Στις προϋποθέσεις για να επιταχυνθούν οι επενδύσεις και να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που δημιούργησε η κρίση αναφέρθηκε σήμερα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας.

Σε ομιλία του στο πλαίσιο επενδυτικής ημερίδας, ο κ. Στουρνάρας τόνισε την ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.

«Να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, και να προσελκύσουμε νέες άμεσες ξένες επενδύσεις. Να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις, να ξεπεραστεί το ασταθές φορολογικό σύστημα, να περιοριστεί η γραφειοκρατεία. Κάθε ευρώ που έρχεται από το εξωτερικό κινητοποιεί ακόμη 3 ευρώ  προς την ελληνική αγορά» τόνισε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε επίσης ότι οι παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη «δεν συνάδουν με ένα κράτος δικαίου και αποθαρρύνει τις επενδύσεις» ενώ τόνισε ότι πρέπει «να ενισχυθεί το τρίγωνο της γνώσης εκπαίδευσης, καινοτομίας και τεχνολογίας».

Επίσης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται πετύχει φέτος το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, ζητώντας να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα ως το 2022 και να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές.

«Η μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2022 σε συνδυασμό με μείωση φορολογικών συντελεστών και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι υψηλής σημασίας για να δημιουργηθεί  ένα θετικό πλαίσιο. Η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών να ενισχύσει την οικονομία της και να παρουσιάσει πλεόνασμα. Το 2018 το πρωτογενές αποτέλεσμα ήταν 4,3 % και η πρόβλεψη της τότε για φέτος είναι 2,9%. Εφαρμόστηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων και αναδιαρθρώθηκε το τραπεζικό σύστημα. Σήμερα σε ικανοποιητικά επίπεδα οι δείκτες και οι τραπεζικές καταθέσεις παρουσιάζουν ανοδική τάση. Ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων και της προσπάθειας των επιχειρήσεων να απευθυνθούν στο εξωτερικό αυξήθηκαν οι εξαγωγές η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στη μείωση της ανεργίας», σημείωσε.

Προκλήσεις

Παρά την πρόοδο, η ελληνική οικονομία ακόμη αντιμετωπίζει προκλήσεις ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.

«Το πολύ ψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώνει τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη ενώ το υψηλό δημόσιο χρέος δημιουργεί αβεβαιότητα για το αν μπορεί να εξυπηρετηθεί μακροπρόθεσμα. Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία μειώνει τη δυνατότητα επίτευξης ανάπτυξης», τόνισε.

Η μακροχρόνια ανεργία, η γήρανση του πληθυσμού, ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός, κατατάσσουν την Ελλάδα προτελευταία στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ πάνω του 80% των Ελλήνων θεωρεί ότι δεν λαμβάνει υπηρεσίες και παροχές από το Κράτος ανάλογα με τους φόρους που πληρώνει.

Το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται φιλικό για νέες επενδύσεις. Υποχώρησαν οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Το 2018  ανήλθαν σε -4% του ΑΕΠ.

«Προβλέπεται να παραμείνουν αρνητικές τα επόμενα δύο χρόνια ενώ θα έπρεπε να είναι αυξητικές» τόνισε ο κ. Στουρνάρας: «Η πολυετής ύφεση αφήνει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία.  Για να καλυφθεί θα πρέπει να επικεντρωθούν στις πιο εξωστρεφείς και δυναμικές επιχειρήσεις. Η επιτάχυνση επενδύσεων είναι απαραίτητη πάρα τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση».