«Σήμερα έχουμε έναν πολύ ωραίο ουρανό. Ελπίζουμε να είναι ωραίος ο ουρανός και πάνω από τους συγγενείς μας».

Πρωινό στη Σεούλ με ωραίο πράγματι καιρό και ουρανό, που δεν τον χωρίζουν τα σύνορα όσο αυστηρά κι αν είναι, όπως αυτά της Νότιας από τη Βόρειο Κορέα. Με αυτή τη χαρακτηριστική φράση του κυβερνήτη της Σεούλ, που απευθυνόταν στους «βόρειους αδερφούς» είχε σημάνει η έναρξη των εκδηλώσεων του φόρουμ «Let’s DMZ» (Ας δημιουργήσουμε αποστρατικοποιημένη ζώνη) με αφορμή την πρώτη επέτειο της Κοινής Διακήρυξης των ηγετών Βορείου και Νοτίου Κορέας για την εκτόνωση της στρατιωτικής έντασης μεταξύ των δύο κρατών.

Επιστήμονες, καλλιτέχνες, πνευματικοί άνθρωποι, ακτιβιστές και οικολόγοι, διεθνείς προσωπικότητες των κινημάτων ειρήνης απ΄ όλο τον κόσμο ήταν καλεσμένοι τον περασμένο Σεπτέμβριο σ΄ αυτό το φόρουμ της Σεούλ, όπου ειδικό βραβείο είχε απονεμηθεί στον Μίκη Θεοδωράκη  – ακούσθηκε ζωντανά μάλιστα το μήνυμά του υπέρ της επανένωσης –  από το υπουργείο Πολιτισμού της Νότιας Κορέας για το μουσικό και ειρηνιστικό έργο του. Βραβείο, που παρέλαβε εκπροσωπώντας τον η τιμώμενη επίσης, μεγάλη Ελληνίδα τραγουδίστρια Μαρία Φαραντούρη, εμβληματική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του, η οποία και συμμετείχε στις εκδηλώσεις.

Παρούσες επίσης, η διεθνής ακτιβίστρια για την Ειρήνη Αμερικανίδα δημοσιογράφος Gloria Steinem, καθώς και η Βιετναμέζα Phan Thi Kim Phuc, πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNESCO σήμερα. αλλά περισσότερο γνωστή ως «το κορίτσι της ναπάλμ», που το 1972, μόλις εννέα χρονών τότε, είχε συγκλονίσει την παγκόσμια κοινότητα μέσα από την φωτογραφία της ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τις βόμβες ναπάλμ στο Βιετνάμ.

Μόνον από την Βόρειο Κορέα δεν υπήρξαν παρουσίες, τουλάχιστον φανερές, αν και οι Νοτιοκορεάτες δημιουργώντας αυτήν την αποστρατικοποιημένη ζώνη στα βόρεια της Σεούλ πιστεύουν, ότι μπορεί να μετατραπεί σε σύμβολο ειρήνης και συνεργασίας για την ανάπτυξη καλύτερων σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ελπίζοντας μάλιστα, ότι αυτό μπορεί να συμβεί στο μέλλον έχουν ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για τις επόμενες εκδηλώσεις, που περιλαμβάνουν και πάλι Ελλάδα.

Η Μαρία Φαραντούρη στη Σεούλ ανάμεσα στην Αμερικανίδα ακτιβίστρια για την Ειρήνη Gloria Steinem, την Βιετναμέζα Phan Thi Kim Phuc και Νοτιοκορεάτες αξιωματούχους

Γιατί «στη Νότιο Κορέα ξέρουν την ελληνική μουσική», λέει η Μαρία Φαραντούρη. «Έπαιξαν εξαιρετικά την 3η Συμφωνία του Θεοδωράκη με χορωδία νέων ανθρώπων, που ερμήνευσαν άρτια τους βυζαντινούς ύμνους του έργου. Οι διοργανωτές είχαν έρθει μάλιστα στην Ελλάδα για να συναντήσουν τον Μίκη ενώ για το ερχόμενο έτος προγραμματίζουν το Κάντο Χενεράλ». Ταξιδεύοντας από 16 χρονών για συναυλίες σε όλον τον κόσμο, μόνον στην Ανατολή δεν είχε φθάσει, και μετά απ΄αυτό το ταξίδι δηλώνει εντυπωσιασμένη από την Σεούλ, τόσο για την τεχνολογία και την οικονομική της ανάπτυξη  – «είναι μια πόλη συγκλονιστική μ΄ αυτά τα πανύψηλα κτίρια, σαν να βλέπεις, όχι ένα αλλά πολλά … Μανχάταν μαζί», όπως λέει – αλλά όσο και για την επένδυση του κράτους στον πολιτισμό. «Κάτι που οι άνθρωποι φαίνεται να εκτιμούν ιδιαίτερα, ίσως ως εκτόνωση από την πολύωρη καθημερινή εργασία ή και ως αντιστάθμισμα, όπως θεωρώ, στην απίστευτη τεχνολογία που τους περιβάλλει».

Όσο για την ποιότητα της μουσικής: «Έχουν φιλαρμονικές και χορωδίες πάρα πολλές, το επίπεδο των μουσικών τους είναι πολύ υψηλό και αγαπούν την κλασική μουσική. Ακόμη και στα ξενοδοχεία κλασική μουσική ακούγεται. Μπαχ, που τον λατρεύω, αλλά μου φαινόταν απίστευτο…». Η ίδια τραγούδησε «Το περιγιάλι το κρυφό», με μία Κορεάτισσα τραγουδίστρια να την συνοδεύει στο τέλος, μεταφρασμένο στη γλώσσα της, επίσης «Το τραίνο φεύγει στις οκτώ» κι «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», αλλά εκείνα που ξεσήκωσαν τον κόσμο κτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια ήταν το «Λίγο ακόμα» και το «Είμαστε δυο».

Η Μαρία Φαραντούρη με την Βιετναμέζα Phan Thi Kim Phuc, πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNESCO

«Έρχεται η φωνή του Αιγαίου με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη», την είχε προσφωνήσει άλλωστε λίγο πριν, ο Κορεάτης ποιητής, ζωγράφος, καλλιγράφος, τραγουδοποιός Jung Tae-choon, γνώστης του ελληνικού πολιτισμού, αρχαίου και σύγχρονου, ο «Σαββόπουλος της Κορέας», όπως τον παρομοιάζει η Μαρία Φαραντούρη, ένας πολύπλευρος δημιουργός, που έγραψε και τραγούδησε στις εκδηλώσεις ένα τραγούδι ειδικά για εκείνην.

-Αναρωτιέμαι αν ο Κιμ Γιον Ουν, ο Τραμπ ή ο Ερντογάν, για να έρθουμε λίγο πιο κοντά σε μας, ακούν μουσική.

-Θα ήταν καλό. Κι όχι μόνον για το συναίσθημα που παίρνει κανείς από τη μουσική κι από την ποίηση… Αλλά κανείς δεν ξέρει… Ο Μίκης είχε γνωρίσει παλιότερα τον Ερντογάν, που ήξερε τότε τα τραγούδια του Λιβανελί αλλά σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Και στα καθ΄ημάς όμως είναι θλιβερό, ότι ενώ υπάρχουν τόσο δύσκολες καταστάσεις με όλα αυτά τα γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή μας, που μας κρατούν σε διαρκή αγωνία, εμείς τσακωνόμαστε διαρκώς μεταξύ μας, αντί να είμαστε ενωμένοι, τουλάχιστον στα βασικά, εθνικά μας θέματα ώστε να μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε.

-Μπορεί η μουσική, η τέχνη να βοηθήσει να γίνει καλύτερος ο κόσμος;

-Ο πολιτισμός είναι μέρος της παιδείας και το καλό τραγούδι, όταν έχει ένα μήνυμα και δεν λέει απλώς «σ΄αγαπώ – μ΄αγαπάς», που κι αυτό το έχει ανάγκη ο άνθρωπος κάποια στιγμή, δεν είμαι εναντίον, βοηθάει στη συνειδητοποίηση και την εγρήγορση για τα θέματα που μας καίνε. Πάρτε την «Περσεφόνη» του Γκάτσου και του Χατζιδάκι, που μέσα σε τρία λεπτά δίνει συμπυκνωμένο όλο το οικολογικό πρόβλημα της εποχής μας. Παρ΄ ότι είχε γραφτεί το ΄76, όταν η οικολογική συνείδηση και η κλιματική αλλαγή ήταν άγνωστα. Ήταν μια καταγγελία τους όμως τότε, απέναντι στο έγκλημα, που γινόταν στην Ελευσίνα.

-Σήμερα φθάνει αυτό το μήνυμα στους ανθρώπους;

– Όχι δεν φθάνει. Γιατί σήμερα κυριαρχεί ο πολιτισμός της τηλεόρασης, δηλαδή ο πολιτισμός της εικόνας. Η τηλεόραση, παρ΄ότι είναι από μόνη της ένα πολύ μεγάλο ατού, καθώς προσφέρει την πληροφορία, δυστυχώς μένει εκεί, δεν μπορεί να μπει σε βάθος. Έτσι το μόνον που κάνουν η τηλεόραση ή το facebook, είναι να καλλιεργούν τον ανθρώπινο ναρκισσισμό. Το βλέπω και στα νέα παιδιά, που δεν διαβάζουν πια, παίρνουν απλώς την πληροφορία και αυτό τους φθάνει, βάθος κανένα. Έχω λοιπόν την ανησυχία, ότι το πνευματικό σκέλος στην Ελλάδα υποχωρεί.

Η Μαρία Φαραντούρη σε συναυλίες στην Σεούλ


-Μπορεί να αλλάξει αυτό;

-Εδώ μπαίνει ο ρόλος της πολιτείας, που οφείλει να προσφέρει και να προστατέψει. Παλιά κάτι γινόταν, λόγω της Μελίνας ή και κάποιων άλλων ανθρώπων αλλά τώρα μόνον διεκπεραιώσεις βλέπω. Έχουμε βέβαια πολλές ελλείψεις, τι να πρωτοκάνει κανείς αλλά στην τέχνη για παράδειγμα, δεν μας σώζει ένα Ηρώδειο. Υπάρχουν τόσα αρχαία θέατρα, που θα έπρεπε να αξιοποιούνται καλύτερα, με προσκλήσεις καλλιτεχνών και ανταλλαγές πολιτισμού, με φόρουμ κλπ. Ο Μίκης είχε πει κάποτε, ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να γίνει η Ελβετία, όχι του χρήματος αλλά του πολιτισμού και του τουρισμού. Να έρχονται οι ξένοι να βλέπουν τα αρχαία μνημεία και ταυτόχρονα να γνωρίζουν το σύγχρονο πολιτισμό. Να αξιοποιούμε δηλαδή και την ιστορία μας.

-Αλλά και η μουσική έχει υποστεί επίθεση από την επέλαση της τεχνολογίας.

– Αλήθεια είναι. Ωστόσο πιστεύω, ότι το δικό μας το έντεχνο τραγούδι –αν και έχει παρεξηγηθεί πλέον ο όρος, ακόμη και οι λαϊκοί έντεχνο λένε το τραγούδι τους – του Μίκη του Μάνου, των επιγόνων, που έχει μουσική και στίχο έξοχα παντρεμένα μεταξύ τους, αυτό το τραγούδι κατά τη γνώμη μου θα μείνει κλασικό. Πάντα θα επανέρχεται και θα υπάρχει αλλά κι εμείς θα ανατρέχουμε πάντα σ΄ αυτό. Και είναι πολύ ελπιδοφόρο πρέπει να πω, όταν βλέπω νέα παιδιά, εικοσάχρονα, χωρίς πολιτικά κόμπλεξ και άλλα παρόμοια να σκύβουν σήμερα στη μουσική μας.

Η Μαρία Φαραντούρη σε συναυλίες στην Σεούλ


-Γράφεται καλό ελληνικό τραγούδι σήμερα;

– Σήμερα έχουμε γίνει ένα παγκόσμιο χωριό. Επηρεαζόμαστε όλοι και οι νέοι ειδικά, που τραγουδούν μόνον αγγλικά, γιατί όλα έχουν γίνει πια αγγλόφωνα. Κάτι που καλλιεργείται ποικιλοτρόπως, για παράδειγμα μέσα από τους μουσικούς διαγωνισμούς της τηλεόρασης, που είναι παγκόσμιο φαινόμενο φυσικά. Αλλά μπορεί κάποια στιγμή να ξεπηδήσει κάποιος με ένα πιάνο μόνο και φωνή και να κάνει τη διαφορά. Ήδη άλλωστε το βλέπουμε αυτό στην Αγγλία, που ήταν πάντα πρωτοπόρα στη μουσική. Τώρα η νέα τάση είναι πιάνο, κιθάρα και φωνή. Γιατί τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς. Κάποια στιγμή επέρχεται κορεσμός, οπότε γεννιούνται νέα.

-Υπάρχει περίπτωση να υπάρξει ξανά στην Ελλάδα μια εποχή σαν του Μάνου και του Μίκη;

-Αυτό που βιώσαμε τότε, δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναγίνει. Οι ποιητές και οι μουσικοί μαζί ήταν μια συγκυρία κοινωνική και πολιτική, που πέρασε. Μια εποχή αναζήτησης της ελληνικότητας στην τέχνη όπου πρωτοστάτησε ο Ελύτης στον οποίο στηρίχθηκαν και δημιούργησαν όλοι, αλλά κι αυτή τέλειωσε. Έχω πει και θα το επαναλάβω για τον Μίκη και τον Μάνο, πως αν δεν ήταν ο ένας από τους δυο, δεν θα υπήρχε κι ο άλλος. Τόσο ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Αλλά και τόσο διαφορετικοί. Ήταν σαν να βρίσκονται κλεισμένοι στο ίδιο δωμάτιο, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, κι ο ένας να δίνει γροθιά για να σπάσει το παράθυρο για να βγει έξω κι ο άλλος αντίθετα να κλείνει τη γρίλια, γιατί ήταν ο πιο εσωτερικός…

-Από την άλλη τα πολιτικά τραγούδια του Μίκη, που ακούστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τόσο πολύ οδήγησαν τελικά σε έναν κορεσμό.

-Το πιστεύω αυτό. Αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, γιατί κάποιοι, το πολιτικό σύστημα, η αριστερά που ήθελε να τον οικειοποιηθεί, του προσδώσανε αυτό το χαρακτηριστικό. Ο Μίκης όμως δεν είναι μόνον αυτό, είναι βαθύτατος καλλιτέχνης εξίσου ερωτικός, όσο και πολιτικός. Δεν ήταν λάθος η στιγμή, που έγραψε το «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους», γιατί έπρεπε να εκφραστεί η οργή για τη δολοφονία του Παναγούλη, αλλά το να παραμένει η εικόνα του στη «Ρωμιοσύνη μην την κλαις» είναι εντελώς άδικο γι΄ αυτόν.

Μίκης Θεοδωράκης και Μαρία Φαραντούρη


-Αυτά τα τραγούδια όμως είχαν μεγάλη απήχηση για μία μακρά εποχή.

-Πράγματι. Και γι΄ αυτό σήμερα στην Ελλάδα πολλοί θυμούνται μόνον τα πολιτικά κομμάτια του Μίκη και δεν παίζουν τίποτε άλλο, τη στιγμή που στη Γερμανία για παράδειγμα, η μεγαλύτερη χορωδία της Λειψίας ερμηνεύει όλα τα χορωδιακά του. Έτσι ισοπεδώνεται όμως μια προσωπικότητα σαν του Μίκη αλλά κατά την γνώμη μου φταίει κι ο ίδιος. Βεβαίως και δεν θα μπορούσε να είναι καλλιτέχνης με έμπνευση αν δεν ήταν και αγωνιστής ταυτόχρονα αλλά έπρεπε να υπερασπιστεί ξεχωριστά και την άλλη του ιδιότητα, την κλασική. Του το έχω πει ανοιχτά αυτό. Έπρεπε να έχει φροντίσει την εικόνα του στη μουσική.

-Προβλήματα κοινωνικά και πολιτικά υπάρχουν όμως πάντα. Για παράδειγμα σήμερα η οικονομική κρίση, το προσφυγικό, γιατί αυτά δεν κινητοποιούν τους καλλιτέχνες;

– Γιατί ο κόσμος έχει γίνει αδιάφορος, η ζωή των ανθρώπων είναι αδιάφορη. Γυρίζουν από τη δουλειά, φοράνε το καινούργιο τους φόρεμα και βγάζουν φωτογραφίες για να τις ανεβάσουν στο facebook.

Συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη στο Ηρώδειο για τα 50 χρόνια της στο τραγούδι


-Αυτό πώς το πάθαμε;

-Ήρθε απότομα. Σήμερα ζούμε σε ένα αβέβαιο μέλλον. Το έχει πει κι ο Μπρεχτ. Κάποτε κοιτούσαμε απέναντι και βλέπαμε τον εχθρό και λέγαμε νάτος, αυτός είναι, θα τον πολεμήσουμε. Ξεκάθαρα πράγματα. Σήμερα όλα είναι μπερδεμένα, κρύβονται πίσω από την ακραία κατανάλωση, την ανούσια πληροφορία, την παντοδυναμία της εικόνας. Παλιά οι άνθρωποι τραγουδούσαν στις ταβέρνες ακόμη και τον «Επιτάφιο». Τώρα είναι όλοι με ένα κινητό στο χέρι και τραβούν φωτογραφίες. Τίποτε άλλο. Δεν ζουν. Κι έχουμε βέβαια όλοι μας ευθύνες γι΄ αυτήν την κατάσταση. Επειδή όμως είμαι αισιόδοξος άνθρωπος θέλω να πιστεύω, ότι σε λίγο καιρό κάτι θα φανερωθεί, θα είναι ένα κίνημα πολιτισμού, που θα τ΄ αλλάξει όλα!

Η Μαρία Φαραντούρη με την υπέροχη και πλούσια κοντράλτο φωνή της, ένα πραγματικό πολιτιστικό απόθεμα της σημερινής Ελλάδας τραγουδάει σήμερα τα πάντα! «Εδώ με ξέρουν ως θεοδωρακικιά αλλά εγώ έχω ανοίξει από χρόνια το ρεπερτόριό μου. Τραγουδάω Χατζιδάκι, ξένα τραγούδια, φέτος έκανα συναυλία στο Ηρώδειο με τραγούδια από τον παγκόσμιο κινηματογράφο, πέρυσι το «Beyond the Borders», που είναι οι μουσικές παραδόσεις της Ανατολής σε συνδυασμό με τα μουσικά ρεύματα της Δύσης», λέει. Δύσκολο άλλωστε να απαριθμήσει κανείς τις συναυλίες της σ΄όλο τον κόσμο, τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε, τις προσωπικότητες που γνώρισε.

Όπως λέει όμως «Θυμάμαι μικρή να τραγουδάω στο εξωτερικό, στο Κοινοβούλιο της Στοκχόλμης καλεσμένη του Ούλαφ Πάλμε, στο Παρίσι επανειλημμένως με τον Μιττεράν, γνώρισα το Κάστρο, έπαιξα με την Φιλαρμονική του Ισραήλ και τον Ζούμπιν Μέτα στο Ηρώδειο, στο Τελ Αβίβ και μετά στο Παρίσι όταν άλλαζε η χιλιετία το «Μαουτχάουζεν», ένα έργο –διαβατήριο για όλο τον κόσμο».

Η Μαρία Φαραντούρη με τον Μάνο Χατζιδάκι

– Ένα πάθος για τη μουσική κι ένας ενθουσιασμός, που δεν έχει καθόλου καταλαγιάσει.

-Ναι, αυτό το είχα από παιδί. Έζησα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια και η παρηγοριά μου ήταν πάντα το τραγούδι. Πήγαινα σε φίλους που είχαν πικάπ και άκουγα Βέρντι. Έβαζα το ραδιόφωνο και άκουγα κλασική μουσική και το Θέατρο στο Μικρόφωνο… Όλα αυτά με βοηθούσαν να αντιμετωπίσω τα παιδικά μου τραύματα, γιατί είναι τρομερό να πάρεις ένα παιδάκι δυόμισι χρονών από τους γονείς του και να το απομονώσεις σε ένα νοσοκομείο για πάνω από ενάμιση χρόνο, όπως συνέβη με μένα, λόγω της πολιομυελίτιδας. Ήμασταν πολλά παιδάκια της γειτονιάς τότε, που δεν είχαμε προλάβει να κάνουμε το εμβόλιο, κλεισμένα στο Παίδων. Κόμπλεξ όμως δεν είχα, ούτε στο σχολείο αντιμετώπισα πρόβλημα, αντίθετα με σέβονταν πάρα πολύ, δεν ήταν όπως σήμερα με το μπούλινγκ .

-Αισθανθήκατε ποτέ να σας περιορίζει αυτό;

-Το μόνο αρνητικό ήταν ότι με περιόρισε στο τραγούδι. Όταν το 1966 πήγαμε με τον Μίκη στη Σοβιετική Ένωση όπου συναντήσαμε τον μεγάλο συνθέτη Χατσατουριάν αλλά και τον Έλληνα αρχιμουσικό Οδυσσέα Δημητριάδη, μου είπαν, όταν με άκουσαν, ότι θα μπορούσα να μείνω εκεί για να σπουδάσω και να γίνω σπουδαία μέτζο σοπράνο. Θυμάμαι γύρισα και κοίταξα τον Μίκη αλλά εκείνος μου είπε «Είναι δικό σου θέμα». Ήξερα όμως, ότι λόγω του κινητικού μου προβλήματος δεν θα μπορούσα να παίξω όπερα, θα έπρεπε να περιοριστώ μόνον στο κοντσέρτο κι αυτό θα ήταν ένα μείον. Κι έτσι δεν έμεινα. Κατά τ΄ άλλα δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Πετάω πάνω στην σκηνή. Ίσως γιατί το κατανίκησε η αγάπη μου για τη μουσική. Γι΄ αυτό λέω, πως όταν οι άνθρωποι βασανίζονται από κάποιο πρόβλημα να στρέφονται στην τέχνη, τη ζωγραφική, το γράψιμο ό,τι αγαπάει ο καθένας. Γιατί είναι μεγάλη ιστορία η δημιουργία. Για αυτό κι εγώ δεν είχα κανένα κόμπλεξ ποτέ. Ήμουν και δίπλα στον Μίκη βέβαια, που ήταν οδοστρωτήρας. Υπήρξα τυχερή, που βρέθηκα κοντά σε έναν τέτοιον άνθρωπο.

Καθισμένες στο σαλόνι του σπιτιού σ΄ένα χώρο ιδιαίτερα οικογενειακό ανάμεσα σε βιβλία, δίσκους και πολλά κορεάτικα έντυπα, που προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε, αναρωτιέμαι αν μετά από τόση ικανοποίηση, που έχει προσλάβει μέσα από τη μουσική αλλά και από την αναγνώρισή σε όλον τον κόσμο υπάρχει κάποιο όνειρο ανεκπλήρωτο

«Η ζωή είναι ένα ταξίδι που συνεχίζεται κι αν έχεις καλή, θετική ενέργεια στα πράγματα όλα τα ξεπερνάς. Έπειτα έρχεται κάθε τόσο μια νέα πρόταση και με ξετρελαίνει», απαντά εκείνη.