ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το chef d’ oeuvre του Τ.Σ. Έλιοτ μεταφράστηκε ως Άγονη Γη από τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό. Κρατώντας το φρέσκο από το τυπογραφείο, μίλησε για το νέο αυτό εκδοτικό γεγονός (δίγλωσση έκδοση, εκδ. Πατάκη, 2020), μία μέρα προτού τιμηθεί και ο ίδιος με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την τελευταία ποιητική του συλλογή Αυτοπροσωπογραφία του λευκού (εκδ. Πατάκη, 2019).
Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος καθιέρωσε την ονομασία Έρημη χώρα, έρχεται ο Βλαβιανός να αναμετρηθεί με το σπουδαιότερο ποίημα του εικοστού αιώνα (έχοντας ήδη μεταφράσει και τα Τέσσερα κουαρτέτα). Ενδιαμέσως, ο Κλείτος Κύρου και ο Τάκης Παπατσώνης (όπως και ο Συμεών Σταμπουλού με την αμφιλεγόμενη δική του δοκιμή) αποπειράθηκαν εις μάτην να την αντικαταστήσουν αλλά η μετάφραση του νομπελίστα επικρατούσε πάντα, καταρχήν λόγω του κύρους του.
Η θρυλική μετάφραση του Σεφέρη
Η Άγονη γη του Χάρη Βλαβιανού όμως εισχωρεί στα ελληνικά γράμματα με σχεδόν αδιαμφισβήτητα εχέγγυα για να αποδυναμώσει το μονοπώλιο, να καθιερωθεί ίσως ως η πιο ακριβής απόδοση του ελιοτικού πνεύματος. Αυτό διακρίνεται εξαρχής από τον τίτλο: «Στο λεξικό της Οξφόρδης, Wasteland είναι η γη όπου δεν φυτρώνει τίποτα. Στην πρώτη σημείωση που βάζει στο ποίημά του, ο Έλιοτ δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί (για τον τίτλο, τον σχεδιασμό και ένα μέρος των συμβολισμών του) από τα βιβλία ανθρωπολογίας της Τζέσι Λ. Γουέστον και του Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ, που μιλούν για τεχνικές γονιμότητας. Ο Απρίλιος είναι ο μήνας της βλάστησης, αλλά για τον Έλιοτ είναι ο μήνας ο σκληρότερος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πολιτισμός μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει ξεριζωθεί από την Ευρώπη. Ο Έλιοτ είχε χτυπηθεί από την ισπανική γρίπη όταν το έγραφε. Το έγραφε δηλαδή σε συνθήκες κορονοϊού το ποίημα».
Υπάρχει μία θεωρία ότι στην μετάφραση οφείλει κανείς να γνωρίζει εξίσου καλά και τις δύο γλώσσες (αν όχι καλύτερα τη γλώσσα του πρωτότυπου). Ο Σεφέρης είχε ομολογήσει ότι δεν γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα όταν αποφάσισε να μεταφράσει το ποίημα και αργότερα οι διορθώσεις του πραγματοποιήθηκαν από γαλλική μετάφραση. «Για αυτήν εδώ την εργασία κινήθηκα από τον πόθο να δοκιμάσω στη γλώσσα μας ορισμένους ρυθμούς που έτυχε να μ’ αρέσουν και ορισμένες δυσκολίες», είχε σημειώσει το 1936 στον πρόλογό του. Και το 1933, στο ημερολόγιό του, «δεν ξέρω όσο θα ‘πρεπε τα αγγλικά και την αγγλική λογοτεχνία…» (απόσπασμα που παραθέτει ο Βλαβιανός στις πλούσιες σημειώσεις του βιβλίου).
«Πρέπει να ξέρει κανείς και τις δύο εξίσου καλά αλλά πρέπει επίσης να γνωρίζει τον πολιτισμό που γεννάει κάθε κείμενο. Το κείμενο δεν προκύπτει στον αέρα. “Στους γάμους του ουρανού και της κόλασης” του Μπλέικ, ο Λορεντζάτος μεταφράζει τον priest τραγόπαππα. Ο προτεστάντης παππάς του Μπλέικ όμως δεν έχει γένια και η Εκκλησία του τον θεωρεί σοβαρό αντίπαλο ενώ εμείς όταν λέμε τραγόπαππας το εννοούμε με θυμηδία. Όταν λοιπόν ο Σεφέρης μεταφράζει το Murder in the Cathedral “Φονικό στην Εκκλησιά”, μοιάζει με δημοτικό, αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα βουνό, σε ένα ξωκκλήσι της Αμοργού. Η μετάφραση αποτελεί μετάβαση σε έναν ξένο πολιτισμό. Εμείς δεν έχουμε καθεδρικούς. Έχουν όμως οι Άγγλοι. Έχουν οι Γάλλοι. Άρα, όταν βάλεις φόνος στον καθεδρικό, γίνεται αισθητό ότι αυτό έχει γραφτεί σε άλλο σκηνικό, εκτός Ελλάδας, από ξένο ποιητή. Η ξενότητα του κειμένου πρέπει να διατηρείται, δεν μπορείς να την απαλείψεις».
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Σεφέρης παρασύρθηκε και από μία υποψία υπεροψίας επιβάλλοντας το δικό του ύφος (με υπερτονισμένη την δημοτική στη γλώσσα του). «Το ερώτημα είναι το εξής: οι ποιητές είναι καλύτεροι μεταφραστές της ποίησης; Ο κόσμος λέει ναι. Είναι, αλλά με μία προϋπόθεση: ότι στη μετάφραση συρρικνώνουν το εγώ τους για να υποδεχτούν τον ξένο, αυτόν που μεταφράζουν. Αν κάνω το κείμενο δικό μου, δεν μεταφράζω. Όταν μεταφράζεις, δεσμεύεσαι από το κείμενο που υπάρχει μπροστά σου. Τρεις φορές στο ποίημα ο Έλιοτ γράφει για την unreal city, δύο φορές στον ενικό, μία στον πληθυντικό. Ο Σεφέρης τη μεταφράζει ανύπαρκτη πόλη. Ο Κύρου ανυπόστατη. Ούτε ανύπαρκτο είναι το Λονδίνο ούτε ανυπόστατο. Εγώ το έχω μεταφράσει τρεις φορές εξωπραγματικό. Ο Σταμπουλού το έχει μεταφράσει τρεις φορές με διαφορετικό τρόπο. Επίσης αναφέρεται στο σίτι (city). Θα μπορούσε να αναφέρεται στο τραπεζικό κέντρο της πρωτεύουσας, να κλείνει το μάτι. Το συμπεριλαμβάνω στις σημειώσεις μου».
Ο ίδιος ο Χάρης Βλαβιανός κατέχει τα αγγλικά σχεδόν ως πρώτη γλώσσα, με την οξφορδιανή του παιδεία (έχει διδακτορικό τίτλο από το περίφημο πανεπιστήμιο). Εκτός από Έλιοτ έχει μεταφράσει πλειάδα κορυφαίων ποιητών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με τον Πάουντ και τα ανυπέρβλητα Κάντος να ξεχωρίζει. Η κόρη του ίδιου του Πάουντ έδωσε άδεια στον μεταφραστή να παραθέσει στην έκδοσή του το αντίτυπο με τις χειρόγραφες σημειώσεις του πατέρα της για την Άγονη γη -του «καλύτερου τεχνίτη» κατά τον Έλιοτ. Ο Πάουντ είχε πετάξει τις τρεις πρώτες σελίδες και η συνολική επιμέλειά του πάνω στο ποίημα αποδείχθηκε καθοριστική.
Ο Βλαβιανός ως ποιητής
Εξάλλου, στην Αυτοπροσωπογραφία του λευκού, παραπέμπει στον Τζον Άσμπερι, του οποίου την κορυφαία Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο έχει επίσης μεταφράσει. Η δική του συλλογή χωρίζεται σε ενότητες. Στην τελευταία, Η αντοχή των ποιητών, παρουσιάζονται ξανά δέκα πέντε μεταφράσεις, «θεωρώντας ότι είναι εξίσου δημιουργικές με το ποίημα» όπου διασταυρώνεται με τους Πάουντ, Όντεν, Άσμπερι, Χίνι, Χιουζ, Πλάθ, Κάρσον inter allia. Στο Germanicum υπάρχουν τέσσερα ποιήματα που αφορούν τον ναζισμό (ο οποίος τον έχει απασχολήσει και στην πρόσφατη συλλογή του Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ με ποιήματα σε πρώτο πρόσωπο που λειτουργούν ως το φανταστικό ημερολόγιο του Χίτλερ στη φυλακή και τα οποία μόλις κυκλοφόρησαν μεταφρασμένα στη Γαλλία ενώ την επικείμενη αγγλική μετάφρασή τους υπογράφει ο Πίτερ Μακμπριτζ). Στην ενότητα Σχεδόν διάσημος περιγράφει ως ενσταντανέ αληθινές αλλά και αληθοφανείς συναντήσεις με σημαντικούς ποιητές -από την Αγγελάκη Ρουκ ως τον Γκάτσο με τον οποίο ανεβαίνουν μαζί την Χοζοβιώτισσα της Αμοργού. Κάπως έτσι ανατρέχει την ιστορία της ποίησης: «μία πολύ αγαπητική ιστορία», όπως χαρακτηριστικά διευκρινίζει ο ίδιος. Στην ενότητα Ωδή στο χαμένο νόημα αφήνεται σε διαφόρων ειδών φυσικά ποιήματα, άλλοτε αυτοβιογραφικά, ερωτικά και άλλοτε φιλοσοφικά με κριτικό βλέμμα πάνω στις διάφορες όψεις της ανθρώπινης επικοινωνίας τη σύγχρονη εποχή.
Η δωδέκατη συλλογή του αποτελεί ίσως και το πιο ώριμο ποιητικό του έργο, πιο συμπαγές και μεστό, απαλλαγμένο από το άγχος της επίδρασης. Ανά στιγμές επανέρχεται μορφολογικά στην ποιητική πρόζα όπου ένα θέμα δουλεύεται ξεχωριστά σαν αυτοτελές δοκίμιο. Οι ευφυείς, αφοπλιστικές εκφορές, οι διφορούμενοι στοχασμοί αλλά και οι καρφωτές λέξεις, η διάφανη εικονοποιΐα, η ρέουσα προφορικότητα που αποτάσσει οποιαδήποτε επιτήδευση, διαγράφουν ανάγλυφα το διχασμό, την παραμόρφωση και την ομορφιά του κατακερματισμένου κόσμου που απαρέγκλιτα κυριαρχεί στο ύφος του Βλαβιανού ειδικά μετά από εκείνο το Adieu. Εδώ προστίθεται και η φοβερή αίσθηση του αμείλικτου χρόνου. Η επίμονη γοητεία αυτού του πονήματος έγκειται στην αίσθηση της υπαρξιακής επισφάλειας που φανερώνει η επιλογή της κάθε λέξης και ιδιαίτερα η συναρμογή τους, στον αντίποδα της βεβαιότητας που επιδεικνύει ως μεταφραστής. «Όσο μεγαλώνει κανείς, μαθαίνει να πετάει πολύ περισσότερα πράγματα από ό,τι απέρριπτε νεώτερος. Όταν είσαι νέος, μιλάει ο ναρκισσισμός σου, θεωρείς πως ό,τι γράφεις είναι brilliant. Όταν μεγαλώνεις, μετριέσαι με μεγαλύτερα μεγέθη και με το παρελθόν σου».