ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Προσωπικά αντικείμενα των επιβατών του πλοίου «Μέντωρ», ένα θραύσμα από αρχαίο αμφορέα, καθώς και στελέχη και εξαρτήματα του σκάφους έφεραν στο φως οι αρχαιολόγοι, κατά τη φετινή έρευνα στο ιστορικό ναυάγιο των Κυθήρων. Αυτό που, όπως είναι γνωστό, μετέφερε πριν από δύο και πλέον αιώνες τα Γλυπτά, που είχε κλέψει ο Έλγιν από τον Παρθενώνα και άλλα μνημεία στην Αγγλία.
Πρόκειται για την ετήσια ανασκαφή, που γίνεται από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στο σημείο του ναυαγίου, από το οποίο είχαν ανασυρθεί, ήδη από την εποχή εκείνη, τα κλεμμένα αρχαία, αν και πάντα υπάρχει η ελπίδα ότι μπορεί κάτι να είχε απομείνει στον βυθό. Η φετινή «σοδειά», πάντως, έδωσε ένα χρυσό δακτυλίδι και ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, τη λαβή του ροδιακού αμφορέα με σφράγισμα και την επιγραφή «ΑΝΤΙΜΑΧΟΥ» -μία από τις τέσσερις που έχουν βρεθεί συνολικά- τμήματα ενός ξύλινου διαβήτη, τρία πιόνια σκακιού και τμήματα του σκάφους.
Από το 2009, όμως, που άρχισαν οι συστηματικές ανασκαφές στον «Μέντορα», αρκετά ακόμη αντικείμενα έχουν ανελκυστεί, κυρίως αυτά που χρησιμοποιούσε το πλήρωμα, όπως γυάλινα, πήλινα ή πορσελάνινα σκεύη, κοσμήματα, τρεις πιστόλες, βόλια και μια μικρή οβίδα, κουμπιά από στολές, αρχαία νομίσματα, όργανα ναυσιπλοΐας και, το σημαντικότερο, δύο θραύσματα από αιγυπτιακές αρχαιότητες, που ήταν θαμμένες στον αμμώδη βυθό.
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1802 είχε ναυαγήσει ο «Μέντωρ», έξω από το λιμάνι του Αβλέμονα στα Κύθηρα, έχοντας αποπλεύσει από τον Πειραιά με κατεύθυνση τη Μάλτα και τελικό προορισμό την Αγγλία.
Ήταν φορτωμένο με 16 τεράστια κιβώτια, όπου βρίσκονταν 14 λίθοι από την ζωφόρο του Παρθενώνα, τέσσερα τμήματα από τον Ναό της Απτέρου Νίκης, σπόνδυλοι κιόνων και πολλές άλλες αρχαιότητες, καθώς επίσης και ο Θρόνος του Πρυτάνεως.
Ένα μεγάλο μέρος της λείας του Έλγιν δηλαδή, την οποία μετέφερε στην Αγγλία, προκειμένου να κοσμήσουν την έπαυλη που έκτιζε, όπως τουλάχιστον ήταν το αρχικό σχέδιο. Ο ίδιος δεν ταξίδευε με το πλοίο, επέβαιναν όμως σ΄αυτό δώδεκα άτομα και, ανάμεσά τους, ο Ουίλιαμ Χάμιλτον, που ήταν γραμματέας του και ο επιφορτισμένος για την μεταφορά των αρχαίων, ο λοχαγός Τζον Σκουάιρ και ο αρχαιολόγος και τοπογράφος (αρχαιοκάπηλος με τους σημερινούς όρους) Γουίλιαμ Λικ, ο οποίος επίσης είχε επιδοθεί σε λεηλασία ελληνικών αρχαιοτήτων.
Καπετάνιος ήταν ο Σκωτσέζος Γουίλιαμ Έγκλεν, ο οποίος έγραφε στην αναφορά του, πως «…πριν από έναν μήνα περίπου, έλαβα διαταγή από τον εξοχότατο πρεσβευτή να μεταβώ από τη Σμύρνη στην Αθήνα με το μπριγαντίνο Μέντωρ, για να παραλάβουμε κάσες με μάρμαρα αρχαία, που είχε περισυλλέξει στην πόλη αυτή, έχοντας σχετικό φιρμάνι της Υψηλής Πύλης».
Η σφοδρή κακοκαιρία με δυνατό βορειοδυτικό άνεμο, που έβγαλε το πλοίο από την πορεία του, παρασύροντάς το προς τα Κύθηρα, ήταν η αιτία του ναυαγίου.
Γιατί το καταφύγιο που αναζήτησε στο λιμάνι δεν ήταν ασφαλές, καθώς οι δυνατοί άνεμοι το έριξαν στα βράχια. Έτσι, το απόγευμα εκείνης της μέρας, το φορτωμένο με τα ελληνικά γλυπτά σκάφος βυθίστηκε στα 22 -24 μέτρα βάθος. Επιβάτες και πλήρωμα, ωστόσο, διασώθηκαν, ενώ αμέσως σχεδόν άρχισε η επιχείρηση για την ανέλκυση των κιβωτίων, από Καλύμνιους δύτες, που προσελήφθησαν γι΄αυτόν τον σκοπό.
Τρία χρόνια χρειάστηκαν, όμως, ώσπου να βγουν οι «16 κάσες με μάρμαρα» και «ένα κάθισμα μαρμάρινο» (όπως αναφέρεται στα έγγραφα), ενώ το 1803 έφθασε κι ο ίδιος ο Έλγιν στο νησί, παρ’ ότι δεν αποβιβάστηκε από το πλοίο. Στο διάστημα αυτό, τα αρχαία που έβγαιναν από τη θάλασσα, τα άφηναν στην ακτή καλυμμένα με φύκια, θάμνους, ακόμη και πέτρες, προκειμένου να τα προστατέψουν από τις καιρικές συνθήκες, ενώ υπήρχαν και στρατιώτες που τα φύλαγαν.
Στη συνέχεια και ως το 1804, ο Έλγιν εξακολούθησε τις «αποστολές» των κλεμμένων αρχαίων, το κόστος, όμως, ήταν τεράστιο γι΄αυτόν, κι ήταν ο λόγος που επήλθε η οικονομική του καταστροφή.
Η περιουσία του στην Αγγλία υποθηκεύτηκε από το κράτος και, για να ξεχρεώσει, τους πούλησε τα Γλυπτά. Όχι χωρίς να ακουστούν και αντιρρήσεις στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, πάντως, όταν συζητήθηκε, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν τις ενέργειες και τις μεθόδους του.
Στα νεώτερα χρόνια, μόλις το 1975, ο Ζακ Υβ Κουστώ με την ομάδα του ερεύνησε την περιοχή, προκειμένου να εντοπίσει το ναυάγιο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ώσπου, το 1980, το βρήκαν αυτοδύτες του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, θαμμένο κατά το ήμισυ στην άμμο. Καθώς απόλυτη καταγραφή των μεταφερόμενων αρχαιοτήτων δεν υπάρχει, ο εντοπισμός κάποιων, που ξέφυγαν από την προσοχή των Καλύμνιων δυτών, δεν είναι απίθανος.
Η φετινή ανασκαφή ήταν υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου, Δρ. Δημήτρη Κουρκουμέλη, ενώ, εκτός από αρχαιολόγους, συμμετείχαν θαλάσσιοι βιολόγοι,
συντηρητές αρχαιοτήτων, δύτες, τεχνικοί βυθού και εργατοτεχνίτες.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Τράπεζες: Τι να περιμένουμε το 2025 στα στεγαστικά δάνεια
- «Ημέρα Καριέρας» της ΔΥΠΑ στο Ντίσελντορφ 1.200 θέσεις εργασίας από 45 επιχειρήσεις
- «Κοκκινίζουν» οι μετοχές πληροφορικής – Ποιες εταιρείες έχουν μεγάλες απώλειες
- Μεγάλες αλλαγές στη Δικαιοσύνη: Η στρατηγική για το 2025 και τα άλυτα προβλήματα