• Κοινωνία

    «Μια συγγνώμη δεν διαγράφει όσα έζησα» λέει ο Λιβανέζος που τον πέρασαν για αεροπειρατή

    • NewsRoom


    Ο Μοχάμεντ Αλι Χαμαντεi του Σαλέχ θεωρείται ένας από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους του Λιβάνου. Στην Ελλάδα δεν έγινε γνωστός γι’ αυτό αλλά γιατί θεωρήθηκε ο… «αεροπειρατής» της TWA και συνελήφθη πριν από μερικές μέρες, πέρασε βράδια στο κρατητήριο, φωτογραφήθηκε ως κατηγορούμενος, του πήραν αποτυπώματα (τόσες φορές που κάποια στιγμή του έβγαλαν το μελάνι με… βενζίνη) και τελικά αποδείχθηκε πως όλα ήταν ένα μεγάλο λάθος.

    Ο 65χρονος Λιβανέζος, ο «αεροπειρατής» που δεν ήταν ο αεροπειρατής της TWA, αποκάλυψε στην Καθημερινή όλα όσα έγιναν από το πρωί της 19ης Σεπτεμβρίου, όταν τον πήραν από το κρουαζιερόπλοιο στη Μύκονο, μέχρι τι στιγμή που κατάφερε να φύγει από την Ελλάδα.

    Η πρώτη του αντίδραση ήταν να βάλει τα γέλια. Ως δημοσιογράφος σε μία από τις πιο έγκυρες εφημερίδες του Λιβάνου μπορεί να μην είχε καλύψει την αεροπειρατεία το 1985, αλλά θυμόταν τις βασικές λεπτομέρειες. Με αφετηρία το αεροδρόμιο του Ελληνικού, ο καταζητούμενος με δύο συνεργούς είχε κρατήσει για 17 ημέρες ομήρους επιβάτες και πλήρωμα και όταν έφτασαν στη Βηρυτό σκότωσαν τον Ρόμπερτ Στέθεμ, δύτη του Αμερικανικού Ναυτικού. «Λέτε να ήμουν εγώ και να ερχόμουν κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά;», τους είπε ο Σαλέχ.

    Τα ονόματά τους πράγματι έμοιαζαν, δεν ήταν όμως ακριβώς τα ίδια (ο τρομοκράτης είναι ο Μοχάμεντ Αλι Χαμαντεΐ του Σαλέχ,  ενώ εκείνος είναι ο Μοχάμαντ Σαλέχ του Αλι) ούτε είχαν την ίδια ηλικία.

    «Οταν συνταξιοδοτήθηκα πριν από 3 χρόνια ήμουν διευθυντής της εφημερίδας μου για όλο τον Νότιο Λίβανο. Πάρτε τηλέφωνο στη χώρα μου και θα σας το επιβεβαιώσουν», επέμενε. Εκείνοι όμως δεν τον άκουγαν. «Στο τμήμα υπήρχε κλίμα ευφορίας. Οι αξιωματικοί προφανώς θεωρούσαν πως είχαν μόλις πιστωθεί μια μεγάλη επιτυχία», λέει στην «Κ» ο Σαλέχ.

    Γύρω στις 10 το βράδυ του ανακοίνωσαν πως θα περνούσε τη νύχτα στο κρατητήριο. Πριν του κατασχέσουν το κινητό, ζήτησε να κάνει ένα τηλέφωνο στον μοναδικό άνθρωπο που θεωρούσε πως θα τον βοηθούσε αποτελεσματικά: Τον Αμπάς Ιμπραήμ. Ο ισχυρός άνδρας, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Λιβάνου επιβεβαίωσε στην «Κ» πως είχαν επικοινωνία. Ακουσε το τι είχε συμβεί και παρότι γνώριζε από το πρώτο λεπτό ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος (οι δύο άνδρες γνωρίζονταν προσωπικά από τα δημοσιογραφικά χρόνια του Σαλέχ) ζήτησε από την ομάδα του να κινήσει άμεσα τη διαδικασία ώστε να πιστοποιηθεί η αθωότητά του.

    Η σύζυγός του, του έφερε στο τμήμα μια αλλαξιά ρούχα και το βαλιτσάκι με τα φάρμακα για την καρδιά, την πίεση και το σάκχαρο. Ηθελε να μείνει μαζί του, αλλά το κρουαζιερόπλοιο θα έφευγε τα μεσάνυχτα και εκείνη δεν είχε βίζα για να παραμείνει στην Ελλάδα. «Μην ανησυχείς, αύριο όλα θα ξεκαθαρίσουν», της είπε. Εμοιαζε ψύχραιμος, αλλά όταν η πόρτα πίσω του κλείδωσε, πανικοβλήθηκε. «Το κελί μύριζε σα δημόσιο ουρητήριο, το κρεβάτι ήταν βρώμικο. Εκατσα σε ένα πάγκο, με ένα ανεξήγητο τρέμουλο παρότι δεν κρύωνα και προσπαθούσα να ηρεμήσω».

    Το επόμενο πρωί οδηγήθηκε στη Σύρο. Ενώπιον αντεισαγγελέα εφετών και χωρίς δικηγόρο, εξήγησε ξανά το ποιος είναι, θεωρώντας πως σε λίγα λεπτά θα ήταν ελεύθερος. Η απόφαση ήταν όμως αρνητική: «Σύλληψη, προσωρινή κράτηση και σύντομα μεταφορά στον Κορυδαλλό» του είπαν. Στο αστυνομικό τμήμα τον φωτογράφισαν και του πήραν τόσες φορές δακτυλικά αποτυπώματα που αναγκάστηκαν να του πλύνουν τα χέρια με βενζίνη για να φύγει το σκούρο μελάνι. Χωρίς κινητό ή τηλεκάρτα δεν είχε τρόπο να επικοινωνήσει με κανέναν. «Αρχισα να πανικοβάλλομαι» θυμάται ο Σαλέχ, «ένιωθα πως είμαι τελείως μόνος και πως από ένα λάθος θα καταστρεφόταν η ζωή μου. Φοβόμουν πως κάποιος θεωρώντας πως είμαι ο τρομοκράτης μπορούσε να με απαγάγει. Ετρεμα επίσης μήπως το μάθαινε η μητέρα μου που είναι 93 ετών και ξέρω πως δεν θα το άντεχε».

    Πίσω στον Λίβανο, στο κτίριο των μυστικών υπηρεσιών, ο Αμπάς Ιμπραήμ είχε την επίσημη επιβεβαίωση από την ομάδα του πως ο Σαλέχ δεν είχε καμία σχέση με την αεροπειρατεία. Ηλπιζε πως ήταν θέμα ωρών να λυθεί η παρεξήγηση. «Επικοινώνησα με τον Ελληνα πρέσβη στη Βηρυτό και τον διαβεβαίωσα πως έχω όλα τα χαρτιά. Το ίδιο έκανα και με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γερμανίας. Τα έγγραφα όμως έπρεπε να φτάσουν μέσω της επίσημης οδού και αυτό, μου είπαν, έπρεπε αναγκαστικά να γίνει τη Δευτέρα», εξηγεί στην «Κ».



    ΣΧΟΛΙΑ