• bloomberg
    Sponsored by

    Bloomberg

    Νέα δεδομένα στις υποθέσεις insider trading φέρνει δικαστική απόφαση. Τι αλλάζει

    • Bloomberg


    Οι εισαγγελείς έχουν στα χέρια τους ένα ισχυρό χαρτί για να κυνηγήσουν υποθέσεις εσωτερικής πληροφόρησης (insider trading) μετά από μία δικαστική απόφαση που τους διευκολύνει να ασκήσουν διώξεις σε τέτοιες υποθέσεις.

    Το ομοσπονδιακό εφετείο στο Μανχάταν δήλωσε τη Δευτέρα ότι η κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει διώξεις σε περιπτώσεις εμπιστευτικής πληροφόρησης βάσει ενός νεότερου νόμου για την απάτη των κινητών αξιών. Η αλλαγή θα καταστήσει πολύ ευκολότερη την απαγγελία κατηγοριών, ιδίως κατά εκείνων που εμπορεύονται εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν έμμεσα και οι οποίοι ενδεχομένως δεν γνωρίζουν προσωπικά την πηγή τους.

    “Ανοίγει μια πολύ μεγάλη πόρτα για τους εισαγγελείς”, δήλωσε ο Peter Henning, καθηγητής του δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Wayne και πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας.

    Η απόφαση 2-1 της Δευτέρας, η οποία επιβεβαίωσε τις καταδίκες των συμβούλων David Blaszczak και άλλων κατηγορούμενων βάσει των διατάξεων του νόμου περί απάτης σε μετοχές, Sarbanes-Oxley του 2002. Οι άνδρες υποστήριξαν ότι οι ετυμηγορίες πρέπει να απορριφθούν εν μέρει, επειδή οι εισαγγελείς απέτυχαν να αποδείξουν ότι αυτός που προμήθευσε τις παράνομες πληροφορίες είχε «προσωπικό όφελος», όπως είναι τα μετρητά.

    Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απαιτούσε εδώ και αρκετό καιρό από τους εισαγγελείς που ασχολούνται με υποθέσεις βάσει του νόμου περί κινητών αξιών του 1934, να αποδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενοι έχουν τέτοια οφέλη. Μια απόφαση του 2014 του ίδιου ομοσπονδιακού εφετείου που απέρριψε τις καταδικαστικές αποφάσεις των διαχειριστών αμοιβαίων κεφαλαίων, Todd Newman και Anthony Chiasson, έθεσε τον πήχη ακόμη υψηλότερα, απαιτώντας από τους εισαγγελείς να αποδείξουν ότι αυτός που έλαβε την πληροφορίες γνώριζε ότι θα επωφεληθεί από αυτές.

    Αυτό αποδείχτηκε ένα σημαντικό εμπόδιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μεταφέρθηκαν μέσα από μεσάζοντες. Οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς του Μανχάταν απέσυραν τις κατηγορίες για ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών έναντι τουλάχιστον 12 ατόμων, μετά την απόφαση της υπόθεσης του Newman.

    Ωστόσο, το εφετείο δήλωσε τη Δευτέρα ότι η απαίτηση απόδειξης των προσωπικού οφέλους δεν ισχύει για το νεότερο νόμο.

    Η αλληλοεπικάλυψη των νόμων

    Οι δικηγόροι του Blaszczak ζήτησαν από το δικαστήριο να εφαρμόσει το νόμο που προβλέπει την ύπαρξη απόδειξης για τις προσωπικές παροχές αλλά οι δικαστές υποστήριξαν ότι υπήρχαν πολλοί τομείς στους οποίους οι ομοσπονδιακοί ποινικοί νόμοι αλληλοεπικαλύπτονται και τόνισαν ότι δεν είναι δική τους αρμοδιότητα να αποφασίσουν ποιον θα εφαρμόσουν.

    “Το Κογκρέσο έχει εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει μια ευρύτερη διάταξη για την απάτη των κινητών αξιών και δεν είναι ο ρόλος των δικαστηρίων να ελέγχουν την απόφαση αυτή”, ανέφερε το δικαστήριο.

    H πρόσφατη απόφαση διευρύνει και τον τύπο πληροφόρησης που μπορούν να στοχεύσουν οι εισαγγελείς. Η υπόθεση Blaszczak ήταν κάπως διαφορετική από τις περισσότερες ποινικές διώξεις insider trading, διότι περιστράφηκε κυρίως σε κυβερνητικές πληροφορίες αντί για εταιρικά μυστικά. Ο Blaszczak, ο ο οποίος χαρακτηρίζονταν ως «βασιλιάς της πολιτικής νοημοσύνης», ήταν πρώην αξιωματούχος του Medicare, ο οποίος έλαβε πληροφορίες από έναν πρώην συνάδελφο σχετικά με τις προγραμματισμένες αλλαγές στα ποσοστά αποζημίωσης.

    Ο Blaszczak κρίθηκε ένοχος τον Μάιο του 2018 μετά από δίκη που έγινε στο Μανχάταν, μαζί με την πηγή του στο εσωτερικό της κυβέρνησης, τον Christopher Worrall και δύο συνεργάτες της εταιρίας hedge fund Deerfield Management, τους Robert Olan και Theodore Huber, οι οποίοι έκαναν συναλλαγές σε μετοχές του κλάδου υγείας με βάση τις πληροφορίες. Ο Blaszczak τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης ενός έτους. Ο Worrall καταδικάστηκε σε 20 μήνες φυλάκιση και οι Olan και Huber σε τρία χρόνια έκαστος.

    Η Deerfield, η οποία κατέβαλε στον Blaszczak περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια προμήθεια, χρησιμοποίησε τις πληροφορίες για να βγάλει περισσότερα από 3,5 εκατομμύρια δολάρια κέρδος, δήλωσε ο εισαγγελέας. Η εταιρεία συμφώνησε το 2017 να πληρώσει 4,6 εκατομμύρια δολάρια στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για διακανονισμό, ισχυριζόμενη ότι δεν κατάφερε να εποπτεύσει σωστά τους υπαλλήλους, χωρίς να παραδεχτεί ή να αρνηθεί τους ισχυρισμούς.



    ΣΧΟΛΙΑ