Η Aegean Marine Petroleum φέρεται να ετοιμάζεται να ζητήσει προστασία από τους πιστωτές με βάση το Άρθρο 11 (της αμερικανικής νομοθεσίας) περί χρεοκοπιών μετά την κατάπτωση μη εξασφαλισμένων μετατρέψιμων ομολόγων 94,6 εκατ. δολ. με λήξη τη 1η Νοεμβρίου. Αυτό μετέδωσε αργά το βράδυ το Bloomberg, επικαλούμενο πηγές με γνώση του θέματος, όπως ανέφερε. Η μετοχή της εταιρίας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE) σημείωσε κάθετη πτώση κατα 28,7% (δείτε εδώ την τιμή της μετοχής). Η κεφαλαιοποίηση της εταιρίας ανέρχεται πλέον στα 25 εκατ. δολάρια.  Το υψηλό της χρονιάς ηταν 5,10 δολάρια ανα μετοχή ενω χθες “έκλεισε” στα 0,66 δολάρια ανα μετοχή. Η εταιρεία είναι μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο στην προμήθεια ναυτιλιακών καυσίμων.

Τις σχετικές διαδικασίες φέρεται να ετοιμάζει η νομική εταιρεία Kirkland & Ellis.

Την Παρασκευή η εταιρεία ανακοίνωσε αποτελέσματα έρευνας από ελεγκτική επιτροπή σύμφωνα με τα οποία διαπιστώθηκε σημαντική κατάχρηση περιουσιακών στοιχείων της, αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα του Bloomberg.

Όπως έγραψε το mononews.gr, τα πορίσματα ελέγχου της προηγούμενης διοίκησης ανακοίνωσε η εισηγμένη στο χρηματιστήριο του ΝΥSE Aegean Marine PetroleumNetwork. Ο έλεγχος εγινε από την Επιτροπή Ελέγχου της εταιρείας που συγκροτήθηκε για τη διερεύνηση πιθανής κακοδιαχείρισης κεφαλαίων, του ελέγχου της νομιμότητας συγκεκριμένων χρηματικών ποσών που εμφανίζονται στα βιβλία της εταιρείας, καθώς και τον τρόπο διοίκησης της περιόδου του κ. Δημήτρη Μελισσανίδη. Τα κεφάλαια φέρεται να έχουν διοχετευτεί σταδιακά, κατά το διάστημα από το 2015 μέχρι και το τέλος του 2017, στην εταιρεία Oiltank, μέσω τεσσάρων εταιρικών σχημάτων «κελύφων», δηλαδή χωρίς κάποια δραστηριότητα, χωρίς να προκύπτουν εμπράγματα ανταλλάγματα. Δηλαδή δόθηκαν χρήματα, χωρίς να υπάρχει οικονομικό αντικείμενο, π.χ. παροχή υπηρεσιών ή έργου. Η σχετική έρευνα ανατέθηκε στην Ernst & Young (EY).

Στην ανακοίνωση γίνεται αναφορά για «υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων», «πλαστά και πλαστογραφημένα έγγραφα».

Την ίδια ώρα η εταιρεία αναγκάζεται να αναθεωρήσει τα οικονομικά στοιχεία των ετών 2015, 2016 και 2017 καθώς δεν θεωρούνται αξιόπιστα, ενώ η νέα διοίκηση της εταιρείας θα πρέπει να αποτιμήσει και το μέγεθος της ζημιάς των παρελθόντων ετών αλλά και την πραγματική εικόνα που έχει διαμορφωθεί.

Στην υπόθεση μάλιστα εμπλέκονται και οι ελληνικές αρχές καθώς σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο πόρισμα, στις 22 Ιουνίου 2018, κατόπιν καταγγελίας της πρώην διοίκησης και των κοντινών της μελών, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων εξέδωσε προσωρινή εντολή η οποία απαγόρευε την αναθεώρηση ή τη χρήση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλων αρχείων που συλλέχθηκαν από τα γραφεία της εταιρείας στον Πειραιά, σε σχέση με την έρευνα της Επιτροπής Ελέγχου, με την εταιρεία να απαντά με δίωξη της εντολής του της Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Aegean Marine Petroleum, η Oiltank Engineering & Consulting Ltd. ανέλαβε το 2010, για λογαριασμό της εισηγμένης, την επίβλεψη της κατασκευής ενός σταθμού ανεφοδιασμού πλοίων στη Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. 

Η έρευνα της εταιρείας όμως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το συμβόλαιο αυτό χρησιμοποιήθηκε για τη διοχέτευση χρημάτων προς την Oiltank επί ζημία της Aegean Marine Petroleum, μέσω υπερτιμολογήσεων και χρεώσεων που κρίνονται υπερβολικές. 

Παράλληλα, η επιτροπή αναφέρει ότι «έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η Oiltank ελέγχεται από μια πρώην συνδεδεμένη εταιρεία/μέτοχό μας». 

Σε δημοσίευμά τους, οι Financial Times αποκαλύπτουν ότι αυτός που ελέγχει την Oiltank είναι ο κ. Μελισσανίδης. 

Επικαλούμενη πηγές σχετικές με την έρευνα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, η εφημερίδα αναφέρει ότι η Oiltank χορήγησε δάνειο στην ΠΑΕ ΑΕΚ το 2016, ύψους 2,7 εκατ. ευρώ. 

Η κίνηση αυτή ουσιαστικά συνδέει τον Ελληνα επιχειρηματία και επενδυτή της ποδοσφαιρικής ομάδας με την Oiltank. 

Ο ίδιος πάντως διαψεύδει οποιαδήποτε εμπλοκή του. 

Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Μελισσανίδης έχει πωλήσει το μερίδιό του στην Aegean Marine Petroleum το 2016, αντί ποσού 100 εκατ. δολαρίων, αν και διατήρησε ρόλο εντεταλμένου συμβούλου με εκτελεστικές αρμοδιότητες στην εταιρεία. 

Ωστόσο, παραιτήθηκε πριν από λίγους μήνες, όταν ομάδα ακτιβιστών επενδυτών έθεσε ζητήματα διαφάνειας και ελέγχου, με αποτέλεσμα να τοποθετηθούν νέα πρόσωπα στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας.

Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, γι’ αυτό και δεν έχουν ακόμα απαγγελθεί κατηγορίες. 

Στη χθεσινή ανακοίνωσή της, η διοίκηση της Aegean Marine Petroleum προχωρεί σε σοβαρές καταγγελίες για απόπειρες παρεμπόδισης της έρευνας. 

Οπως τονίζεται, ο υπεύθυνος για την κακοδιαχείριση των χρημάτων αυτών «ασκούσε σημαντικό έλεγχο στο προσωπικό και στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, μέσω διαφόρων μεθόδων, όπως οικονομικές απειλές, αλλά ακόμα και φυσική βία. Συνεχίζει δε να έχει πρόσβαση και έλεγχο στα ηλεκτρονικά και φυσικά αρχεία της εταιρείας».

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η προσπάθεια της διοίκησης να έχει πρόσβαση σε σχετικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλα ψηφιακά στοιχεία, που είναι αποθηκευμένα στον διακομιστή της εταιρείας, εξακολουθεί να παρεμποδίζεται, μέσω προσωπικών απειλών εναντίον στελεχών της διοίκησης, ενώ έχει καταγραφεί και τουλάχιστον μία απόπειρα μόνιμης διαγραφής αρχείων, μέσω της απομακρυσμένης εγκατάστασης σχετικού λογισμικού, από άνθρωπο που είχε δικαιώματα διαχειριστή.

Συγκεκριμένα ανάμεσα στα αποτελέσματα της έρευνας περιλαμβάνονται τα εξής:

1. Η ανεξάρτητη επιτροπή ελέγχου πιστεύει πως περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια καθώς επίσης και άλλα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας (Aegean) αποτελούν προϊόν δόλιων δραστηριοτήτων και υπεξαίρεσης. Ο κύριος δικαιούχος της υπεξαίρεσης αυτής φαίνεται πως είναι η εταιρεία «OilTank Engineering & Consulting Ltd. (“OilTank”)», με βάση το Eμιράτο Φουτζέιρα ενώ κατόπιν ενσωματώθηκε στις 15 Μαρτίου 2010 στα νησιά Μάρσαλ. Στις 31 Μαρτίου 2010, η «OilTank» υπέγραψε συμβόλαιο με θυγατρική εταιρεία της Aegean με σκοπό να επιβλέπει την κατασκευή εγκαταστάσεων πετρελαίου στον τερματικό σταθμό της Φουτζέιρα. Η επιτροπή πιστεύει πως το συγκεκριμένο συμβόλαιο χρησιμοποιήθηκε για να καταχραστούν τα κεφάλαια της εταιρείας μέσω «φουσκωμένων» συμβολαίων και δόλιας τιμολόγησης. Η επιτροπή έχει λόγους να πιστεύει πως η «Oil Tank», ελέγχεται από πρώην στέλεχος της Aegean.

2. Από τις 31 Δεκεμβρίου 2017, η Aegean ή και οι θυγατρικές της παρουσίαζαν στα ταμεία τους περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια από εισπρακτέους λογαριασμούς που προέκυψαν από τις υποτιθέμενες εμπορικές συναλλαγές που διενεργήθηκαν τα έτη 2015,2016 και 2017. Οι εν λόγω συναλλαγές ωστόσο δεν παρουσιάζουν τέτοιου μεγέθους οικονομική αξία αφού οι σχετικοί αντισυμβαλλόμενοι ήταν «εταιρείες κέλυφη» χωρίς ουσιαστικά περιουσιακά στοιχεία ή κύκλο εργασιών και ανήκαν ή ελέγχονταν από πρώην υπαλλήλους της Aegean ή από θυγατρικές της Εταιρείας. Η επιτροπή που διεξήγαγε τον έλεγχο πιστεύει πως το ως άνω ποσό καταγράφηκε αντικανονικά στις καταστάσεις της εταιρείας σαν έσοδο από τις συναλλαγές με τις παραπάνω εταιρείες, αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε για τη διευκόλυνση και την απόκρυψη εκτεταμένης υπεξαίρεσης της Aegean της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία διοχετεύονται στην OilTank, αλλά λογίζονται ως συναλλαγές με αυτές τις «εταιρίες κέλυφη». Η επιτροπή που διεξήγαγε τον έλεγχο έχει επιπλέον επιβεβαιώσει ότι περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια, από το σύνολο των εισπρακτέων δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και θα διαγραφούν.

3. Η έρευνα επίσης αποκάλυψε επιπρόσθετες απάτες από την εταιρεία ή και τις θυγατρικές της, συμπεριλαμβανομένων προπληρωμένων μεταφορών καυσίμων που δεν έγιναν ποτέ. Αυτές οι απάτες φαίνεται να έχουν αφετηρία το 2010.

4. Η υπεξαίρεση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, καθώς και οι δόλιες λογιστικές εγγραφές και τα πλαστά τεκμηρίωση που αποσκοπούσαν στην απόκρυψη αυτής, περιλάμβανε πάνω από 12 υπαλλήλους της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των μελών της ανώτερης διοίκησης. Οι υπάλληλοι που διηύθυναν το σύστημα, το οποίο περιλάμβανε τη δημιουργία πλαστών και πλαστογραφημένων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών δηλώσεων, επιβεβαιώσεων ελέγχου, συμβάσεων, τιμολογίων και πιστοποιήσεων τρίτων, μεταξύ άλλων, έχουν απομακρυνθεί.

5. Η Επιτροπή Ελέγχου πιστεύει ότι αυτό το παράπτωμα συνέβη εν μέρει επειδή η πρώην διοίκηση άσκησε σημαντικό έλεγχο στο προσωπικό και τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας μέσω διαφόρων ακατάλληλων μέσων, συμπεριλαμβανομένων των απειλών οικονομικών αντιποίνων και σωματικής βίας. Επιπλέον, η πρώην διοίκηση συνεχίζει να έχει πρόσβαση και να ελέγχει τα ηλεκτρονικά και φυσικά αρχεία της Εταιρείας.