ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) έκανε «λίφτινγκ» στο πιο αμφιλεγόμενο χαρτονόμισμά της, με προηγμένα χαρακτηριστικά ασφαλείας και θέμα την επικοινωνία.
Το νέο χαρτονόμισμα των 1.000 φράγκων που κυκλοφορεί στις 13 Μαρτίου απεικονίζει μια χειραψία και το κοινοβούλιο της Ελβετίας.
Το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα της Ελβετίας προκάλεσε αντιδράσεις μεταξύ άλλων από τον πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Larry Summers, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα μεγάλα χαρτονομίσματα ευνοούν τις παράνομες δραστηριότητες. Η αποκάλυψη του νέου χαρτονομίσματος έρχεται επίσης λίγες εβδομάδες μετά την κατάργηση της έκδοσης του μεγαλύτερου χαρτονομίσματος των 500 ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Ωστόσο, η SNB λέει ότι τα μεγάλα χαρτονομίσματά της χρησιμοποιούνται τακτικά για συνηθισμένες πληρωμές.
«Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι κίνδυνοι αυτοί είναι μεγαλύτεροι», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της SNB Fritz Zurbruegg σε συνέντευξη Τύπου στη Ζυρίχη την Τρίτη. «Στην Ελβετία το τραπεζογραμμάτιο των 1.000 φράγκων χρησιμοποιείται ως μέσο πληρωμών».
Ακολουθούν ορισμένα στοιχεία για τα χαρτονομίσματα της Ελβετίας και την αγάπη των πολιτών για τα μετρητά.
Την ώρα που σε χώρες όπως η Σουηδία, όπου τα υποκαταστήματα των τραπεζών έχουν σταματήσει να χειρίζονται μετρητά και ακόμη και οι ενορίες των εκκλησιών έχουν αρχίσει να λαμβάνουν δωρεές μέσω κινητής εφαρμογής, στην Ελβετία τα μετρητά είναι ακόμα δημοφιλή, με την ποσότητά τους στην κυκλοφορία να αυξάνεται.
Τα χαρτονομίσματα της Ελβετίας παράγονται από την εταιρεία Orell Fuessli με έδρα τη Ζυρίχη, που γιορτάζει την 500ή επέτειό της φέτος. Η έκδοση των χαρτονομισμάτων ονομαστικής αξίας 1.000 φράγκων ξεκίνησε με την τέταρτη σειρά τραπεζογραμματίων της SNB το 1938.
Από ένα ερωτηματολόγιο που διανεμήθηκε το 2017 προέκυψε ότι τα μετρητά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται συχνά, παρά την εμφάνιση εφαρμογών και άλλων ηλεκτρονικών μέσων για τη διευθέτηση τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών λογαριασμών.
Περίπου το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είχαν κρατήσει ένα χαρτονόμισμα 1.000 φράγκων το τελευταίο ένα ή δύο χρόνια. Για χαρτονομίσματα των 200 φράγκων, ο αριθμός αυξάνεται σε περισσότερο από 60 τοις εκατό.