Εάν έχετε αναρωτηθεί ποτέ για ποιο λόγο οι τιμές της μπύρας παρουσιάζουν τόσο μεγάλες αποκλίσεις στην Ευρώπη – από μόλις 0,60 ευρώ για ένα μπουκάλι μισού λίτρου από τοπική ζυθοποιία στην Τσεχία έως 2,1 ευρώ και περισσότερο στην Ιρλανδία – η απόφαση της Κομισιόν αυτήν την εβδομάδα, να επιβάλει πρόστιμο στην Anheuser-Busch InBev NV, δίνει μια σημαντική απάντηση.

Η εταιρεία, η μεγαλύτερη ζυθοποιία στον κόσμο, καλείται να πληρώσει 200 εκατομμύρια ευρώ για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά. Η απόφαση, ωστόσο, αγγίζει μόνο την επιφάνεια ενός μεγάλου προβλήματος στην ενιαία αγορά της Ευρώπης: την ανικανότητά της να εξασφαλίσει σύγκλιση των τιμών.

Η υπόθεση της AB InBev, την οποία η Επιτροπή ξεκίνησε να ερευνά το 2016, είναι σχετικά απλή. Στο Βέλγιο, η μπύρα Jupiler της εταιρείας αντιπροσωπεύει περίπου το 40% όλων των πωλήσεων μπύρας κατ ‘ όγκο. Η AB InBev μπόρεσε να χρεώσει υψηλότερη τιμή εκεί απ’ ό,τι στη γειτονική Ολλανδία, όπου η αγορά μπύρας είναι πιο ανταγωνιστική. Για να αποτρέψει τους Βέλγους λιανέμπορους από το να αγοράζουν τη Jupiler από την Ολλανδία – δεν υπάρχουν εξάλλου τελωνεία στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών – η AB InBev εκμεταλλεύτηκε τους κανόνες της ΕΕ για την ασφάλεια των τροφίμων, οι οποίοι απαιτούν να είναι κατανοητή κάθε υποχρεωτική σήμανση από τους καταναλωτές στη χώρα όπου τα τρόφιμα πωλούνται. Η ζυθοποιία αφαίρεσε τη γαλλική έκδοση των υποχρεωτικών πληροφοριών από τα μπουκάλια της Jupiler που πωλούνταν σε Ολλανδούς καταναλωτές. Περιόρισε επίσης την ποσότητα μπύρας που θα πωλούσε στους Ολλανδούς προμηθευτές. (Η AB InBev συνεργάστηκε με την έρευνα, της μειώθηκε το πρόστιμο και δεν θα ασκήσει έφεση)

Υπάρχουν σχεδόν σίγουρα περισσότερες τέτοιες συμπεριφορές σε ολόκληρη την Ευρώπη – η ΕΕ απλά δεν κατάφερε να πιάσει τους άλλους.

Υπάρχουν τρεις προφανείς λόγοι για τους οποίους οι τιμές μπύρας μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Ο ένας είναι ότι το φορολογικό καθεστώς δεν είναι παντού το ίδιο. Ο ΦΠΑ διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ομοίως και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης.

Όμως, αποκλίσεις υπάρχουν και στις τιμές προ φόρων. Οι ερευνητές που έχουν μελετήσει τις διαφορές στις τιμές των τροφίμων τις αποδίδουν, μεταξύ άλλων λόγων, στις καταναλωτικές συνήθειες και τα επίπεδα πλούτου που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η τιμή της μπύρας συσχετίζεται αρνητικά με το επίπεδο κατανάλωσης μιας χώρας και θετικά με το κατά κεφαλήν εισόδημα. Για να το πούμε ωμά, σε μια πλούσια χώρα που πίνει λιγότερη μπύρα, ένα μπουκάλι μπύρα θα είναι ακριβότερο.

Αυτοί οι δύο παράγοντες, ωστόσο, εξηγούν περίπου το ήμισυ της διακύμανσης των τιμών των μπύρας προ φόρων. Αυτό είναι ταυτόχρονα πολύ, αλλά και όχι αρκετό. Η μπύρα μαζικής αγοράς είναι ένα σχετικά απλό προϊόν όσον αφορά τα συστατικά, τις απαιτούμενες επενδύσεις και την απαιτούμενη ποσότητα εργασίας (οι οικονομίες κλίμακας είναι μεγάλες). Το υπόλοιπο της διακύμανσης πρέπει να εξηγείται από επιρροές που δεν είναι τόσο εύκολο να αναλυθούν, όπως η πανευρωπαϊκή χονδρική και λιανική υποδομή – και τα ανταγωνιστικά τοπία που διαμορφώνουν τη δυνατότητα των μεγάλων ζυθοποιών να διαμορφώνουν τις τιμές, όπως έκανε η AB InBev στο Βέλγιο. Ακόμη και σε μια ήπειρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, αυτό που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι μια άκρως ανταγωνιστική αγορά συχνά δεν είναι, όπως αποδεικνύει η παρούσα υπόθεση.

Στην πραγματικότητα, οι τιμές μπορεί να αποκλίνουν ευρέως ανά την ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα επίπεδα τιμών καταναλωτικών αγαθών που καταναλώθηκαν από τα νοικοκυριά το 2017 διέφεραν από το 70% του μέσου όρου της ΕΕ στη Βουλγαρία έως το 127% στη Δανία. Η διακύμανση ήταν υψηλότερη το 2017 από ό, τι το 2008, αν και τα επίπεδα εισοδήματος σε όλη την ΕΕ συνέχισαν να συγκλίνουν κατά τη διάρκεια αυτών των ετών.

Σε μια μελέτη που δημοσίευσαν πέρυσι, η Alexandra Halka και η Agnieszka Leszczynska-Paczesna από την Πολωνική Εθνική Τράπεζα έδειξαν ότι η σύγκλιση των τιμών στην ΕΕ, ενώ ήταν εμφανής πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, σχεδόν σταμάτησε το 2009. Το αποδίδουν αυτό εν μέρει στα περισσότερα μέτρα προστατευτισμού της εγχώριας αγοράς μετά την κρίση. Ακόμη και στην ΕΕ, είναι εφικτό να υπάρχουν προστατευτικά μέτρα σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, κυρίως μέσω φορολογικών καθεστώτων – όπως για παράδειγμα με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μπύρας. Ωστόσο, η απουσία σύγκλισης των τιμών αποτελεί επίσης ένδειξη των προβλημάτων της ΕΕ όσον αφορά στην αντιμετώπιση άλλων παραγόντων στρέβλωσης, συμπεριλαμβανομένης της ισχύος των εμπόρων λιανικής πώλησης και των μεγάλων παραγωγών στην αγορά.

Αποφάσεις όπως αυτή για την AB InBev βοηθούν, αλλά παρόμοια προβλήματα υπάρχουν σε πάρα πολλές αγορές για να ληφθεί ταυτόχρονα δράση σε όλες αυτές.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, οι «αυξανόμενες τιμές» βρίσκονται στη λίστα των πιο πιεστικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει η ΕΕ.

Η δημιουργία όρων ίσου ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και, συνεπώς, η μείωση των τιμών υπήρξε μια υποεκτιμημένη λειτουργία της ΕΕ, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη προσοχή. Χάρη στην απόφαση για την AB InBev, οι Βέλγοι καταναλωτές μπύρας θα μπορούν με απολαμβάνουν φθηνότερη τη Jupiler, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν άλλες, τεχνητές ανισορροπίες.