Με την πλάτη στον τοίχο βρίσκονται οι ιδιώτες επενδυτές στο χρηματιστήριο το τελευταίο 10ήμερο με τον γενικό δείκτη να κινείται στα όρια των 900 μονάδων, τις οποίες εύκολα απώλεσε δύο φορές, ασχέτως αν στην πορεία επανερχόταν πάνω από τα προαναφερόμενα επίπεδα.

Ωστόσο, με δεδομένη την ανάγκη εκτόνωσης έπειτα από ένα υπεραποδοτικό 2019 σε κέρδη και ενίσχυση αποτιμήσεων, παράγοντες της αγοράς, δεν παραβλέπουν ότι επιχειρείται μάζεμα στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο γενικός δείκτης, με στόχο την αποκομιδή κερδών, προφανώς πιο ψηλά, αφού ο στόχος των 1.050 μονάδων βραχυπρόθεσμα θεωρείται εφικτός.

«Πρόκειται για μία ασύμμετρη συμπεριφορά, που, κατά την άποψή μου, θα έχει ημερομηνία λήξεως», υποστηρίζει στο mononews.gr ο διευθυντής επενδύσεων της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ κ. Δημήτρης Τζάνας. «Σε τούτη τη συγκυρία δεν υπάρχουν καταλύτες να στηριχθεί η αγορά, όπως θα ήταν η ανακοίνωση μιας μεγάλης επένδυσης ή μίας ηχηρής αποκρατικοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό δεν λείπουν και τα παιχνίδια από ισχυρά χαρτοφυλάκια», θίγοντας το θέμα έκθεσης αμερικανικού οίκου που δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστός για τις ελληνικές τράπεζες, με εξαίρεση μία και την ίδια ώρα ανακοινωνόταν στο σχήμα των αναδόχων επικείμενης έκδοσης ομολογιακού δανείου από συστημική τράπεζα, ενώ, ο ίδιος οίκος,  συμμετείχε σε αντίστοιχη έκδοση και το περασμένο καλοκαίρι…

Αυτό που παρατηρείται, σύμφωνα με Έλληνες διαχειριστές στο Λονδίνο είναι ότι οι ξένοι θεσμικοί είναι υποχρεωμένοι να τηρούν κάποια συγκεκριμένη στάθμιση ή κάποιο όριο στην τοποθέτησή τους σε συγκεκριμένες μετοχές.

Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου

Για παράδειγμα, αν πουλούν μετοχές της Πειραιώς ΠΕΙΡ 0,27% 3,74 ή της Alpha Bank ΑΛΦΑ 0% 1,68, προκειμένου να συμμετάσχουν στις ομολογιακές εκδόσεις, δεν θα πρέπει οι τοποθετήσεις τους να υπερβούν συγκεκριμένο όριο που υπάρχει στο χαρτοφυλάκιό τους. Αν δηλαδή προβλέπεται να έχουν π.χ. 1% μετοχές Alpha και πουλήσουν για να τοποθετηθούν στο ομόλογο, η θέση που θα χτίσουν δεν θα πρέπει να υπερβαίνει (και στο ομόλογο) το 1%.

Σύμφωνα με τον κ. Τζάνα, η ημερομηνία λήξεως της νευρικότητας που παρατηρείται στην αγορά συνδέεται πια με το μειωμένο ρίσκο για τη χώρα, όπως αυτό αποτυπώνεται στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου, που χθες έφτασε να διαπραγματεύεται κάτω από 1%.

Το βράδυ της Τετάρτης στο μεταξύ, αναμένεται η ανακοίνωση των αλλαγών στους δείκτες της Morgan Stanley, ενώ τις επόμενες μέρες αναμένεται η έκθεση της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Βρυξέλλες θα ανεβάσουν την εκτίμησή τους για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2020 στο 2,5% από 2,3% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.

Παράλληλα, με ενδιαφέρον αναμένονται επίσης στις 6 Μαρτίου οι πρώτες ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2019, όπου Τράπεζα της Ελλάδος και προϋπολογισμός προσβλέπουν σε ρυθμό μεγαλύτερο από 1,9%.

Μέσα σε αυτό το καλό κλίμα προσδοκιών, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Ελλάδα προετοιμάζεται για μία ακόμα έκδοση 7ετούς ή 10ετούς ομολόγου.

Όπως άλλωστε έγραψε χθες το απόγευμα το mononews.gr, η HSBC θεωρεί ότι εξακολουθεί να υπάρχει αξία στην καμπύλη των ελληνικών ομολόγων, η οποία προσφέρει μια καλή ευκαιρία για τοποθετήσεις τύπου «carry and roll-down» (διακράτησης και αποκόμισης κερδών) για το επίπεδο μεταβλητότητας των τιμών της.

Ελληνικά vs ιταλικά ομόλογα

Όπως επισημαίνουν, το γεγονός ότι η Ελλάδα καταφέρνει να παρουσιάζει πρωτογενή πλεονάσματα 4%, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα που έχει σήμερα να αναχρηματοδοτεί σε βιώσιμα επίπεδα της υποχρεώσεις της, προσφέρει ασφάλεια στους επενδυτές, όπως φάνηκε και από τη ζήτηση που εκδηλώθηκε στην πρόσφατη έκδοση 15ετούς τίτλου από το Ελληνικό Δημόσιο. Θεωρούν, μάλιστα, ότι η επόμενη έκδοση θα είναι 10ετούς τίτλου προκειμένου να ακολουθήσει άλλη μία πρόωρη πληρωμή δανείων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Επιπλέον, σημειώνουν πως οι 8ετείς με 15ετείς διάρκειες του Ελληνικού Δημοσίου δείχνουν να αποτελούν καλύτερη αξία σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ιταλικούς τίτλους, αλλά θεωρούν ότι η σχέση ρίσκου/ανταμοιβής είναι υπέρ των ελληνικών ομολόγων σε όλη την καμπύλη των αποδόσεων, αν ως βασικό κριτήριο κινδύνου εκληφθεί η μεταβλητότητα των τιμών.

Στον αντίποδα, το μεγαλύτερο μειονέκτημα των ελληνικών τίτλων έναντι των ιταλικών είναι η ρευστότητα της αγοράς, αλλά ακόμη και εκεί τα πράγματα, όπως επισημαίνουν, βελτιώνονται.