Μην κρατάτε την αναπνοή σας – φυσικά οι νεοφιλελεύθεροι.
Αυτές τις ημέρες της καραντίνας, διαβάζω τακτικά τον Guardian. Έχει μια αξιόλογη στήλη απόψεων. Έχει τη δική του ιδεολογία (και ποιος δεν την έχει;) αλλά συνήθως φιλοξενεί επιχειρήματα και όχι παραληρήματα.
Δεν βλέπω όμως πολλά “επιχειρήματα” στο άρθρο του George Monbiot, ενός συχνού αρθρογράφου της εφημερίδας. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για ένα αξιόλογο κείμενο.
Από τη μία πλευρά, συγκεντρώνει όλες τις κατηγορίες που εγείρονται συχνά εναντίον του νεοφιλελευθερισμού.
Από την άλλη, φαίνεται να διατυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τις “νέες” κεντροαριστερές ιδέες την εποχή της AOC.
Για τον Monbiot, ο νεοφιλελευθερισμός ευθύνεται για ένα μεγάλο εύρος προβλημάτων όπως “η χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2007-8, η εξωχώρια μεταφορά πλούτου και εξουσίας της οποίας τα Panama Papers μας δίνουν μόνο μια αμυδρή εικόνα, η αργόσυρτη κατάρρευση της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης, η επανεμφάνιση της παιδικής φτώχειας, η επιδημία της μοναξιάς, η κατάρρευση των οικοσυστημάτων, η ανάδυση του Ντόναλντ Τραμπ”.
Αυτές οι διαφορετικές κρίσεις εμφανίζονται στον ανίδεο ως όντως διαφορετικές, και συνεπώς φαίνεται να απαιτούν διαφορετικές αντιμετωπίσεις.
Αυτό όμως είναι λάθος γιατί “όλες τους είχαν ως καταλύτη ή επιτάθηκαν από την ίδια συνεκτική φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία που έχει – ή είχε – ένα όνομα. Τι μεγαλύτερη εξουσία μπορεί να υπάρχει από το να λειτουργεί κανείς ανώνυμα;”.
Εν μέρει, ο Monbiot αναβιώνει την ιδέα ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια σιωπηλή συνωμοσία που κατέλαβε τα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας κατά τη δεκαετία του 1980 με τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ στο πηδάλιο.
Ως προς αυτό, θαυμάζει τον νεοφιλελευθερισμό γιατί “υπήρξε μια διακριτή, καινοτόμα φιλοσοφία που προωθήθηκε από ένα συνεκτικό δίκτυο στοχαστών και ακτιβιστών με ένα ξεκάθαρο σχέδιο δράσης. Ήταν υπομονετική και επίμονη.
Ο Δρόμος προς τη Δουλεία έγινε δρόμος προς την εξουσία”. Πρόκειται για ό,τι πλησιέστερο έχω διαβάσει ποτέ σε μια λενινιστική εξύμνηση του νεοφιλελευθερισμού. Φυσικά, αυτό εντάσσεται σε μια αφήγηση που βλέπει την ανάπτυξη δεξαμενών σκέψης και ομάδων, πολύ διαφορετικών ως προς το πνεύμα και το μέγεθός τους (που κυμαίνονται από το American Enterprise Institute μέχρι το Adam Smith Institute), ως το αποτέλεσμα μια συνειδητής προσπάθειας για την κατάληψη της εξουσίας.
Πάντα με εκπλήσσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι διανοούμενοι, άνθρωποι που άλλωστε νοιάζονται για ιδέες και αισθάνονται πάθος για τις δικές τους, δεν κατανοούν ότι και άλλοι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται πάθος για άλλες ιδέες.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος που κάποιες ομάδες εμφανίστηκαν σε διαφορετικές εποχές στην ιστορία.
Αντί να πηγάζουν όλες από μία κοινή ρίζα, μιμούνται η μία την άλλη, ως ένα βαθμό μαθαίνουν η μία από την άλλη, αλλά όλες γεννιούνται και (κάποιες) επιβιώνουν από το διανοητικό πάθος των ιδρυτών τους – συγγραφέων, επιστημόνων και διανοουμένων.
Ο Monbiot έχει βεβαίως διαβάσει κάποια έργα με θέμα τον λεγόμενο “νεοφιλελευθερισμό” και πρόθυμα τον μετατρέπει σε ένα βιβλίο κόμιξ.
Αναλογιστείτε το ακόλουθο απόσπασμα: “Ο Δρόμος προς τη Δουλεία διαβάστηκε ευρέως. Προσέλκυσε την προσοχή κάποιων πολύ πλούσιων ανθρώπων, οι οποίοι είδαν σε αυτή τη φιλοσοφία μια ευκαιρία να απελευθερωθούν από τις ρυθμίσεις και τους φόρους. Όταν το 1947 ο Χάγιεκ ίδρυσε την πρώτη οργάνωση που θα διέδιδε το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού – την Mont Pelerin Society – βρήκε χρηματική υποστήριξη από εκατομμυριούχους και τα ιδρύματά τους”. Αναρωτιέμαι τι συμπεράσματα θα εξαγάγουν οι αναγνώστες από αυτό το απόσπασμα. Τι ακριβώς υποστήριζαν οι “εκατομμυριούχοι και τα ιδρύματά τους”;
Η απάντηση είναι: συνέδρια που, όσο πολυτελές κι αν είναι το εστιατόριο που θα επιλέξει κανείς για το καταληκτικό δείπνο, δεν είναι ιδιαίτερα ακριβή υπόθεση.
Ακόμη, αναρωτιέται κανείς πόσοι νεοφιλελεύθεροι “εκατομμυριούχοι” και “ιδρύματα” υπάρχουν στην πραγματικότητα.
Ο Monbiot αναγνωρίζει ότι “παρά την άφθονη χρηματοδότηση, ο νεοφιλελευθερισμός παρέμεινε στο περιθώριο”. Μπορεί η πρόταση αυτή να ισχύει, όμως το επίθετο “άφθονη” είναι μάλλον αστείο.
Οι περισσότερες δεξαμενές σκέψεις, ιδίως εκτός των ΗΠΑ, είναι ταπεινές ως προς τα οικονομικά τους.
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι την εποχή του Χάγιεκ δεν έκαναν μπάνιο με χρυσά νομίσματα.
Πολλοί απ’ αυτούς έβλεπαν τη θέση τους στα πανεπιστήμια να κινδυνεύει, όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους υποτιθέμενους “νεοφιλελεύθερους” ακαδημαϊκούς και σήμερα.
Έχει δε ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Monbiot δεν αναφέρει την πιο διαβόητη περίπτωση “νεοφιλελεύθερης” επιτυχίας: το γερμανικό οικονομικό θαύμα, με επικεφαλής τον Ludwig Erhard.
Μήπως γιατί αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί με “αφθονη” σπατάλη χρημάτων;
Ο Monbiot προσπαθεί εν μέρει να ταυτίσει τον “νεοφιλελευθερισμό” με μια κοσμοθεωρία που περιλαμβάνει ουσιαστικά τα πάντα.
Ο νεοφιλελευθερισμός “ορίζει εκ νέου τους πολίτες ως καταναλωτές” και παρέχει έναν ασαφή αστερισμό πολιτισμικών σημείων αναφοράς που εξυμνούν τους πλούσιους και την οικονομία της αγοράς.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι περιγράφοντας τον νεοφιλελευθερισμό ως βασικά την πηγή της μαζικής κοινωνιοπάθειας, ο Monbiot αποφεύγει να του δώσει κάποιον ουσιαστικό ορισμό – και το κάνει αυτό ως καλός κριτικός του “νεοφιλελευθερισμού” ενός από τους πιο διαβόητους αποδιοπομπαίους τράγους και του όρου με το λιγότερο σαφές περιεχόμενο στις κοινωνικές επιστήμες.
Ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται ένα “αόρατο δόγμα”, και είναι όντως αόρατο πρώτα και κύρια για τους αντιπάλους του, καθώς σχετίζουν με τον όρο αυτό οτιδήποτε δεν τους αρέσει στην υφιστάμενη κατάσταση.
Αυτό περιλαμβάνει αρκετά κοινωνικά δεινά όντως προβληματικά.
Όμως ο κλασικός φιλελευθερισμός (ή νεοφιλελευθερισμός) πρέπει να υπογραμμιστεί πως είναι ένα σύνολο ιδεών που αφορούν το πεδίο της πολιτικής και όχι το νόημα της ζωής.
Αν ο Monbiot παρευρισκόταν σε κάποιο από αυτά τα συνέδρια με την άφθονη (συγγνώμη, δεν μπορώ να σταματήσω να γελώ) χρηματοδότηση, ίσως θα εκπλησσόταν βλέποντας ακτιβιστές κάνναβης να συνομιλούν με συντηρητικούς καθηγητές με παπιγιόν που δεν μπορούν να αποχωριστούν τις πίπες τους.
Ο “νεοφιλελευθερισμός”, ό,τι κι αν είναι, είναι μια πολιτική φιλοσοφία: εστιάζει στα όρια της κρατικής δράσης. Δεν λέει πολλά πράγματα για το νόημα της ζωής – αντιθέτως απέχει συνειδητά από αυτό το ζήτημα.
Στο τέλος του άρθρου του, στο οποίο ανακοινώνει την έκδοση ενός βιβλίου από τη Verso (το οποίο δεν θα χάσω), ο Monbiot απευθύνεται στους συντρόφους του αριστερούς:
“Κάθε επίκληση στον Λόρδο Κέυνς είναι παραδοχή αποτυχίας. Το να προτείνουμε κεϋνσιανές λύσεις στις κρίσεις του 21ου αιώνα σημαίνει ότι αγνοούμε τρία προφανή προβλήματα.
Είναι δύσκολο να κινητοποιηθούν άνθρωποι γύρω από παλιές ιδέες. Τα λάθη που αποκαλύφθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 δεν εξαφανίστηκαν. Και, το πιο σημαντικό, δεν έχουν να πουν τίποτα για το σημαντικότερο πρόβλημά μας: την περιβαλλοντική κρίση.
Ο κεϋνσιανισμός λειτουργεί ενθαρρύνοντας την καταναλωτική ζήτηση για να προάγει την οικονομική ανάπτυξη.
Η καταναλωτική ζήτηση και η οικονομική ανάπτυξη είναι οι μοχλοί της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Αυτό που καταδεικνύει η ιστορία τόσο του κεϋνσιανισμού όσο και του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι δεν επαρκεί να αντιτασσόμαστε σε ένα χαλασμένο σύστημα, αλλά θα πρέπει και να προτείνουμε μια συνεκτική εναλλακτική.
Για τους Εργατικούς, τους Δημοκρατικούς και την ευρύτερη αριστερά, το κεντρικό μας καθήκον πρέπει να είναι να αναπτύξουμε ένα οικονομικό πρόγραμμα Apollo, μια συνειδητή προσπάθεια να σχεδιάσουμε ένα νέο σύστημα που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα”.
Ξέρω ότι πρόκειται για μια έκκληση να έρθει η αριστερά στις ιδέες της οικονομολόγου Mariana Mazzucato – επιτρέψτε μου όμως να επισημάνω πόσο ειρωνικό είναι αυτό το περίεργο μείγμα νεοκομμουνιστών να επικαλείται ένα μεγαλειώδες πρόγραμμα που τέθηκε σε εφαρμογή από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου!
—
Ο Alberto Mingardi είναι Γενικός Διευθυντής του Istituto Bruno Leoni και αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Πολιτικής Σκέψης στο πανεπιστήμιο IULM του Μιλάνου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 24 Απριλίου 2020 στο Library of Economics and Liberty. Συνεργασία ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Fitch: Επιβεβαίωσε το BBB- της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% το 2025
- Γιατί ο Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας – Στήριξε τον Σαμαρά
- Πραγματική φοβέρα ή προετοιμασία για ανακωχή;
- Χρηματιστήριο: Repricing των τραπεζών, αγορές σε μετοχές με μερισματική απόδοση φέρνει η πτώση των επιτοκίων κατά 0,50% από την ΕΚΤ