Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να ξανασταθεί στα πόδια της η ελληνική οικονομία και η πανδημία του κορονοϊού τράβηξε το χαλί από κάτω της. Και παρότι η γενναιόδωρη δημοσιονομική στήριξη που παρέχει η ελληνική κυβέρνηση θα αμβλύνει κάπως το χτύπημα, εγείρει επίσης αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους την επόμενη μέρα μετά την πανδημία.

Αυτό σημειώνει σε νέα της έκθεση για την ελληνική οικονομία η Capital Economics, μετά την παρουσίαση του ελληνικού σχεδίου για το reopening της οικονομίας έπειτα από έναν μήνα lockdown.

Στην έκθεση, η οικονομολόγος Melanie Debono σημειώνει τα εξής:

1. Πώς κρίνεται η αντίδραση της κυβέρνησης και πόσο σκληρά χτυπήθηκε η οικονομία;

Όπως σημειώνεται, η κυβέρνηση αντέδρασε σχετικά γρήγορα στην απειλή και επέβαλε αυστηρά μέτρα περιορισμού. Η Ελλάδα ήταν από τους πρώτους που ακύρωσαν τις αθλητικές διοργανώσεις και έκλεισε σχολεία και εστιατόρια περίπου δύο εβδομάδες μετά την επιβεβαίωση του πρώτου κρούσματος. Μέρες μετά, η κυβέρνηση ζήτησε από τους πολίτες να συμπληρώνουν μία φόρμα ή να στέλνουν SMS κάθε φορά που έβγαιναν από το σπίτι για οποιοδήποτε λόγο.

Τα μέτρα περιορισμού που λήφθηκαν πέτυχαν να περιορίσουν τη διασπορά του ιού: πράγματι, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά κρουσμάτων κορονοϊού στην Ευρώπη (Γράφημα 1) Ωστόσο, τα μέτρα είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην οικονομία, η οποία, λόγω της διάρθρωσή της, αναμενόταν ούτως ή άλλως να σημειώσει χειρότερη επίδοση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο μεγάλος, ειδικά, τουριστικός τομέας της Ελλάδας σημαίνει ότι όσο συνεχίζουν να υπάρχουν ταξιδιωτικοί περιορισμοί, η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι πιο ευάλωτη απ’ ό,τι σε άλλες χώρες.

Οι έρευνες δείχνουν πτώση του ΑΕΠ στην αρχή του δευτέρου τριμήνου παρόμοιας κλίμακας με εκείνη που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους το 2011. (Γράφημα 2). Και πιθανότατα δεν έχουμε ακόμη ολόκληρη την εικόνα της πτώσης, αφού μόνο οι εταιρείες που έχουν παραμείνει ανοικτές μπορούν κατ’ ουσίαν να συμμετέχουν στις έρευνες. Επιπλέον, τα ερωτήματα με βάση τα οποία γίνονται οι έρευνες δείχνουν περισσότερο το αν η δραστηριότητα είναι αυξημένη ή μειωμένη και λιγότερο το πόσο αυξημένη ή μειωμένη είναι, ειδικά στα χαμηλά αυτά επίπεδα.

Η Capital Economics εκτιμά ότι, στην καλύτερη περίπτωση, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε περίπου κατά 5% στο πρώτο τρίμηνο, σε τριμηνιαία βάση, και πάνω από 20% στο δεύτερο, ανάλογα και με το πόσο γρήγορα θα αρθούν τα περιοριστικά μέτρα. Οι προβλέψεις αυτές είναι αντίστοιχες με εκείνες για την Ισπανία, που έχει εξίσου μεγάλο τουριστικό τομέα. Συγκριτικά, μετά τη συρρίκνωση του 3,8% στο πρώτο τρίμηνο, η οικονομία της Ευρωζώνης συνολικά είναι πιθανόν να παρουσιάσει ελαφρώς μικρότερη συρρίκνωση από την Ελλάδα στο δεύτερο τρίμηνο.

2. Πόσο ψηλά θα φτάσει η ανεργία;

Η ανεργία θα κάνει άλμα, παρά τη γρήγορη και σημαντική αντίδραση της κυβέρνησης για τον περιορισμό των «λουκέτων» και την εκτεταμένη αύξηση της ανεργίας, σημειώνεται στην έκθεση. Υπογραμμίζεται, μάλιστα, πως από μόνες τους οι εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ στο πρώτο και στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης που πήρε η ελληνική κυβέρνηση (800 ευρώ κλπ.), συνεπάγονταν ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα θα διπλασιαζόταν, σκαρφαλώνοντας στο 32% μέχρι τον Ιούνιο. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη και τα μέτρα που ελήφθησαν, εκτιμάται ότι η ανεργία είναι πιο πιθανό να αυξηθεί «μόλις» στο 25% ή κάπου εκεί.

3. Είναι ακόμη βιώσιμο το δημόσιο χρέος;

Παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση μπορεί να καλύψει το χρέος της βραχυπρόθεσμα, τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν για τον περιορισμό της πανδημίας Covid-19 εγείρουν αμφιβολίες σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα.

Σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση ενέκρινε πακέτο στήριξης αξίας 6,5% του ΑΕΠ (10% αν συμπεριληφθούν οι εγγυήσεις δανείων) και ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα πολύ γενναιόδωρο σύστημα πρόνοιας, η οικονομολόγος της Capital Economics επισημαίνει ότι εκτιμάται πως το συνολικό κόστος θα ανέλθει γύρω στο 12,5% του ΑΕΠ. Οδηγώντας το χρέος, από περίπου 180% το 2019, άνω του 200% φέτος.

Υπογραμμίζεται, ωστόσο, το θετικό είναι πως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, που είναι ήδη υψηλό στην Ελλάδα, είναι πιθανό να μην αυξηθεί σημαντικά τώρα που τα ελληνικά ομόλογα συμμετέχουν σε ένα από τα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Κατά συνέπεια, εκτιμάται ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν χαμηλές σε σύγκριση με τα επίπεδα του παρελθόντος, υποχωρώντας στο 1,25% μέχρι το τέλος του 2020, πριν αυξηθούν σιγά-σιγά μέχρι και στο 2% έως το τέλος του 2022.

4. Τι θα γίνει με τον εύθραυστο ακόμα τραπεζικό τομέα;

Η πανδημία θα είναι μεγάλο πλήγμα για τον τραπεζικό τομέα, ανεξάρτητα από τη βοήθεια της ΕΚΤ, όπως σημειώνεται. Υπογραμμίζεται ότι ακόμη και στις «κανονικές» προ πανδημίας εποχές, ο τραπεζικός δανεισμός προς τα νοικοκυριά συρρικνωνόταν. Και σημειώνεται πως ακόμη και μετά τη χαλάρωση των όρων του προγράμματος TLTRO-III της ΕΚΤ, στόχος της οποίας ήταν να κινητοποιηθούν οι τράπεζες να δώσουν περισσότερα δάνεια, είναι απίθανο να αυξηθούν οι χορηγήσεις δανείων στην Ελλάδα. Ακόμη δε και αν αυξηθούν, δεδομένης της κατάστασης τίθεται θέμα πιστοληπτικής φερεγγυότητας για πολλές εταιρείες και νοικοκυριά που θα μπορούσαν να πάρουν αυτά τα δάνεια.

Επιπλέον, οι υφιστάμενοι δανειολήπτες είναι σήμερα πιο πιθανό να βρεθούν σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους, καθώς υπάρχει κόσμος που χάνει τη δουλειά του και επιχειρήσεις που κλείνουν. Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, με βάση τη σχέση που συνδέει ιστορικά ΑΕΠ και Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, οι εκτιμήσεις της Capital Economics για το ΑΕΠ συνεπάγονται αύξηση των «κόκκινων» δανείων της τάξης των 9 ποσοστιαίων μονάδων σε ποσοστό άνω του 50% του συνόλου των δανείων – ήτοι στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ.

5. Πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η οικονομία

Η ελληνική οικονομία όχι μόνο θα υποστεί μεγαλύτερο πλήγμα από άλλες, αλλά θα χρειαστεί και περισσότερο χρόνο μέχρι να ανακάμψει.

Τα περιοριστικά μέτρα που εξακολουθούν να ισχύουν (σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, το άνοιγμα των τουριστικών επιχειρήσεων και τις πτήσεις) θα πλήξουν σοβαρά, όπως σημειώνεται, την ανάκαμψη. Τονίζεται μάλιστα ιδιαίτερα ότι δεν υπάρχουν ακόμη συγκεκριμένα σχέδια για την άρση της απαγόρευσης των πτήσεων, η οποία παρατάθηκε προσφάτως μέχρι τις 15 Μαΐου. Η απαγόρευση αυτή, όπως σημειώνεται, αφορά επιβατικές πτήσεις από και προς την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Τουρκία και την Ολλανδία. Δηλαδή έξι χώρες που, πέρυσι, συνεισέφεραν πάνω από το 40% των συνολικών δαπανών που έγιναν από τουρίστες στη χώρα.

Επιπλέον, η Capital Economics δεν θεωρεί ότι οι καταναλωτές θα σπεύσουν να πλημμυρίσουν μπαρ και εστιατόρια ή ότι θα είναι έτοιμοι να ταξιδέψουν πολύ, ακόμη και όταν χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα. Και, επίσης, ορισμένοι περιορισμοί μπορεί να επιβληθούν και πάλι, αν η άρση οδηγήσει σε νέο κύμα κρουσμάτων.

Κατά συνέπεια, οι οικονομολόγοι προβλέπουν συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας κατά 15% για ολόκληρο το 2020, σε σύγκριση με 12% για την Ευρωζώνη ως σύνολο. Σημειώνεται, μάλιστα, πως το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 10% και η κυβέρνηση από 4,7%-8%.

Το ερχόμενο έτος, η οικονομία είναι πιθανό να παρουσιάσει ισχυρή ανάκαμψη, καθώς τα περισσότερα νοικοκυριά θα επιστρέψουν σε πιο φυσιολογικά επίπεδα κατανάλωσης, ενώ πολλές επιχειρήσεις που είναι κλειστές σήμερα θα επιστρέψουν στη δουλειά. Όμως, η δραστηριότητα θα παραμείνει αρκετά κάτω από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν στο τέλος του 2019 για πολύ καιρό ακόμα.

Για το δεύτερο τώρα τρίμηνο του 2020, οι οικονομολόγοι της Capital Economics βλέπουν την ελληνική οικονομία να συρρικνώνεται στο 40% του μεγέθους που είχε στις αρχές του 2007. Και παρά την προοπτική αξιοπρεπούς ανάκαμψης της δραστηριότητας το ερχόμενο έτος και λελογισμένα ισχυρής ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, η ελληνική οικονομία φαίνεται σίγουρο ότι θα παραμείνει πολύ μικρότερη από το μέγεθος που είχε το 2007 για τα επόμενα δέκα χρόνια.