Στα 4,7 δισ. ευρώ ανέρχεται η αξία των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει μέχρι στιγμής η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στο πλαίσιο του έκτακτου QE για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας που ανακοίνωσε τον Μάρτιο.

Η ΕΚΤ συνεχίζει ακάθεκτη, και παρά τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί για το κύριο πρόγραμμά της από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, τις αγορές ομολόγων, με στόχο την απορρόφηση όσο το δυνατόν περισσότερου ευρωπαϊκού χρέους και τη στήριξη της οικονομίας της Ευρωζώνης. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του think tank της Capital Economics, η ΕΚΤ θα μπορούσε να τελειώσει το έτος, κατέχοντας τουλάχιστον το 40% ή και περισσότερο των σε κυκλοφορία κρατικών ομολόγων σε Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα.

Την ίδια ώρα, με το ποσό που έχει ήδη ξοδέψει η κεντρική τράπεζα στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος να υπολογίζεται στα 210 δισ. ευρώ, από 750 δισ. συνολικά, η ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα ξεμείνει από πυρομαχικά πριν από τον Οκτώβριο…

Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί οικονομολόγοι, αλλά και αξιωματούχοι της ίδιας της ΕΚΤ, εκτιμούν ότι η «σιδηρά κυρία» της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, θα ανακοινώσει την Πέμπτη νέα μέτρα για την τόνωση της οικονομίας μετά το βαρύ πλήγμα της πανδημίας στην οικονομία της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούν πολύ πιθανή τη διεύρυνση του προγράμματος, ώστε να συμπεριλάβει και άλλες κατηγορίες ομολόγων ή και την παράτασή του και το ερχόμενο έτος, έτσι ώστε να μπορεί να απορροφήσει περισσότερο χρέος. Χρέος που θα προκύψει κατά κύριο λόγο από τις εκδόσεις ομολόγων των εθνικών κυβερνήσεων και το πρόγραμμα των 750 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε η Κομισιόν, η οποία θα βγει και η ίδια στις αγορές, αλλά θα μπορούσε να περιλαμβάνει ενδεχομένως και εταιρικά ομόλογα που έχουν υποβαθμιστεί σε junk.

Άλλωστε και η ίδια η κ. Λαγκάρντ, κατέστησε σαφές, ευθύς εξαρχής, ότι η κεντρική τράπεζα δεν θα διστάσει να προσαρμόσει το μέγεθος, τη διάρκεια και τη σύνθεση του έκτακτου αυτού προγράμματος στον βαθμό που θα κριθεί απαραίτητο.

Προς αυτήν την κατεύθυνση παραπέμπει και η πρόσφατη δήλωση του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, όταν είπε ότι «θα αναγκαστούμε πιθανότατα να πάμε ακόμη πιο πέρα».

Είναι ενδεικτικό ότι μόνο για φέτος η ΕΚΤ περιμένει από τις χώρες της Ευρωζώνης να αυξήσουν τις ομολογιακές τους εκδόσεις κατά 1 τρισ., στο 1,5 τρισ. ευρώ και να παρουσιάσουν μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα 8%, στην προσπάθεια να ανταποκριθούν στις προκλήσεις και να καλύψουν τις τρύπες που αφήνει πίσω της η πανδημία.

Την ίδια ώρα, όμως, η ΕΚΤ αναμένεται να επικαιροποιήσει και τις προβλέψεις της για την ύφεση που, σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, είναι πιθανό να κινηθεί μεταξύ 8% και 12% φέτος. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα παρουσιάσει τη μεγαλύτερη συρρίκνωση που έχει παρουσιάσει ποτέ στην 20ετή ιστορία της. Και όλα αυτά, με την κεντρική τράπεζα να μην αφήνει στιγμή από το βλέμμα της τον πληθωρισμό, έτοιμη, όπως είπε προσφάτως στους Financial Times η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, να επεκτείνει οποιοδήποτε από τα εργαλεία της αν «επιδεινωθεί» η κατάσταση.

Η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών είναι άλλωστε και ο πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, ακόμη και σε μια περίοδο που η ΕΚΤ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης της οικονομίας της Ευρωζώνης.

Ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 0,1%, σε ετήσια βάση, τον Μάιο, τη στιγμή που ο στόχος της ΕΚΤ είναι κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσομακροπρόθεσμα, με το κόστος της ενέργειας και τις πολύ χαμηλές τιμές του πετρελαίου ειδικότερα να λειτουργούν σαν «βαρίδι», καθώς η ζήτηση ήταν για αρκετό καιρό σχεδόν ανύπαρκτη και μόλις που έχει αρχίσει να ανακάμπτει, όχι μόνο σε επίπεδο Ευρωζώνης αλλά παγκοσμίως.

Οι εξελίξεις στο συγκεκριμένο μέτωπο παρακολουθούνται με ιδιαίτερη προσοχή το τελευταίο διάστημα, δεδομένου ότι αυτήν την περίοδο βλέπουμε να δρουν στην αγορά δύο αντίρροπες δυνάμεις, σχετικά πρωτοφανείς: αφενός η μείωση της ζήτησης τόσο για αγαθά όσο και για υπηρεσίες τραβά προς τα κάτω τις τιμές, αφετέρου με πολλές επιχειρήσεις και καταστήματα να παραμένουν ακόμη κλειστά σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρωζώνης και τα προβλήματα στις μεταφορές και στην εφοδιαστική αλυσίδα να συνεχίζονται μπορεί να υπάρξουν ελλείψεις στο μέτωπο της προσφοράς, πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές.

Πέραν όλων αυτών, η ΕΚΤ έχει έναν ακόμη, τρίτο λόγο να ενισχύσει τη δύναμη πυρός της. Ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από την αντιπαράθεσή της με το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικό το πάγιο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έναυσμα για να επιβεβαιώσει ακόμη περισσότερο τον ρόλο της ΕΚΤ, πέραν οποιασδήποτε αμφισβήτησης, ιδίως αν δεσμευθεί να επανεπενδύσει τα έσοδα από το πρόγραμμα σε πολυετή ορίζοντα.