Εαν κάποιος μπορούσε να υπολογίσει τα χρήματα που το κράτος έχει «καταχραστεί» από το δημόσιο σύστημα ασφάλισης μέσα ανορθολογικές επιλογές δεκαετιών, χαριστικές ρυθμίσεις και παροχές σε όψιμους συνταξιούχους 40 ή 45 ετών, τότε είναι βέβαιο ότι το σκάνδαλο της Ασπίς Πρόνοια όχι απλώς θα ωχριούσε, αλλά θα ήταν απλώς μια παρωνυχίδα.
Αυτή ήταν η αφοπλιστική απάντηση στελέχους της ασφαλιστικής αγοράς με βαθιά γνώση των θεμάτων, στο ερώτημα για το κατά πόσο οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αποτινάξουν από πάνω τους τη «σκόνη» της πτώχευσης μιας μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας δέκα ακριβώς χρόνια. Πολλώ δε μάλλον όταν καλούνται να διεκδικήσουν την εμπιστοσύνη των ασφαλισμένων ενόψει και της νέας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που θα φέρνει στο προσκήνιο τη μεγαλύτερη συμμετοχή της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς στη δημιουργία αποταμίευσης για το μέλλον.
Αν και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι οι ασφαλισμένοι της Ασπίς Πρόνοια, ελάχιστα έχουν αποζημιωθεί για την ατυχή επιλογή να αποταμιεύσουν τις οικονομίες τους σε μια αφερέγγυα ασφαλιστική εταιρεία και αυτό είναι κάτι που αφήνει βαριά τη σκιά του, επίσης αλήθεια είναι ότι ο ασφαλιστικός κλάδος έκτοτε σε τίποτε δεν θυμίζει την ασφαλιστική αγορά της προηγούμενης δεκαετίας.
Η ενίσχυση της εποπτείας και κυρίως οι νέοι κεφαλαιακοί κανόνες που εφαρμόστηκαν πανευρωπαϊκά γνωστοί ως Solvency II, έχουν μεταβάλλει την εικόνα του ασφαλιστικού κλάδου, που σύμφωνα με τα στοιχεία διαθέτει υπερεπάρκεια κεφαλαίων, αφού για κάθε 1 ευρώ τζίρου αντιστοιχούν πλέον ισόποσα κεφάλαια. Τα κεφάλαια του ασφαλιστικού κλάδου ανέρχονται σήμερα στα 3,7 δις ευρώ, όταν οι απαιτήσεις του Solvency II είναι μόλις 1,8 δις ευρώ και δίνουν στις ασφαλιστικές εταιρείες τον «αέρα» του ισότιμου συνομιλητή στο δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται για την ενίσχυση της συμμετοχής της ιδιωτικής ασφάλισης στο νέο σύστημα επικουρικών συντάξεων για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από το 2021 και μετά.
Αν και τα νούμερα δεν αμφισβητούνται, η ουσία μιας τόσο σημαντικής αλλαγής όπως είναι η μετεξέλιξη του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης σε αμιγώς κεφαλαιοποιητικό, ειδικά όταν τα επίπεδα των κύριων συντάξεων έχουν περιοριστεί σημαντικά, θα πρέπει να λάβει υπόψη της και άλλες παραμέτρους. Μεταξύ αυτών είναι η ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και ενημέρωση στις αποδόσεις των επενδύσεων που μπορούν να πετύχουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, ειδικά σε μια περίοδο χαμηλών επιτοκίων και φυσικά οι ασφαλιστικές δικλείδες που θα πρέπει να προβλεφθούν σε περίπτωση αστοχιών του συστήματος ή ατυχήματος σε κύκλους της οικονομίας.
Η σχεδόν καθολική εξαφάνιση από την αγορά των προϊόντων με εγγυημένες αποδόσεις δεν είναι μια τυχαία επιλογή του ασφαλιστικού κλάδου και αποτυπώνει ακριβώς τη δυσκολία να επιτευχθούν οι αποδόσεις των προηγούμενων δεκαετιών, γεγονός που επιβάλλει προσεκτικές κινήσεις στο πλαίσιο της επερχόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι το φαινόμενο της αδυναμίας του ασφαλιστικού κλάδου να υποστηρίξει τις υψηλές αποδόσεις των προηγούμενων δεκαετιών δεν είναι ελληνικό φαινόμενο και έχει οδηγήσει αρκετές ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες στην έξοδο από την αγορά.
Το γεγονός επίσης ότι τα υπό διαχείριση κεφάλαια του ασφαλιστικού κλάδου στην υπόλοιπη Ευρώπη διαμορφώνονται στο 130% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ όταν στη χώρα μας είναι μόλις 0,8% αποτυπώνει τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει ο κλάδος εάν υιοθετηθούν κίνητρα με τη μορφή κυρίως φοροαπαλλαγών για την ενίσχυση του τρίτου πυλώνα ασφάλισης, δηλαδή την αμιγώς ιδιωτική ασφάλιση. Μια τέτοια επιλογή θα ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών που μπορεί να κατευθυνθεί σε μακροπρόθεσμα συνταξιοδοτικά προγράμματα, συμβάλλοντας στη διεύρυνση της αποταμίευσης όταν οι επιλογές για ικανοποιητικές αποδόσεις από τις παραδοσιακές μορφές αποταμίευσης είναι πενιχρές.