Στον απόηχο του τραπεζικού sell-off στο Χρηματιστήριο, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έσπευσε να διαβεβαιώσει πως «καμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν έχει πρόβλημα».

Ο κ. Στουρνάρας απευθυνόμενος σε συνομιλητές του φέρεται να επισήμανε πως ήταν απόλυτα ήσυχος για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. «Το πρόβλημα είναι χρηματιστηριακό, όχι τραπεζικό» εξήγησε ο κ. Στουρνάρας σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο».

«Θεωρώ ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα με τις τράπεζες. Έχουν περάσει τα πλέον αυστηρά stress tests. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στο σχεδιασμό μας. Τα χρηματιστήρια έχουν σκαμπανεβάσματα. Υπάρχει μια διεθνής αναταραχή λόγω της ανόδου των επιτοκίων διεθνώς. Η Ελλάδα επηρεάζεται περισσότερο από αυτή την κατάσταση» αποσαφήνισε ο διοικητής της ΤτΕ.

Κληθείς να σχολιάσει τις πρόσφατες επιθέσεις που δέχθηκε για τη «σιωπή» του, ο κ. Στουρνάρας είπε: «Ποτέ ένας κεντρικός τραπεζίτης δεν σχολιάζει χρηματιστηριακές εξελίξεις και τις κινήσεις των τραπεζικών μετοχών, τη στιγμή μάλιστα που δεν είναι δουλειά του».

Ο επικεφαλής της ΤτΕ διατείνεται ότι ουδέποτε εκλήθη από την κυβέρνηση να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε σύσκεψη στο Μαξίμου.  Σύμφωνα με τον ίδιο ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης ήταν ο μοναδικός που του τηλεφώνησε, στον οποίο, προ ολίγων ημερών, μεταβιβάστηκε η ευθύνη των τραπεζών. Ούτε πάντως ο κ. Φλαμπουράρης, με τον οποίον συζήτησαν τις τελευταίες εξελίξεις, κάλεσε τον κ. Στουρνάρα στη σύσκεψη στου Μαξίμου.

ΕΣΕΕ: Οι 4 τράπεζες έχουν σήμερα τη χρηματιστηριακή αξία μιας μόνο τράπεζας το 2015

Στο μεταξύ σε άρθρο του στο typospeiraiws.gr, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης υποστηρίζει πως «οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα, σχεδόν την προ τριετίας, χρηματιστηριακή αξία μίας μόνο τράπεζας».

Αναλυτικά, ο κ. Κορκίδης αναφέρει:

Τα υπαρκτά σοβαρά προβλήματα που συνθέτουν την ανησυχητική κατάσταση στις ελληνικές τράπεζες πρέπει να επιλυθούν άμεσα, αφού χωρίς ουσιαστική ικανότητα χρηματοδότησης από τις τράπεζες, καμία οικονομία δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της, ούτε βεβαίως να αναπτυχθεί, όπως επιτακτικά απαιτείται στη περίπτωση της χώρας μας.

Το σοκ που προκάλεσε στο Χρηματιστήριο η κατακόρυφη πτώση των τραπεζικών μετοχών την περασμένη εβδομάδα ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει όλους όσοι, το προηγούμενο διάστημα διαχειρίζονταν, αλλά όπως αποδεικνύεται στην πράξη λανθασμένα, το μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών που ονομάζεται «κόκκινα δάνεια». Μπορεί η εικόνα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών τη Παρασκευή να ήταν κάπως βελτιωμένη σε σχέση με αυτή της περασμένης Τετάρτης, με τις πιέσεις στις τραπεζικές μετοχές να εμφανίζονται μικρότερες, και να βοηθά το αφήγημά ότι η κρίση είναι παροδική και οφείλεται σε κερδοσκοπικές πιέσεις. Ωστόσο τα νούμερα δείχνουν ότι σε σχεδόν τρία χρόνια (2015-2018) οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχασαν συνολικά το 67,1% της κεφαλαιοποίησής τους, φτάνοντας από τα 16,510 δισ. ευρώ στα 5,431 δισ. ευρώ. Με απλά λόγια, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα, σχεδόν την προ τριετίας, χρηματιστηριακή αξία μίας μόνο τράπεζας.

Οι καθυστερήσεις να επιλυθεί το πρόβλημα αλλά και η ατολμία των τραπεζών να προχωρήσουν άμεσα σε πιο δραστικά μέσα αναφορικά με την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων των νοικοκυριών και πολύ περισσότερο των επιχειρήσεων, επηρέασαν, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, το επενδυτικό ενδιαφέρον. Κάτι που αποτυπώνεται και στις τιμές των τραπεζικών μετοχών αλλά και στην οικονομία μας.

Μέσα σε αυτό το βεβαρημένο περιβάλλον, αναζητείται επειγόντως λύση για να αλλάξει τα δεδομένα και μαζί το επενδυτικό κλίμα. Με τα κόκκινα δάνεια να βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας, το κυβερνητικό επιτελείο επεξεργάζεται ένα νέο πλαίσιο για τη θεσμική θωράκιση της αγοράς, το οποίο περιλαμβάνει και τη σύσταση ειδικού φορέα διαχείρισης κόκκινων δανείων «Asset Protection Scheme», μια πρόταση η οποία στο παρελθόν δεν είχε βρει την αποδοχή των θεσμών και των εποπτικών μηχανισμών.

Η πρόταση αποτελεί μέρος των συνολικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων και προβλέπει τη δημιουργία ειδικού φορέα διαχείρισης κόκκινων δανείων, στον οποίο οι τράπεζες θα εισφέρουν μέρος των προβληματικών τους δανείων. Έναντι των δανείων αυτών, το ελληνικό Δημόσιο θα εκδώσει ομόλογα, παρέχοντας την εγγύησή του, ώστε να διατεθούν σε επενδυτές και θα είναι διαπραγματεύσιμα στη δευτερογενή αγορά. Ωστόσο, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, η λύση αυτή παρουσιάζει σημαντικές τεχνικές δυσκολίες, αφού η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε. διατυπώνει ενστάσεις για παράβαση κρατικής ενίσχυσης.

Η διαχείριση των κόκκινων δανείων των τραπεζών ίσως πάλι πρέπει να είναι υπόθεση ενός πιστωτικού φορέα, ενδεχομένως μίας «Bad Bank» που θα είναι σε θέση να δώσει λύσεις αξιόπιστες και αποτελεσματικές. Μάλιστα, από το 2015 είχε κατατεθεί δέσμη προτάσεων για την επίλυση των στεγαστικών και επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών η οποία περιελάμβανε τη δημιουργία ενός Εθνικού Διατραπεζικού Φορέα Μη Εξυπηρετούμενων Επιχειρηματικών και Στεγαστικών Δανείων, με τη συμμετοχή όλων των τραπεζών, του ΤΧΣ και ιδιωτικών κεφαλαίων. Επιπλέον είχαμε τη κατηγορηματική διάψευση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία ο ESM φέρεται ότι συμμετέχει σε σχέδια παρέμβασης υπέρ των ελληνικών τραπεζών.

Όπως αναφέρεται σε γραπτή ανακοίνωση ο ESM παρακολουθεί από κοντά τις τελευταίες εξελίξεις στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα, στο πλαίσιο των υποχρεώσεών του ως ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας. Ωστόσο, αναφορές σχετικά με τη συμμετοχή του ESM σε προπαρασκευαστικές εργασίες για πιθανό σχέδιο παρέμβασης υπέρ των ελληνικών τραπεζών είναι λανθασμένες. Ερωτηματικό παραμένει εάν φτάσει τελικά στον ESM αίτημα για στήριξη των τραπεζών με τα λεφτά του «buffer» το μαξιλάρι των ταμειακών διαθεσίμων, είτε εάν ζητηθεί έγκριση χρήσης των 15,7 δισ. ευρώ που είναι «κλειδωμένα» στην ΤτΕ από τα 33 δισ. ευρώ που έχει μαζέψει το Δημόσιο.

Βάσει του σχεδίου αυτού: 1ον το buffer δεσμεύεται κατά το ποσό των εγγυήσεων και έτσι δεν γίνεται να ξοδευτεί, 2oν οι τράπεζες αποκτούν τον χρόνο να ανακτήσουν τα 15 δισ. στο σύνολό τους ή ένα μέρος τους και 3oν αυτομάτως φεύγει ο κίνδυνος των 15 δισ. από τον ισολογισμό των τραπεζών και βελτιώνονται οι δείκτες τους.

Το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με σειρά προκλήσεων, ενδογενών και εξωγενών. Απαιτείται να επιστρέψουν με συστηματικό τρόπο καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα, να ενισχυθεί ουσιαστικά η οργανική κερδοφορία των τραπεζών, να συρρικνωθούν με ικανοποιητικό ρυθμό τα «κόκκινα δάνεια», να αρθούν πλήρως οι κεφαλαιακοί περιορισμοί και να αποκλιμακωθεί το κόστος δανεισμού της χώρας, άρα και των τραπεζών, προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να επιτελέσει το ρόλο του με επάρκεια και ασφάλεια. Οι μέχρι σήμερα ασαφείς λύσεις στο θολό τοπίο των ελληνικών τραπεζών, απαιτούν άμεσα, σοβαρές παρεμβάσεις με συγκεκριμένες και αποτελεσματικές ενέργειες.