Μεγάλο πλήγμα για τη φαρμακοβιομηχανία αποτελεί ο μηχανισμός αυτόματων επιστροφών (claw back), τις οποίες καταβάλλουν οι εταιρίες στο κράτος, προκειμένου να καλύψουν την υπέρβαση του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης. Το ολοένα αυξανόμενο ποσό έχει φτάσει σήμερα να ισούται με τον ετήσιο τζίρο των επτά μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών στην Ελλάδα, ενώ πλησιάζει… επικίνδυνα στο ετήσιο «πλαφόν» της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ (1,9 δις).

Από το 2013 που θεσμοθετήθηκε, πέντε χρόνια μετά έχει αυξηθεί κατά 10 φορές, καθώς για το 2018 μαζί με το rebate αναμένεται να ανέλθει στα 1,4 δις, σε εξωνοσοκομειακή και ενδονοσοκομειακή δαπάνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2012 έως το 2017 έχει σημειωθεί συσσωρευτική αύξηση 339%, ενώ εάν συνεχιστεί η αύξηση με τους ίδιους ρυθμούς, οι επιπτώσεις στη βιομηχανία, στις θέσεις εργασίας αλλά και στην προσβασιμότητα στο φάρμακο θα είναι δραματικές.

Τα παραπάνω αναφέρθηκαν σε στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Εθνική φαρμακευτική πολιτική: Συνέχεια και αναθεώρηση στη μεταμνημονιακή επόχή», στο πλαίσιο του 14ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για τη Διοίκηση, τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας.

Το πρόβλημα

Εξαιτίας της «ξέφρενης» πορείας του claw back, η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, η οποία δεν διαθέτει μεγάλα κεφάλαια, συσσωρεύει χρέη που θα πρέπει να πληρώσει στο μέλλον, ενώ από την άλλη πλευρά, οι διεθνείς εταιρίες αναζητούν κίνητρα για να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.

«Γινόμαστε προβληματικές επιχειρήσεις, χωρίς κανένας να υπολογίζει εάν αυτό συμφέρει ή όχι το κράτος. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν συμφέρει το κράτος, το οποίο δεν εισπράττει αυτά τα ποσά, αλλά κανείς δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Το μέγεθος του προβλήματος, το οποίο το οποίο απαιτεί επείγουσα λύση, δεν έχει γίνει κατανοητό από κανέναν», σημείωσε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και αντιπρόεδρος της Elpen, Θεόδωρος Τρύφων, επισημαίνοντας ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα λειτουργούν 27 παραγωγικές μονάδες, των οποίων πλήττεται η βιωσιμότητα.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του PhRMA Innovation Forum (PIF) και διευθύνων σύμβουλος της Janssen, Μάκης Παπαταξιάρχης, σημείωσε«Είμαστε αντιπρόσωποι πολυεθνικών ομίλων, οι οποίοι πρέπει να βρουν ένα κίνητρο και ένα περιεχόμενο στο γιατί να βρίσκονται εδώ και γιατί να επενδύσουν. Εμείς τους βάζουμε το απόλυτο πρόταγμα που είναι ο Έλληνας ασθενής και μένουμε εδώ και το υπηρετούμε με απόλυτο τρόπο, ακόμα και αν πλέον δεν είναι ούτε προβλέψιμος ούτε βιώσιμος».

Όπως ανέφεραν οι ομιλητές, ο μηχανισμός αυτόματων επιστροφών έχει αδρανοποιήσει πλέον ένα ολόκληρο σύστημα, εξαλείφοντας κάθε κίνητρο για μεταρρυθμίσεις ή παρεμβάσεις, αφού οποιαδήποτε υπέρβαση την «χρεώνεται» η φαρμακοβιομηχανία.

Το claw back έχει καταργήσει κάθε κίνητρο ανταποδοτικότητας και όταν καταργούνται τα κίνητρα ανταποδοτικότητας ο δρόμος είναι η λιτότητα», τόνισε ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και πρώην Κοσμήτωρας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), Γιάννης Κυριόπουλος, θίγοντας ακόμα ένα σημαντικό θέμα:  «Όταν το claw back υπερβαίνει ένα ορισμένο επίπεδο και μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο ουσιαστικά καταργεί το σύστημα τιμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για προμηθευτές και καταναλωτές.  Το σύστημα τιμών επιλέγεται γιατί, με βάση ορισμένα τεχνικά στοιχεία, θεωρούμε ότι εκεί θα υπάρξει μία σύμπτωση της μεγιστοποίησης του κέρδους των προμηθευτών και της μεγιστοποίησης της χρησιμότητας των καταναλωτών. Είναι το άριστο σημείο συνάντησης όπου και οι μεν και οι δε είναι ικανοποιημένοι», σημείωσε ο κος Κυριόπουλος.

Όσον αφορά στην ανακατανομή του claw back, με την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού της ανάπτυξης από 90/10 σε 75/25, η φαρμακοβιομηχανία αντιδρά, κάνοντας λόγο για επιβολή «προστίμου» στην ανάπτυξη. Όπως εξηγεί ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι όποιες εταιρίες καταφέρουν να αναπτυχθούν μέσα στην επόμενη χρονιά (έστω και πλασματικά λόγω συγχωνεύσεων ή αλλαγών σε συνεργασίες) θα τιμωρηθούν συμμετέχοντας σε ένα «πρόστιμο» από €150 εκατ. – €200 εκατ. ευρώ ανάλογα με την έκβαση του claw back.

«Είμαστε σε μια εποχή που φαρμακοβιομηχανία και πολιτεία συμφωνούν ότι τα claw backs πρέπει να εκλείψουν. Ως αναγκαίο μέτρο έπαιξαν το ρόλο τους. Η βιομηχανία, ως ένας από τους τρεις πυλώνες συνέβαλλε και συνεχίζει να συμβάλει στο να μην στερηθούν οι ασθενείς τα φάρμακά τους, χρηματοδοτώντας τουλάχιστον το 30% της συνολικής δαπάνης. Όμως, όταν έχουν φτάσει μαζί με τα rebates σε τόσο δυσθεώρητα ύψη, τότε τίθεται πλέον το θέμα της βιωσιμότητας», σημείωσε ο γενικός γραμματέας του ΣΦΕΕ και γενικός διευθυντής της Boehringer Ingelheim, Δημήτρης Αναγνωστάκης, επισημαίνοντας παράλληλα το ζήτημα της προβλεψιμότητας: «Δεν γνωρίζουμε τι θα πληρώσουμε την επόμενη χρονιά, και αυτό είναι απαγορευτικό για την επιχειρηματικότητα», τόνισε.

Η λύση

Όλοι συμφωνούν ότι η φαρμακευτική δαπάνη που παρέχεται από την πολιτεία δεν επαρκεί και πρέπει να αυξηθεί. Όπως σημείωσαν οι ομιλητές, υπάρχουν δύο διαφορετικές μελέτες που καταδεικνύουν ότι ο προϋπολογισμός του 1,9 δισ. πρέπει να είναι τουλάχιστον 2,3 δισ., προκειμένου να παρέχονται αξιοπρεπείς συνθήκες φαρμακευτικής περίθαλψης στους πολίτες. Αναφορικά με την «ένεση» των 45 εκατ. που προτίθεται η πολιτεία να δώσει στο νοσοκομειακό προϋπολογισμό το 2019, η φαρμακοβιομηχανία υποστηρίζει ότι είναι ένα ελάχιστο ποσό μπροστά στην πραγματική δαπάνη που απαιτείται.

Ένας από τους βασικότερους λόγους υπέρβασης της δαπάνης είναι η υπερσυνταγογράφηση, της οποίας ο έλεγχος είναι απαραίτητος μέσω εργαλείων (HTA, θεραπευτικά πρωτόκολλα) τα οποία όμως, όπως τονίστηκε, ενώ έχουν θεσπιστεί δεν εφαρμόζονται ακόμη πλήρως.

Για την ανακούφιση από τις δυσθεώρητες επιβαρύνσεις, η φαρμακοβιομηχανία, αιτείται την εύρεση επιπλέον κονδυλίων για την πρόληψη (εμβόλια), την κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών των ανασφαλίστων από τα κονδύλια της πρόνοιας, τη θέσπιση ενός ανώτατου ορίου στο claw back με την εισαγωγή της συνυπευθυνότητας, αλλά και μείωση του claw back μέσω αφαίρεσης κονδυλίων από τις επενδύσεις για κλινική έρευνα ή από τις επενδύσεις που απαιτούνται για την προσαρμογή στον ευρωπαϊκό κανονισμό περί ψευδεπίγραφων φαρμάκων.

Επίσης, να κατανέμεται στις επιχειρήσεις με βάση την εργοστασιακή τιμή και όχι την τιμή λιανικής, ώστε να μην επιβαρύνονται και με όλα τα επιμέρους ποσοστά της εφοδιαστικής αλυσίδας.

«Η συνυπευθυνότητα είναι μία έννοια που έχει πολύ μεγάλη σημασία όταν διαμορφώνεις πολιτική φαρμάκου. Υπάρχει συνυπευθυνότητα και από πλευράς πολιτείας και από πλευράς βιομηχανίας και από πλευράς ασφαλισμένων. Είμαστε σε μία εποχή που πρέπει να μιλήσουμε για μια βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική και πρέπει να μπουν όρια. Το να μην γνωρίζει η φαρμακοβιομηχανία ποιο θα είναι το claw back που θα πρέπει να πληρώσει κάθε χρόνο, καθιστά την πολιτεία αναξιόπιστο εταίρο. Άρα θα πρέπει να μπουν οι βάσεις μιας ουσιαστικής πολιτικής και δεδομένων τα οποία θα πρέπει να είναι σε γνώση όλων», τόνισε η διευθύντρια φαρμακοποιός ΕΣΥ και π. αντιπρόεδρος ΕΟΦ, Όλγα Οικονόμου. 

Πάντως, όπως αναφέρθηκε στο πλαίσιο της συνεδρίας, τα περισσότερα διαρθρωτικά μέτρα βρίσκονται προ των πυλών ή έχουν ήδη εφαρμοστεί μερικώς. Εντούτοις, το μείζον ζήτημα είναι η γρήγορη και σωστή εφαρμογή τους.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Έκκληση από τις διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες που δρασητιριοποιούνται στην Ελλάδα

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στα «κάγκελα» οι φαρμακοβιομήχανοι: «Οδηγούμαστε σε μια νέα γενιά προβληματικών επιχειρήσεων»

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Απογοητευμένη η φαρμακοβιομηχανία από τα νέα μέτρα για το φάρμακο