ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η διακεκριμένη Γερμανίδα νευροεπιστήμων, δρ Τάνια Σίνγκερ, διευθύντρια του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για τις Ανθρώπινες Επιστήμες του Νου και του Εγκεφάλου στη Λειψία, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, όταν επιτροπή επιβεβαίωσε τις εναντίον της κατηγορίες από οκτώ νεότερης ηλικίας μέλη του ερευνητικού κέντρου της, γυναίκες και άνδρες, ότι είχαν πέσει θύμα «μπούλινγκ», ψυχολογικής τρομοκρατίας και γενικότερα αντιδεοντολογικής και σκληρής μεταχείρισης από την ίδια σε συστηματική βάση.
Είναι η πρώτη φορά που μια γυναίκα επικεφαλής ενός γνωστού επιστημονικού φορέα εξαναγκάζεται σε παραίτηση με την κατηγορία ότι καταπίεζε, εκφόβιζε και απαξίωνε λεκτικά το προσωπικό της. Μάλιστα, η περίπτωση έχει μια πρόσθετη ιδιαιτερότητα, επειδή η ειδικότητα της Σίνγκερ και ο τομέας των ερευνών για τις οποίες έχει θεωρηθεί πρωτοπόρος διεθνώς, είναι η ενσυναίσθηση, δηλαδή η ικανότητα να νιώθει κανείς και να συμμερίζεται τα συναισθήματα των άλλων!
Η αξιοσέβαστη Εταιρεία Μαξ Πλανκ με τα 84 Ινστιτούτα της, που είχε συστήσει τον Σεπτέμβριο επιτροπή για να μελετήσει τις καταγγελίες, έκανε λόγο σε ανακοίνωσή της, σύμφωνα με το Science, για «σημαντικές αποτυχίες στο πεδίο της ηγεσίας». Ανέφερε ότι «προκειμένου να αποφευχθεί μια περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης και να μπορέσουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να επιστρέψουν στο επιστημονικό έργο τους, η Εταιρεία Μαξ Πλανκ και η κ. Σίνγκερ συμφώνησαν ότι με δική της πρωτοβουλία θα παραιτηθεί από τη θέση της ως διευθύντριας».
Η ανακοίνωση αναφέρει ακόμη ότι η Σίνγκερ «θα συνεχίσει το έργο της ως επιστημονική ερευνήτρια, σε μικρότερη κλίμακα, χωρίς να κατέχει διευθυντικές αρμοδιότητες και εκτός του Ινστιτούτου της Λειψίας». Της επιτράπηκε να ολοκληρώσει τα εκκρεμή ερευνητικά σχέδιά της με μια μικρή ομάδα συνεργατών, έξω όμως από το Ινστιτούτο της, χωρίς πάντως να έχει ακόμη διευκρινισθεί σε ποιο Ινστιτούτο πλέον θα ενσωματωθεί.
Η ίδια, σε επιστολή της προς τους ερευνητές του Ινστιτούτου, απολογήθηκε «για τα λάθη που έκανα ως νεαρή διευθύντρια ενός μεγάλου Τμήματος του Μαξ Πλανκ» και ανέφερε ότι «η φήμη μου και η επιστημονική καριέρα μου έχουν σοβαρά πληγεί».
Η Σίνγκερ, κόρη του διάσημου νευροεπιστήμονα Βολφ Σίνγκερ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του νέου πεδίου της κοινωνικής νευροεπιστήμης, εστιάζοντας τις μελέτες της στην ενσυναίσθηση. Θεωρείτο ανέκαθεν οραματίστρια, εργασιομανής και τελειομανής – και αυτό δεν την έκανε καθόλου αγαπητή στους νεότερους ερευνητές.
Είχε κατηγορηθεί από τους συνεργάτες και υφισταμένους της ότι είχε δημιουργήσει μια «ατμόσφαιρα φόβου». Όπως είπε ένας ερευνητής, «οποτεδήποτε κάποιος είχε μια συνάντηση μαζί της, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες ότι θα βγει μετά δακρυσμένος».
Η Σίνγκερ, μεταξύ άλλων, κατηγορείται ότι έκανε άκαρδα σχόλια ακόμη και σε γυναίκες ερευνήτριες που έμεναν έγκυες. «Οι γυναίκες ήσαν τρομοκρατημένες. Πραγματικά φοβούνταν να της πουν για την εγκυμοσύνη τους. Γι’ αυτήν, το να έχεις μωρό, βασικά ήταν κάτι ανεύθυνο που πρόδιδε την υπόλοιπη ομάδα», δήλωσε μια ερευνήτρια που είχε την «ατυχία» να μείνει έγκυος.
Όπως είπε μια άλλη ερευνήτρια, όταν είπε στη Σίνγκερ ότι έμεινε έγκυος η τελευταία άρχισε να ουρλιάζει ότι το ερευνητικό εργαστήριο δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα και ότι θα ήταν υποχρεωμένη να δουλέψει διπλοβάρδιες, όταν επέστρεφε στη δουλειά μετά τη γέννα. Γενικότερα, η Σίνγκερ δεν έχανε ευκαιρία να εκτοξεύει απειλές και να απαξιώνει το έργο και τις προσωπικές ικανότητες των συνεργατών της.
Στο άκουσμα της παραίτησης, η Μπέτανι Κοκ, πρώην μέλος της ερευνητικής ομάδας της Σίνγκερ, η οποία πλέον εργάζεται στο Δουβλίνο, δήλωσε ανακουφισμένη. «Ευτυχώς άλλοι άνθρωποι δεν θα πρέπει να υποστούν αυτό που εμείς υποστήκαμε. Δεν θα έχει πια τόσο μεγάλο εργαστήριο και οι άνθρωποι που θα συνεργασθούν μαζί της, θα είναι πια πληροφορημένοι γι’ αυτήν» δήλωσε η Κοκ.
Το PhDnet, το δίκτυο των διδακτορικών φοιτητών της Εταιρείας Μαξ Πλανκ, εξέφρασε επίσης ικανοποίηση για την απόφαση, που χαρακτήρισε «αναγκαία και αρμόζουσα». Όπως δήλωσαν οι φοιτητές, «κανείς άλλος νέος ερευνητής δεν θα υποχρεωθεί να υποφέρει την απαράδεκτη συμπεριφορά της», ενώ επέκριναν και την Εταιρεία Μαξ Πλανκ ότι καθυστέρησε να πάρει σοβαρά τις καταγγελίες για να αποφύγει το σκάνδαλο – που τελικά δεν απέφυγε.