ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το ποσό των 3,5 δισ. ευρώ αγγίζουν πλέον οι γερμανικές επενδύσεις στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο. Τα σημαντικά αυτά κεφάλαια αυτά προέρχονται από 120 επιχειρήσεις συνολικά, που απασχολούν περί τους 27.000 εργαζόμενους και πραγματοποιούν ετήσιο τζίρο της τάξης των 7,7 δισ. ευρώ, ήτοι περίπου το 3% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Οι τομείς ενδιαφέροντος των γερμανικών επενδύσεων και ο ρόλος του Επιμελητηρίου
Ειδικότερα, τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι μεγάλο μέρος των επενδύσεων στρέφεται στους τομείς των αγροδιατροφικών προϊόντων, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της διαχείρισης απορριμμάτων, της ανακύκλωσης, του τουρισμού, των logistics, της τεχνολογίας, της οργανωμένης λιανικής και των ασφαλειών.
Όπως όλα δείχνουν, το ενδιαφέρον των Γερμανών επιχειρηματιών είναι διαρκώς αυξανόμενο και το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο κάνει προσπάθεια να λειτουργήσει ευεργετικά στην πιθανότητα επέκτασης των επενδύσεων στην ελληνική αγορά, αποτελώντας τον επικοινωνιακό δίαυλο μεταξύ των δύο κρατών, προκειμένου να διευκολύνει ανάλογες επιχειρηματικές δράσεις.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση του Επιμελητηρίου, «ασκώντας ρόλο καθοδηγητικό, αλλά και υποστηρικτικό, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο στηρίζει επιχειρηματικές καθώς και επενδυτικές πρωτοβουλίες των Γερμανών στην Ελλάδα, κυρίως στον τομέα της παραγωγής, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό ενισχύει, τόσο την εγχώρια οικονομία, όσο και την απασχόληση σε μια αγορά, όπου η ανεργία παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα».
«Οι παραγωγικές επενδύσεις αποτελούν τη μόνη διέξοδο για να γυρίσει σελίδα η χώρα. Το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, επιδιώκει στρατηγικά την προσέλκυση Γερμανών επενδυτών στην Ελλάδα, μέσα από στοχευμένες δράσεις, θεωρώντας ότι θα δώσουν πνοή στην επιχειρηματικότητα της χώρας», δηλώνει ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Μιχάλης Μαΐλλης, συμπληρώνοντας ότι «η γερμανική επενδυτική παρουσία χρόνο με το χρόνο τονώνεται, ενισχύοντας τη γενικότερη προσπάθεια της Ελλάδας να διατηρήσει σε σταθερή τροχιά τον αναπτυξιακό ρυθμό της οικονομίας της».
Οριακή αύξηση του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών
Οι πληροφορίες δείχνουν, επιπροσθέτως, βελτίωση στην εμπορική δραστηριότητα μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, με το περασμένο έτος να σημειώνει οριακή αύξηση, καταγράφοντας την αξία των 8 δις περίπου.
Για την τόνωση των ελληνογερμανικών εμπορικών συναλλαγών, το επιμελητήριο αναφέρει ότι, κατά την τελευταία τριετία, υλοποίησε περί τις 900 επιχειρηματικές συναντήσεις στους κλάδους του τουρισμού, της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της τεχνολογίας και της αγροτικής οικονομίας.
Οι ενδιαφέρουσες ενδείξεις του 2018
Το 2018, συγκεκριμένα, διοργανώθηκαν περισσότερες από 80 εκδηλώσεις και δράσεις, στις οποίες συμμετείχαν 6.068 ενδιαφερόμενοι, ενώ πραγματοποιήθηκαν 5 επιχειρηματικές αποστολές από και προς τη Γερμανία, που συνεχίστηκαν με τη διοργάνωση 4 ελληνικών επιχειρηματικών αποστολών σε μεγαλουπόλεις της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, με στόχο την προώθηση ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στους μεγάλους καταναλωτικούς πληθυσμούς απομακρυσμένων αγορών.
Παράλληλα, ενισχύοντας την ελληνική παρουσία στις μεγαλύτερες Διεθνείς Γερμανικές Εκθέσεις, αλλά και σε εκθέσεις άλλων εθνικών αγορών, που διοργανώνονται από γερμανικούς εκθεσιακούς οργανισμούς και για τις οποίες το επιμελητήριο είναι ο επίσημος αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και Κύπρο, το 2018 υποστήριξε τη συμμετοχή 488 Ελλήνων εκθετών και 9.975 εμπορικών επισκεπτών.
Ο γενικός διευθυντής του Επιμελητηρίου, κ. Αθανάσιος Κελέμης, σχολιάζοντας τις εξωστρεφείς πρωτοβουλίες του φορέα, σημειώνει ότι «δυνατό όπλο της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας αποτελεί η εξωστρέφεια. Η τόνωση των εξαγωγών είναι αυτή που θα μειώσει το έλλειμμα στις εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας και θα αυξήσει το ΑΕΠ με την εισαγωγή νέων κεφαλαίων στη χώρα». Προσθέτει, δε ότι «το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, με ένα δυναμικό 800 μελών, προσβλέπει στην ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και επιμένει με στοχευμένες ενέργειες ευρωπαϊκής και εθνικής εμβέλειας, ανοίγοντας διεξόδους προς τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, τη Γερμανία».