo, έφτασε στις εγκαταστάσεις της Autodelta το 1965. Ήταν μια ασύμμετρη, σχήματος «Η», κατασκευή από σωλήνες κατασκευασμένους από κράμα αλουμινίου με ενσωματωμένα δοχεία καυσίμου. Στο εμπρός μέρος, ένα κατασκευασμένο από μαγνήσιο υποπλαίσιο στήριζε την ανάρτηση, τα ψυγεία, το τιμόνι και τα πεντάλ. Ο κινητήρας και το κιβώτιο ταχυτήτων ήταν τοποθετημένα στο κέντρο και προς τα πίσω κατά το διαμήκη άξονα. Το αμάξωμα ήταν κατασκευασμένο από υαλονήματα, ώστε το βάρος να περιοριστεί στα 600 κιλά, το ελάχιστο βάρος που επέτρεπαν οι κανονισμοί. Για ακόμα μια φορά το χαμηλό βάρος ήταν το μυστικό όπλο της Alfa Romeo.

Η κατάκτηση των Παγκόσμιων Τίτλων Κατασκευαστών το 1975 και το 1977

Τα στενά χρονικά περιθώρια που είχε το πρόγραμμα εξέλιξης, ήταν μη ρεαλιστικά για ένα τόσο φιλόδοξο πρόγραμμα. Θα περνούσαν σχεδόν δύο χρόνια πριν η 33 να είναι έτοιμη να αγωνιστεί. Στις πρώτες δοκιμές το αυτοκίνητο εφοδιάστηκε με το κινητήρα της ΤΖ2, έναν 4κυλινδρο χωρητικότητας 1.570κ.εκ. Παράλληλα εξελισσόταν ένας νέος 2λιτρος V8, ο οποίος, όταν τελικά παρουσιάστηκε, απέδιδε 230 ίππους.

Η πρώτη 33 που αγωνίστηκε πήρε αμέσως το προσωνύμιο «Periscopica», λόγω της εισαγωγής αέρα που ξεπεταγόταν πάνω από το roll bar. Το ντεμπούτο της έγινε στον αγώνα του Fléron, κοντά στη Λιέγη. Οδηγός ήταν ο επικεφαλής δοκιμαστής της Autodelta, Teodoro Zeccoli. Μετά από εξαντλητικές προετοιμασίες, η 33, μπήκε στο χώρο των αγώνων στις 12 Μαρτίου του 1967 και αμέσως ξεκίνησε να κερδίζει.

Η μακρά πορεία νικών σε μερικές από τις διασημότερες πίστες ,οδήγησε τελικά στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Τίτλου Κατασκευαστών από την 33 το 1975 και το 1977.

Ο αριστοκράτης από τη Φλωρεντία που ήθελε να γίνει σχεδιαστής

Όταν η Alfa Romeo αποφάσισε να φτιάξει ένα πολύ μικρό αριθμό από 33 για ιδιώτες, χρειαζόταν μια καινούργια εμφάνιση. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Franco Scaglione. Γεννημένος στη Φλωρεντία από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ο Scaglione σπούδασε αεροναυπηγική και στη συνέχεια κατατάχθηκε στο στρατό. Κατά τη διάρκεια του 2ου Π.Π. μετατέθηκε στη Λιβύη και αιχμαλωτίστηκε στο Τομπρούκ. Επιστρέφοντας στην Ιταλία το 1946, αποφάσισε να γίνει σχεδιαστής αυτοκινήτων και εργάστηκε πρώτα για τον Pinin Farina, μετά για τον Bertone και τελικά σαν ανεξάρτητος σχεδιαστής.

Ο Scaglione χρησιμοποίησε όλες τις τεχνικές του γνώσεις και την αισθητική του τόλμη κατά το σχεδιασμό της 33 Stradale, δημιουργώντας ένα αριστούργημα που συνδυάζει το στιλ με την αναζήτηση της αεροδυναμικής απόδοσης και της λειτουργικότητας.

Η 33 Stradale

Το καπό της 33 Stradale ανοίγει τελείως, ώστε να επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στα μηχανικά μέρη. Για πρώτη φορά σε ένα αυτοκίνητο για το δρόμο οι πόρτες άνοιγαν προς τα πάνω, επιτρέποντας την ευκολότερη πρόσβαση σε ένα όχημα με ύψος λιγότερο από ένα μέτρο. Η μόνη διαφορά σε σχέση με την αγωνιστική έκδοση ήταν η επιμήκυνση του μεταξονίου κατά 10εκ. και η αντικατάσταση του υλικού για το σκελετό από αλουμίνιο σε ατσάλι. Ο κινητήρας ήταν ο ίδιος της Tipo 33, κατασκευασμένος από αλουμίνιο και μαγνήσιο με μηχανικό έμμεσο ψεκασμό και ξηρό κάρτερ για τη λίπανση. Για την «αναπνοή» φρόντιζαν οι δύο εκκεντροφόροι επικεφαλής που κινούσαν τις δύο βαλβίδες ανά κύλινδρο, όπως δύο ήταν και τα μπουζί ανά κύλινδρο. Σε ένα τόσο ελαφρύ αυτοκίνητο, οι 230 ίπποι εξασφάλιζαν τελικά ταχύτητα 260χλμ./ώρα και επιτάχυνση 0-100χλμ./ώρα σε 5,5 δευτερόλεπτα.

Η πρεμιέρα στη Monza

Το αυτοκίνητο παρουσιάστηκε επίσημα στο σαλόνι αυτοκινήτου του Τορίνο το 1967, όμως λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε αποκαλυφθεί σε ένα μικρό γκρουπ ειδικών. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1967, ο 9ος αγώνας του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Formula 1 πραγματοποιούταν στη Monza. Ο αγώνας πέρασε στην ιστορία για την επική μάχη του Jim Clark με τον Jack Brabham, αλλά και την αποκάλυψη ενός πανέμορφου σπορ αυτοκινήτου. Κατά την παρουσίαση της η 33 Stradale, ήταν το ακριβότερο σπορ αυτοκίνητο της αγοράς με τιμή σχεδόν 10εκ. λιρέτες, όταν οι περισσότεροι ανταγωνιστές κόστιζαν 6 με 7 εκατομμύρια λιρέτες. Μόλις 12 αντίτυπα κατασκευάστηκαν με το αμάξωμα του Scaglione. Η αλήθεια είναι ότι οι αγοραστές έκαναν την καλύτερη δυνατή επένδυση, αφού σήμερα τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα είναι ανεκτίμητης αξίας.

Το διαστημόπλοιο

Η 33 Stradale εκφράζει το απόγειο της φιλοσοφίας του «ανθρωπομορφικού αυτοκινήτου». Όμως η αναζήτηση του στιλ από την Alfa Romeo πήρε και άλλες κατευθύνσεις. Η ιδέα για το «αυτοκίνητο του μέλλοντος», κάτι όπως ένα διαστημόπλοιο, εξετάστηκε τη δεκαετία του 1950 με τη “Disco Volante” («Ιπτάμενος Δίσκος») που σχεδιάστηκε από την Touring. Ήταν ένα ανοικτό αυτοκίνητο, αποτέλεσμα εκτενούς αεροδυναμικής έρευνας με τα φαρδιά της φτερά να είναι ένα σώμα με το χαμηλό αμάξωμα.

Το 1968 στο σαλόνι αυτοκινήτου στο Παρίσι παρουσιάστηκε η Carabo, ένα αυτοκίνητο που εξέλισσε αυτή την ρηξικέλευθη φόρμα. Σχεδιαστής της ήταν ο μόλις 30χρονος Marcello Gandini.

Τα διζυγωτικά δίδυμα

Η Carabo βασιζόταν στα μηχανικά μέρη της 33 Stradale, όπως και άλλα πρωτότυπα της εποχής, για παράδειγμα το Iguana του Giorgetto Giugiaro, η 33 Special Coupé του Pininfarina και το Navajo του Bertone. Το ύψος ήταν το ίδιο, αλλά οι καμπύλες εξαφανίστηκαν. Κάθε τι στην Carabo είναι ξεκάθαρο, από τις ευθείες γραμμές των επιφανειών μέχρι τις πόρτες με άνοιγμα τύπου «scissor». Το όνομα Carabo είναι εμπνευσμένο από το Carabus auratus, έναν σκαραβαίο με έντονο μεταλλικό πράσινο και πορτοκαλί χρώμα, στοιχείο που πέρασε και στις επιφάνειες του πρωτοτύπου. Από εκείνη την εποχή, η Alfa Romeo ξεκίνησε να δίνει εξαιρετική προσοχή στην έρευνα και εξέλιξη χρωμάτων που τονίζουν ακόμα περισσότερο το μοναδικό σχεδιασμό των μοντέλων της. Η χρωματική αναζήτηση συνεχίστηκε και με την Montreal.

Η Montreal

Το 1967 τα έθνη απ’ όλο τον κόσμο παρουσίασαν τα καλύτερα τεχνικά και επιστημονικά τους επιτεύγματα στη Διεθνή Έκθεση του Μόντρεαλ. Από την Alfa Romeo ζητήθηκε να δημιουργήσει το τεχνολογικό σύμβολο της έκθεσης, ένα μοντέλο που θα εκφράζει «τη μέγιστη φιλοδοξία του σύγχρονου ανθρώπου όσον αφορά στο αυτοκίνητο». Οι Satta Puliga και Busso ζήτησαν τη βοήθεια του Bertone, ο οποίος ανέθεσε στον Gandini να σχεδιάσει το αμάξωμα και το εσωτερικό. Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια επιτυχία. Οι επισκέπτες της έκθεσης εκτίμησαν αμέσως την κομψότητα και το στιλ του αυτοκινήτου. Η επιτυχία οδήγησε στη δημιουργία της έκδοσης παραγωγής του μοντέλου που παρουσιάστηκε το 1970 στο σαλόνι αυτοκινήτου της Γενεύης. Η Montreal παραγωγής, χρησιμοποιούσε το V8 κινητήρα της Tipo 33 με αυξημένη χωρητικότητα στα 2,6 λίτρα και χαμηλότερη απόδοση στους 200 ίππους.

Το μοντέλο εκτός από το σχεδιασμό του, εντυπωσίασε και χάρη στη ξεχωριστή παλέτα χρωμάτων, από το πράσινο (που είχε χρησιμοποιηθεί και στο πρωτότυπο αυτοκίνητο) μέχρι το ασημί και από το πορτοκαλί μέχρι το χρυσό. Η έρευνα των χρωμάτων αποτελεί μια ξεχωριστή παράδοση τις πτυχές της οποίας θα ανακαλύψουμε σε επόμενο επεισόδιο της σειράς. Παρ’ όλα αυτά αναμφίβολα αυτή η παράδοση παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα με τις νέες Giulia και Stelvio να διατίθενται με χρώματα όπως τα Red Villa d’Este, Ocher GT Junior και Montreal Green. Αυτές οι αποχρώσεις καθρεφτίζουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο την παράδοση 110 ετών της μάρκας.