Aπολογήθηκε σήμερα, στην 7η τακτική ανακρίτρια, η Πρώην περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, για τις φονικές πλημμύρες στην Μάνδρα Αττικής και μετά την απολογία της, αφέθηκε Ελεύθερη χωρίς περιοριστικούς όρους. Η κυρία Δούρου καθώς και οκτώ ακόμα πρόσωπα βαρύνονται με τις πλημμελημματικού χαρακτήρα κατηγορίες της πλημμύρας από αμέλεια, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως τελεσθείσα κατά συρροή, της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως από υπόχρεο κατά συρροή και της παράβασης καθήκοντος δια παραλείψεως με τις ευθύνες να επιμερίζονται στην περιφέρεια, τους δήμους και τα δασαρχεία.

Η κα Δούρου έφτασε στις 11.30 το πρωί και έδωσε εξηγήσεις μέσω γραπτού υπομνήματος και όπως υποστήριξε οι δυο πραγματογνωμοσύνες που έχουν γίνει, δεν επιρρίπτουν καμία ευθύνη στις Υπηρεσίες της Περιφέρειας Αττικής ούτε στην ίδια την Περιφερειάρχη. Αναφερόμενη στις πλημμύρες του Νοεμβρίου του 2017 σημείωσε  ότι σύμφωνα με τους επιστήμονες τέτοιο σφοδρό φαινόμενο συμβαίνει μία φορά στα 200 χρόνια.

Σημείωσε πως «ήταν εκείνη που προσέφυγε πρώτη, το ίδιο βράδυ της τραγωδίας, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου καταθέτοντας αναφορά με την οποία ζητούσε τη διερεύνηση των αιτίων της καταστροφής, τονίζοντας ότι “πρέπει να μπει τέλος στην κουλτούρα της ατιμωρησίας και της ανευθυνότητας”» ενώ επέρριψε ευθύνες στον τέως περιφερειάρχη Γιάννη Σγουρό. Μάλιστα η ίδια φέρεται να είπε πως κατά τη διάρκεια της θητείας της μπήκαν
για πρώτη φορά, οι βάσεις σοβαρής αντιπλημμυρικής θωράκισης, τονίζοντας ότι έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, με ίδιους ή ευρωπαϊκούς πόρους, 163 αντιπλημμυρικά έργα, προϋπολογισμού περίπου μισού δις ευρώ την ώρα που η προηγούμενη Διοίκηση, το 2014, είχε 57 αντιπλημμυρικά έργα, προϋπολογισμού 60 εκατομμυρίων ευρώ..

Όπως δήλωσε η ίδια:

“Η προφορική η απλή έκφραση υπολείπεται πάντοτε της οδύνης για την απώλεια τόσων ζωών. Με αυτή την πεποίθηση προσήλθα εκείνο το βράδυ, τη νύχτα της τραγωδίας στην εισαγγελία του Αρείου πάγου, με την πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να μην βάλουμε στοπ στην κουλτούρα της ατιμωρησίας. Και ότι πρέπει να βρίσκονται επιτέλους οι πραγματικοί υπεύθυνοι για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα Σ ολόκληρη και όχι μόνο στην Αττική. Πιστεύοντας με την ίδια μου την πράξη ότι η δικαιοσύνη οφείλει να αναζητήσει τος πραγματικές αιτιάσεις και τους πραγματικούς ενόχους και ότι δεν εξυπηρετεί σκοπούς και σκοπιμότητες σήμερα στέκομαι μπροστά σας και λέω ότι το απέδειξε για άλλη μια φορά. Ωστόσο πρέπει Να μοιραστώ μαζί σας την πραγματική μου ανησυχία γι το γεγονός ότι οι άνθρωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης όταν με τόση ευκολία μπορούν να συσταθούν κατηγορητήρια από τον οποιοδήποτε οποτεδήποτε είναι ένας κακός οιωνός για την αποτελεσματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης”.

Τι λέει στο υπόμνημα

Σύμφωνα με όσα φέρεται να υποστήριξε στο υπόμνημά της  αποδίδει το εύρος των ζημιών σε παραλείψεις του προκατόχου της κ. Σγούρου. Και σημειώνει:

“Εν τούτοις η ανακριτική έρευνα (αν κρίνει κανείς από το κατηγορητήριο και τις αδιαλείπτως προστιθέμενες σε αυτό «νέες» κατηγορίες), δεν φαίνεται να στρέφεται προς τις πραγματικές πράξεις ή και παραλείψεις που θα μπορούσαν να αφορούν τις άμεσες αρμοδιότητες ενός περιφερειάρχη. Αλλά να «φορτώνει» στην περιφερειάρχη τις αναρίθμητες, υπάρχουσες ή όχι, παραλείψεις ή πλημμέλειες του οποιουδήποτε υπαλλήλου, οποιασδήποτε υπηρεσίας της Περιφέρειας.
Γιατί όμως γίνεται αυτό; Μα για τον πάρα πολύ απλό λόγο ότι αλλιώς, δηλαδή κατά τρόπο που να αποδεικνύεται άμεσα και συγκεκριμένα αμέλεια της περιφερειάρχου, δεν είναι δυνατή η στήριξη κατηγορίας κατά της Ρένας Δούρου. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την τελείως διαφορετική φύση των ερωτήσεων της προκαταρκτικής εξέτασης από την επίρριψη «των πάντων και άλλων τινών» επί της περιφερειάρχου στην ανάκριση.

Η κ. Δούρου δεν έχει ανάγκη να διαμαρτυρηθεί για τη μη δίωξη των άμεσων και ευθειών παραλείψεων του προκατόχου της κ. Σγουρού. Γνωρίζει την απάντηση, ότι δηλαδή ως πλημμελήματα έχουν παραγραφεί λόγω πενταετίας, ασχέτως του αν η παραγραφή κλείνει στις 31.8.2019 και η προκαταρκτική για τη Μάνδρα διαρκεί ήδη άνω του έτους! Ούτε βεβαίως θα ήθελε να παραπονεθεί για τη «μη» αντιμετώπιση άλλων συγκρίσιμων περιπτώσεων”.