ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Εννέα χρόνια μετά την τελευταία έκδοση 10ετούς ομολόγου, η χώρα είναι έτοιμη να ξαναβγεί στις αγορές με τον αντίστοιχο μακροπρόθεσμο τίτλο. Όπως όλα δείχνουν, αυτό αναμένεται να γίνει πιθανότατα αύριο, αν δεν συμβεί κάτι εντελώς απρόοπτο που μπορεί να παρατείνει τη διαδικασία για λίγο ακόμα.
Ήδη σήμερα ανακοινώθηκαν οι ανάδοχοι της έκδοσης, το σχήμα των οποίων είναι ανανεωμένο κατά 50% σε σχέση με τις μεγάλες διεθνείς τράπεζες που είχαν αναλάβει το αμέσως προηγούμενο, πενταετές ελληνικό ομόλογο.
Οι τρεις τράπεζες που θα έχουν κοινή παρουσία και στις δύο εκδόσεις είναι οι Goldman Sachs, HSBC και η JP Morgan.
Σε αυτές προστίθεται η νέα τριπλέτα των Citi, BNP Paribas και Credit Suisse που παίρνουν τις θέσεις των Bank of America Merrill Lynch, Morgan Stanley και Societe Generale.
Αποτελεί συνήθη πρακτική για τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να κάνει… rotation στο σχήμα των αναδόχων και να μην έχει μονίμως τους ίδιους «παίκτες». Η επιλογή τους γίνεται με βάση το δίκτυο που διαθέτουν οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες, αλλά και από μία σειρά άλλα κριτήρια, τα οποία σχετίζονται με την ικανότητά τους να προσελκύουν περισσότερους ενδιαφερομένους για τις ελληνικές εκδόσεις ομολόγων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δυνητικό ρόλο αναδοχής στα ελληνικά ομόλογα μπορούν να διαδραματίσουν περίπου 15 ξένες τράπεζες,
Στην προηγούμενη έκδοση της 5ετίας, η αμοιβή των αναδόχων της έκδοσης είχε διαμορφωθεί στο 0,125%, ήτοι στα 3,12 εκατ. ευρώ, από τα 2,5 δισ. που ήταν τα κεφάλαια τα οποία και αντλήθηκαν.
Περίπου στα ίδια επίπεδα αναμένεται να κυμανθούν και πάλι οι αμοιβές των αναδόχων.
Εκτιμάται ότι το 10ετές ομόλογο της Ελληνικής Δημοκρατίας που θα αποτελεί και σημείο αναφοράς θα αντλήσει περί τα 2 δισ. ευρώ, με ένα επιτόκιο το οποίο με τα σημερινά δεδομένα μπορεί να είναι ελαφρά κάτω ή ελαφρά πάνω από το 4%.
Στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση, το 10ετές ομόλογο είχε εκδοθεί στις 11 Μαρτίου 2010, με τη χώρα να έχει αντλήσει 5 δισ. ευρώ, με επιτόκιο τότε 6,25%, ενώ η ετησιοποιημένη απόδοση του τίτλου αυτού είχε διαμορφωθεί στην περιοχή του 6,40%.
Αυτή ήταν και η τελευταία έξοδος της χώρας στις αγορές, γιατί αμέσως μετά μεσολάβησαν τα μνημόνια και τα προγράμματα διάσωσης από τους δανειστές της χώρας.