«Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα»: Η διάσημη ρήση της Μελίνας Μερκούρη, 100 χρόνια από τη γέννηση της οποίας συμπληρώνονται σήμερα (18 Οκτωβρίου 1920), όταν ο Παττακός ανήγγειλε ότι της αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια.

Δύο μέρες αργότερα τα μαγαζιά της Νέας Υόρκης πουλούσαν κονκάρδες με τη δήλωση «Η Μελίνα είναι Ελληνίδα».

Το 2020 ορίζεται από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ως έτος τιμητικό για τη μεγάλη ηθοποιό και πολιτικό που απεβίωσε στo Memorial Sloan Kettering Cancer Center το 1994 -πρόκειται για διπλή επέτειο εφόσον συμπληρώνονται και είκοσι πέντε χρόνια από την ημέρα εκείνη που άφησε την τελευταία της πνοή στην κλινική της Νέας Υόρκης.

 

Δεν ορρωδούσε προ ουδενός: έτσι η επιστροφή των Ελγίνειων Μαρμάρων αποτέλεσε σημαία της πολιτικής της δράσης, που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Με τη βραχνή, βελούδινη φωνή της να σιγοτραγουδάει τα Παιδιά του Πειραιά… Παρότι μεγαλοαστή, μπορούσε να ενσαρκώσει και το κορίτσι του λιμανιού διότι διέθετε περίσσεια ευαισθησία… Επιβλητική και χαρισματική τόσο στη θεατρική σκηνή όσο και στην πολιτική. Έντονη προσωπικότητα και αγωνίστρια, με το τσιγάρο στο στόμα να παρατηρεί “δεν αρέσουμε πια Ανδρέα”…

Η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή μοιράζονται ένα αστείο στο Προεδρικό Μέγαρο

Αν η Κάλλας δεν είχε οικειοποιηθεί τον τίτλο της ελληνίδας ντίβας πρώτη, θα τον κέρδιζε οπωσδήποτε η Μελίνα. Με μία διαφορά: ότι ενώ εξελίχθηκε σε σταρ διεθνούς ακτινοβολίας δεν υπέκυψε ποτέ στη γοητεία αυτή αλλά ως καλλιτέχνης και ως πολιτικό πρόσωπο πάντα παρέμενε terre a terre, αγωνιούσε να υπηρετήσει υψηλούς στόχους. Ιδίως μετά το 1967…

Με τον Νταλί και τον Τζέιμ Μέισον στα γυρίσματα της ταινίας «Μηχανικά Πιάνα»

Όσοι τη θυμούνται μικρό κορίτσι, σπεύδουν να μνημονεύσουν τις εμφανίσεις ενός ψηλού κοριτσιού, ασυνήθιστο για εκείνα τα χρόνια, να περιδιαβαίνει τους δρόμους του Κολωνακίου πέριξ της πλατείας όπου διέμενε. Προερχόταν από πολιτικό τζάκι: κόρη του πολιτικού (και υπουργού στις κυβερνήσεις Σοφούλη μετά την Απελευθέρωση) Σταμάτη Μερκούρη, εγγονή του γιατρού και μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη (ο οποίος έχασε το 1914 από τον βενιζελικό αντίπαλό του Εμμανουήλ Μπενάκη για να στρατευτεί αργότερα με τη φιλοκωνσταντινική παράταξη προτού ξανακερδίσει για μια τελευταία φορά το 1929-34).

Το σανίδι αποτελούσε για εκείνη φυσικό, αυτονόητο σκαλοπάτι. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από όπου αποφοίτησε το 1944 και αμέσως εισχώρησε στο δραματολόγιό του, καταρχήν με μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στο κλιμάκιο του Πειραιά. Ωστόσο, τόσο τα πλούσια φυσικά της προσόντα όσο και η πηγαία τόλμη της τη βοήθησαν να εφορμήσει προς τα εμπρός όταν ο Κάρολος Κουν της χάρισε τον πρώτο μεγάλο της ρόλο στο Λεωφορείο ο πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς στο Θέατρο Τέχνης το 1949. Κερδίζοντας την έγκριση του θρυλικού θεατράνθρωπου, καθιερώθηκε αμέσως ως ηθοποιός με ξεχωριστά προσόντα. Παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης έως και το 1950 ερμηνεύοντας Χάξλεϊ, Μίλερ, Ρουσέν ενώ το 1951 μετοίκησε στο Παρίσι για να εγκαινιάσει τη διεθνή της καριέρα με έργα του βουλεβάρτου.

Το 1955 αποτελεί χρονιά ορόσημο διότι τότε συνδέεται με τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν (παντρεύονται το 1966), επιστρέφει στην Ελλάδα και σχεδόν επί μία δεκαετία δαμάζει καίριους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου (Λαίδη Μακβέθ, Λυσσασμένη Γάτα) που ταιριάζουν στο προφίλ της γοητευτικής ντάμας.

Πρωταγωνιστεί στις ταινίες του Ντασέν: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), Ο νόμος (1958), στο εύθυμο Ποτέ την Κυριακή (1960), στην εκσυγχρονισμένη Φαίδρα (1962) με τον Άντονι Πέρκινς και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη, στο θρίλερ παιχνίδι Τοπ-Καπί (1964), στο Στις δέκα και μισή ένα καλοκαιρινό βράδυ (1966), στην Υπόσχεση την Αυγή (1970), θερμή μεταφορά μιας σκιαγραφίας της πληθωρικής ρωσίδας μητέρας του συγγραφέα Ρομέν Γκαρί. Επισης στο στρατευμένο φιλμ Η δοκιμή (1974) με τον Σερ Λόρενς Ολίβιε, την Ολυμπία Δουκάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη μεταξύ άλλων και μετά την πτώση της Χούντας στην Κραυγή γυναικών (1979) με την Έλεν Μπέρνστιν, ιστορία της σύγχρονης Μήδειας εμπνευσμένη από τα εγκληματικά χρονικά αλλά και της ηθοποιού που ερμηνεύει τον τραγικό ρόλο.

Αναδύεται πλέον κυρίως ως κινηματογραφική σταρ, η μεγάλη οθόνη αιχμαλωτίζει την εγγενή της λάμψη και αναδεικνύει την ευφάνταστη χρωματική κλίμακα της ερμηνείας της, το ταμπεραμέντο της -μεγαλοπρεπές αλλά και λαϊκό συνάμα. Η κορυφαία καλλιτεχνική στιγμή σημειώνεται το 1960 όταν το Φεστιβάλ των Καννών την τιμά με το βραβείο ερμηνείας για το ρόλο της ως αισθησιακή Ίλια που πίνει τη ζωή της στο ποτήρι και όλοι στο εξωτικό λιμάνι την αποθεώνουν.

Με Ντασέν και Χατζιδάκη

Η ταινία υποψήφια για πέντε Όσκαρ, χαρίζει στον Μάνο Χατζηδάκη το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο για το τραγούδι σε ξενόγλωσσο στίχο. Το ελληνικό φολκλόρ και η χαρά τη ζωής αποκτούν παγκόσμια φήμη. Ο ίδιος ο Ντασέν υποδύεται τον αρχαιολάτρη Αμερικανό σε μία ταινία που εκφράζει την ειλικρίνεια, την αθωότητα καθώς και τον έρωτά του για τη σταθερή του πρωταγωνίστρια στο φιλμ και στη ζωή. Η Μελίνα βέβαια συνεργάζεται και με άλλους σκηνοθέτες όπως με τον κορυφαίο Άγγλο Τζόζεφ Λόουζι για την Τσιγγάνα (1958) και με τον Χουάν Αντόνιο Μπαρδέμ για τα Μηχανικά πιάνα (1965).

Με τον Ντασέν συνοδοιπόρο επί σαράντα χρόνια έζησε την ελληνική καλλιτεχνική, κοινωνική και πολιτική ζωή της τελευταίας φάσης της ζωής της έως το μοιραίο 1994. Κατά τη χουντική επταετία συμμετείχαν ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα σε όλα τα πλάτη της γης στρατεύοντας τη φήμη τους σε μια προσπάθεια να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινή γνώμη.

Με τον Παπανδρέου στο Λονδίνο

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά την Μεταπολίτευση ο Ντασέν τη σκηνοθετεί κυρίως για το θέατρο (από το θέατρο ξεκίνησε και ο ίδιος) με έργα επιλεκτικά που γνωρίζουν τεράστια επιτυχία με τη σύμπραξη της Μελίνας: Το γλυκό πουλί της Νιότης του Ουίλιαμς με τον θίασο του Γιάννη Φέρτη, η Όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ με τον θίασο του Νίκου Κούρκουλου…

Ωστόσο (παρότι τα πρώτα χρόνια εμφανίζεται εκτάκτως στο σανίδι ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων την Κλυταιμνήστρα στην Ορέστεια του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), εκείνη έχει απορροφηθεί πλέον στην πολιτική. Εκλέγεται βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ το 1977, το 1981, το 1985 και το 1990 και αναλαμβάνει το υπουργείο Πολιτισμού επί οχτώ χρόνια (1981-89). Το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη αφιερώνεται στο έτερο έργο ζωής της: την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.

Η Μελίνα Μερκούρη έθεσε την τέχνη της και τον πολιτικό της βίο στην υπηρεσία του ανθρώπου. Απαραίτητος φόρος τιμής στη μνήμη της οι εκδηλώσεις το 2020 που θα ανακοινωθούν τη Δευτέρα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Chapeau.