ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
H απίστευτη ιστορία ενός ανθρώπου που ξεκίνησε από το μηδέν και έφτιαξε μια ολόκληρη αυτοκρατορία με την ευφυΐα του, κάνοντας την διεθνή κοινότητα να παραμιλά
Γεννημένος στην Σμύρνη στις 15 Ιανουαρίου 1906, ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν είχε το ξεκίνημα που κανείς θα περίμενε για έναν άνθρωπο που πέτυχε όσο κανείς, έζησε μέσα στην απόλυτη χλιδή και τον πλούτο, κατέκτησε τον κόσμο και σφράγισε, με την παρουσία του, το όνομά στο ανθρώπινο μνημονικό αιώνια.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν το δεύτερο παιδί του καπνέμπορα Σωκράτη Ωνάση και της Πηνελόπης Δελόγλου, μιας εύπορης, για την εποχή, οικογένειας, χωρίς ωστόσο η οικονομική τους κατάσταση να συνδέεται σε κανέναν βαθμό με εκείνα τα οποία κατόρθωσε να αποκτήσει αργότερα ο Έλληνας μεγιστάνας. Παρ’ ότι, όμως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η γέννηση ενός γιου σε μια εύπορη οικογένεια στην Σμύρνη εκείνης της εποχής ήταν ένα πολύ καλό ξεκίνημα, όσα ακολούθησαν εξηγούν το γιατί ο Αριστοτέλης Ωνάσης έχασε τα πάντα σε μια πολύ τρυφερή ηλικία και ξαναγεννήθηκε από τις ίδιες του τις στάχτες, χτίζοντας με τη δουλειά και την ευφυΐα του τη δική του αυτοκρατορία.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ανήκε σε εκείνους τους Έλληνες που έζησαν την αγριότητα της Μικρασιατικής καταστροφής, που είδαν φίλους και συγγενείς να βασανίζονται, να δολοφονούνται, που είδαν τις περιουσίες και τα σπίτια τους να χάνονται εν μία νυκτί, που χρειάστηκαν να σταθούν στα δικά τους πόδια, επιβιώνοντας από το μηδέν. Και όλα αυτά, σε μια πολύ νεαρή ηλικία, σε μια φάση ζωής, που ο άνθρωπος πρέπει να είναι αθώος, ανέμελος, προστατευμένος από καθετί το βίαιο και το τραγικό.
«Φτάνοντας στη Σμύρνη το πρωί της Τρίτης 29ης Αυγούστου, τη βρήκαμε λουσμένη στη λιακάδα και βυθισμένη στη μακάρια άγνοια της τρομερής μοίρας που απειλούσε την πόλη», έγραφε ένας επιχειρηματίας από το Μάντσεστερ, που είχε την ατυχία να βρίσκεται στην ιστορική πόλη του ελληνισμού τις ημέρες της καταστροφής.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 9 Σεπτεμβρίου, η Σμύρνη παραδόθηκε στα χέρια του Κεμάλ. Από την ημέρα εκείνη, όσοι Έλληνες δεν κατάφερναν να διαφύγουν, είχαν τον δικό τους σταυρό να κουβαλήσουν, αντιμετωπίζοντας τις ολέθριες συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής. Ο σταυρός που είχε να κουβαλήσει ο Αριστοτέλης Ωνάσης, συγκεκριμένα, είναι ότι είδε την οικογένειά του να ξεκληρίζεται, αλλά και το σπίτι και τα προσωπικά του αντικείμενα να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων.
Ο Γολγοθάς του Ωνάση μετά την Μικρασιατική καταστροφή και το πανέξυπνο κόλπο του, ώστε να μην διωχθεί από τους Τούρκους
Ο πατέρας του Αριστοτέλη Ωνάση, Σωκράτης, βρέθηκε να είναι κρατούμενος στις φυλακές, σε τουρκική συνοικία της Σμύρνης, ενώ ο θείος του, Αλέξανδρος απαγχονίστηκε στον Κασαμπά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Η ευφυΐα του Αριστοτέλη Ωνάση έγινε φανερή από πολύ νωρίς. Και αυτό, διότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ο μόνος από την οικογένεια, που συνέχισε να διαμένει στην οικογενειακή βίλα στο Καρατάς.
Το πατρικό του Έλληνα κροίσου είχαν επιτάξει κάποιοι Τούρκοι, ωστόσο ο 18χρονος, τότε, Αρίστος, είχε κατορθώσει να τους πείσει ότι ο ίδιος ήταν ο μόνος που μπορούσε να επισκευάζει το ιδιόρρυθμο σύστημα θέρμανσης και τα υδραυλικά. Έτσι, εξασφαλίζοντας την παραμονή του στο σπίτι, κατάφερε παράλληλα να διατηρήσει την επικοινωνία με επιχειρηματικές επαφές του πατέρα του, οι οποίες του εξασφάλισαν την πρόσβαση σε κυλίνδρους γραμμοφώνων τελευταίας τεχνολογίας, όπως και στα καλύτερα πούρα και ουίσκι.
Φυσικά, η δικαιολογία που είπε στους Τούρκους εισβολής της πατρικής του κατοικίας ήταν ένα έξυπνο και καλοστημένο ψέμα, ώστε να κερδίσει χρόνο, αλλά και μια πολύτιμη στρατιωτική άδεια διέλευσης, χάρη στην οποία κατάφερε να επισκεφτεί τον πατέρα του και, στη συνέχεια, τα πυρπολημένα κεντρικά γραφεία της οικογενειακής επιχείρησης.
Ο Σωκράτης Ωνάσης πίστευε ότι τα βαριά μεταλλικά χρηματοκιβώτια με τα πολλά τουρκικά χαρτονομίσματα, που βρίσκονταν στα κεντρικά γραφεία της επιχείρησής του μπορεί και να είχαν γλιτώσει από την πύρινη λαίλαπα. Και είχε δίκιο.
Έτσι, όταν ο μικρός Αριστοτέλης επισκέφθηκε τον χώρο, εντόπισε το πολυπόθητο περιεχόμενο και έχωσε στο σακάκι, στο πουκάμισο και στο παντελόνι του όσο περισσότερα χαρτονομίσματα μπορούσε. Χάρη στα χαρτονομίσματα αυτά απελευθερώθηκε ο πατέρας του και οργάνωσε τη δική του διαφυγή με το αμερικανικό πλοίο «Εντσάλ».
Το ταξίδι στην Αργεντινή και η αφετηρία μιας παραμυθένιας ζωής
Στη συνέχεια, η ιστορία αφηγείται ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης, σε ηλικία μόλις 18 χρονών, έφυγε για την Αργεντινή, έχοντας για αποσκευές λιγοστά χαρτονομίσματα στην τσέπη του νεανικού του σακακιού. Όπως έγινε γνωστό αργότερα, ο λόγος που αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Λατινική Αμερική ήταν λόγω οικογενειακής διένεξης, μια απόφαση τυχαία, που οδήγησε τον νεαρό Αρίστο στις πιο επιτυχημένες, για τον ίδιο, αποφάσεις της ζωής του.
Αποφασισμένος να πετύχει, ο Αριστοτέλης έκανε αρχικά δουλειές του ποδαριού, όπως λαντζέρης ή νυχτοφύλακας. Στη συνέχεια, όμως, ο μεγιστάνας κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια θέση ως νυχτερινός τηλεφωνητής στην Βρετανική Τηλεφωνική Εταιρεία. Εκεί, θα αξιοποιήσει την θέση του, ώστε να υποκλέπτει πληροφορίες, που ο ίδιος έκρινε ότι ήταν σημαντικές και χρήσιμες.
Βάσει των στοιχείων που κατάφερε να αποσπάσει, ο Αριστοτέλης αποφασίζει, με τα λιγοστά λεφτά που είχε καταφέρει να κερδίσει, να ξεκινήσει μια μικρή επιχείρηση καπνού, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του. Με την ευστροφία και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, ο Αριστοτέλης Ωνάσης κατάφερε να μετατρέψει μια επιχείρηση που δεν είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει, σε μια που υπολόγιζε όλος ο καλός κόσμος της εποχής.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης σκέφτηκε δύο κόλπα, ώστε να διαδώσει τη φήμη της επιχείρησής του στην Αργεντινή. Το πρώτο ήταν ότι πετούσε άδεια πακέτα σε πολυσύχναστους δρόμους του Μπουένος Άιρες, γεγονός που λειτούργησε σαν μια πολύ ισχυρή διαφήμιση για τον ίδιο και το προϊόν του. Το δεύτερο στοιχείο που τον έκανε να ξεχωρίσει ήταν ότι είχε την ευστροφία να σκεφτεί να δημιουργήσει τσιγάρα πιο ελαφριά, καταλληλότερα για γυναίκες. Το συγκεκριμένο είδος τσιγάρου είχε ροζ φίλτρο και χρυσό χαρτί.