Από το 2021 σε εφαρμογή το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης

Σε εκ βάθρων αλλαγή της επικουρικής ασφάλισης προχωράει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καταθέτοντας νομοσχέδιο το φθινόπωρο στη Βουλή, μετατρέποντας τον δεύτερο πυλώνα ασφάλισης σε αμιγώς κεφαλαιοποιητικό.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Νότης Μηταράκης έχει ήδη συστήσει τις ομάδες εργασίας, προκειμένου να προχωρήσει στη σύνταξη του σχεδίου νόμου, αλλά και στην εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης για την σταδιακή μετατροπή του υπάρχοντος συστήματος με πλήρη διασφάλιση των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων και των εισφορών που έχουν καταβάλει οι εργαζόμενοι.

Το νέο αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα ενεργοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2021 και θα αφορά όσους ενταχθούν στην αγορά από τότε και μετά. Δηλαδή στο νέο σύστημα θα ενταχθούν μόνον οι νέοι εργαζόμενοι, όσοι δηλαδή μπουν στην αγορά εργασίας και καταβάλλουν για πρώτη φορά ασφαλιστικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από την ψήφιση του νέου νόμου και μετά.

Ο κάθε εργαζόμενος που θα πιάνει δουλειά για πρώτη φορά θα καταβάλλει για τη δική του σύνταξη τις εισφορές που αναλογούν στο μισθό του και χρόνο με το χρόνο θα «χτίζει» και το ποσό της δικής του επικουρικής σύνταξης.

Όπως υποστηρίζουν οι αρμόδιοι στο υπουργείο Εργασίας, η αλλαγή αυτή θα οδηγήσει σε μεσοσταθμική αύξηση των μελλοντικών συντάξεων για τις επόμενες γενιές έως και 30%.

Με βάση τις πρώτες εκτιμήσεις, το κόστος για το ασφαλιστικό σύστημα την πρώτη χρονιά μετατροπής δεν θα ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ και στα 40 χρόνια για την πλήρη ανάπτυξη του συστήματος το σωρευτικό κόστος μετάβασης δεν ξεπερνά το 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ.

Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, ο πρώτος πυλώνας (κύρια σύνταξη) θα παραμείνει δημόσιος υποχρεωτικός, διανεμητικός και αναδιανεμητικός, προωθώντας τη μείωση εισφορών και την βελτίωση της σχέσης ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών  και παροχών.

Και στον τρίτο πυλώνα θα δοθούν επιπλέον φορολογικά κίνητρα για τόνωση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην ιδιωτική ασφάλιση.

Οι αλλαγές θα γίνουν στο δεύτερο πυλώνα με τη νέα επικουρική ασφάλιση. Για πρώτη φορά θα εισαχθεί στην Ελλάδα την κεφαλαιοποίηση στις επικουρικές συντάξεις. Δηλαδή η αποταμίευση του κάθε ασφαλισμένου θα παραμένει διαθέσιμη γι’ αυτόν και θα επενδύεται προς αποκλειστικό του όφελος.

Η διαφορά είναι ότι από σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης που είναι η επικουρική ασφάλιση μετά το Νόμο 4387/2016 (νόμος Κατροούγκαλου) μετατρέπεται με το σχέδιο της Ν.Δ. σε αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα με τις ίδιες εισφορές.

Με το νόμο Κατρούγκαλου οι επικουρικές συντάξεις για αιτήσεις από 1ης/1/2015 και μετά έχουν στοιχεία κεφαλαιοποιητικού συστήματος και τα ποσά που προκύπτουν λαμβάνουν ως βάση τις εισφορές, την ηλικία και τις αποδόσεις (σε υποθετική βάση) των αποθεματικών του ΕΤΕΑΕΠ.

Με το νέο σύστημα οι επικουρικές θα βγαίνουν με τις ίδιες παραμέτρους, αλλά η διαφορά είναι ότι οι εισφορές καθενός ασφαλισμένου θα επενδύονται ή δεν θα επενδύονται με δική του απόφαση.

Το νέο σύστημα

Τα βασικά σημεία του νέου συστήματος:

-Η νέα επικουρική αφορά μόνο τους νέους ασφαλισμένους, όσους μπαίνουν στην αγορά εργασίας από 1.1.2021.

-Η νέα επικουρική είναι υποχρεωτική για όλους.

-Οι εισφορές παραμένουν στα σημερινά επίπεδα.

-Κάθε ασφαλισμένος έχει τον ατομικό του λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ.

-Το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών θα αναμορφωθεί και θα αναβαθμιστεί, προκειμένου να διαχειρίζεται τη νέα επικουρική, όντας ταυτόχρονα και ο δημόσιος πάροχος επενδυτικής στρατηγικής.

-Εναλλακτικά, οι ασφαλισμένοι, με ατομική τους δήλωση, θα μπορούν να επιλέξουν άλλον επενδυτικό φορέα, μεταξύ λίστας αδειοδοτημένων και πιστοποιημένων φορέων και επαγγελματικών ταμείων.

-Για πρώτη φορά θα δοθεί η δυνατότητα στον ασφαλισμένο να επιλέξει τον επενδυτικό φορέα, αλλά και το μίγμα της παροχής, όπως για παράδειγμα εφάπαξ καταβολή ή μηνιαία σύνταξη, την ηλικία λήψης της νέας επικουρικής, αλλά την επενδυτική στρατηγική που θα ακολουθήσει.

-Το ΕΤΕΑΕΠ θα είναι ο διαχειριστής των λογαριασμών. Η εποπτεία και ο έλεγχος του συστήματος ανατίθενται στην Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

-Μετάβαση στο νέο σύστημα. Οι σημερινοί συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν τις σημερινές τους παροχές και οι σημερινοί ασφαλισμένοι θα παραμένουν στο σύστημα που ισχύει ήδη. Η μετάβαση χρηματοδοτείται από την ανάπτυξη, αλλά και τον κρατικό προϋπολογισμό στο πλαίσιο της διαγενεακής αλληλεγγύης. Στα 40 χρόνια για την πλήρη ανάπτυξη του συστήματος το σωρευτικό κόστος μετάβασης δεν ξεπερνά το 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ, καθιστώντας το απολύτως διαχειρίσιμο σύμφωνα με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάζονται οι αρμόδιοι στο υπουργείο Εργασίας, σήμερα οι μισθωτοί ασφαλισμένοι δίνουν το 6,5% (το 7% μέχρι 05/2019) του εισοδήματος τους και η μέση επικουρική από κάθε αιτία (γήρας, θάνατος, αναπηρικές) είναι στα 172 ευρώ, με το 70% των δικαιούχων να λαμβάνει χαμηλότερη της μέσης σύνταξης.

Με τις ίδιες εισφορές στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα και με μετριοπαθείς υποθέσεις, μπορούν να επιτευχθούν σημαντικές αυξήσεις. Παράδειγμα ένας ασφαλισμένος με ετήσιο εισόδημα 12.000 ευρώ και 35 χρόνια εργασίας με το σημερινό σύστημα θα λάβει 178 ευρώ επικουρική, ενώ στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα λάβει 257 ευρώ (44% αύξηση).

Επένδυση πόρων του επικουρικού ταμείου

Για πρώτη φορά ελληνικοί θεσμικοί επενδυτές θα διαχειρίζονται τα σωρευμένα κεφάλαια του δεύτερου πυλώνα, σημαντικό μέρος των οποίων θα επανεπενδύεται στην ελληνική οικονομία, δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά οφέλη.

Σήμερα η επενδυτική αγορά στηρίζεται δυσανάλογα σε ξένους θεσμικούς επενδυτές. Ο κάθε ασφαλισμένος πλέον θα έχει ρόλο και λόγο για την επένδυση των χρημάτων που αποταμιεύει και θα λαμβάνει τις αποδόσεις για τις εισφορές που καταβάλλει και σε καμία περίπτωση δε θα ρισκάρει τις εισφορές.

Το υπουργείο Εργασίας θα προσπαθήσει να ακολουθήσει τα πρότυπα κοινωνικής ασφάλισης που εφαρμόζονται σε προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής με στόχο το δημόσιο σύστημα ασφάλισης να γίνει ελκυστικότερο στους νέους.   

Όλο αυτό θα στηρίζεται στην παραδοχή μηδενικού ρίσκου για τον ασφαλισμένο, δηλαδή του τι θα πάρει ο νέος ασφαλισμένος επιλέγοντας την επένδυση των εισφορών του με τον τόκο των κρατικών ομολόγων και την πλήρη προστασία του κεφαλαίου του. Με αυτό τον τρόπο θα υπάρξει σώρευση των ατομικών του εισφορών με κρατικό επιτόκιο κάτι που μακροχρόνια θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις από αυτές του νόμου Κατρούγκαλου, οι οποίες αυτή την στιγμή δεν έχουν καμία ανταπόδοση.

Το ίδιο μοντέλο διαχείρισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων θα προταθεί και στα επαγγελματικά επικουρικά ταμεία που θα λειτουργούν από ασφαλιστικές εταιρίες τραπεζών ή ακόμη και από επαγγελματικά ταμεία που λειτουργούν σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες με στόχο την επίτευξη καλύτερων αποδόσεων προς όφελος των ασφαλισμένων για την λήψη υψηλότερων επικουρικών συντάξεων.

Ο κάθε ασφαλισμένος θα έχει την δυνατότητα από τον πρώτο μήνα ένταξης στο νέο σύστημα που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2021 να παρακολουθεί την απόδοση των εισφορών του, να αλλάζει την επενδυτική πολιτική που ακολουθεί μετά από την παροχή συμβουλών από ειδικούς, ενώ θα έχει την δυνατότητα ρευστοποίησης και καταβολής της σύνταξης του μετά την πρώτη 15ετία. Ωστόσο όσο περισσότερο θα παραμένει στο σύστημα, τόσο υψηλότερο θα είναι το ύψος της επικουρικής σύνταξης που θα λάβει.

Υπό εξέταση θα τεθεί και το πώς κάποιος νέος ασφαλισμένος μετά το 1993, μετά από δική του επιλογή, θα έχει τη δυνατότητα να μεταπηδήσει από το υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης στο νέο σύστημα πλήρους κεφαλαιοποίησης των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών.