Περισσότερο από το ένα τέταρτο του ενήλικου πληθυσμού στον κόσμο, διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη τύπου 2, άνοιας και κάποιων μορφών καρκίνου, λόγω ανεπαρκούς δραστηριότητας, σύμφωνα με την πρώτη μελέτη για την εκτίμηση των παγκόσμιων τάσεων σωματικής δραστηριότητας.

Τα ευρήματα της μελέτης, η οποία διεξήχθη από ερευνητές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), καταδεικνύουν ότι υπήρξε μικρή πρόοδος όσον αφορά τη βελτίωση των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας μεταξύ των ετών 2001 και 2016, ενώ εκτιμάται ότι αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, ο στόχος που έχει τεθεί για 10% μείωση της αδράνειας παγκοσμίως μέχρι το 2025, δεν θα επιτευχθεί.

Το 2016, περίπου μία στις τρεις γυναίκες (32%) και ένας στους τέσσερις άνδρες (23%), παγκοσμίως, δεν έφτασαν στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας που συνιστώνται για να παραμείνουν υγιείς – δηλαδή τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας έντασης ή 75 λεπτά έντονης σωματικής δραστηριότητας, ανά εβδομάδα.

Η νέα μελέτη βασίζεται σε αυτοαναφερόμενα επίπεδα συνολικής δραστηριότητας ( συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας στην εργασία και στο σπίτι, κατά τις μετακινήσεις και κατά τον ελεύθερο χρόνο), 1.9 εκατομμυρίων ενηλίκων ηλικίας 18 ετών και άνω, από 358 πληθυσμιακές έρευνες σε 168 χώρες.

Ουραγοί οι χώρες υψηλού εισοδήματος

Σύμφωνα με ευρήματα της έρευνας, το 2016, τα επίπεδα ανεπαρκούς δραστηριότητας των ενηλίκων παρουσίαζαν μεγάλη διαφορά ανάλογα με το εισόδημα – 16% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος σε σύγκριση με 37% στις χώρες υψηλού εισοδήματος.

Σε 55 (33%) από 168 χώρες, περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού δεν ήταν επαρκώς σωματικά ενεργό.

Οι γυναίκες ήταν λιγότερο δραστήριες από τους άνδρες σε όλες τις περιοχές του κόσμου, εκτός από την ανατολική και νοτιοανατολική Ασία. Το 2016 παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ γυναικών και ανδρών κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ή περισσότερο σε τρεις περιοχές: Νότια Ασία (43% έναντι 24%), Κεντρική Ασία, Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική (40% έναντι 26% ) και δυτικές χώρες υψηλού εισοδήματος (42% έναντι 31%).

Από το 2001 έως το 2016, σημαντικές αλλαγές στα ανεπαρκή επίπεδα φυσικής δραστηριότητας καταγράφηκαν σε πολλές περιοχές:

Οι περιφέρειες με τη μεγαλύτερη αύξηση της αδράνειας ήταν οι δυτικές χώρες υψηλού εισοδήματος (από 31% το 2001 σε 37% το 2016) καθώς και η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική (33% έως 39%). Οι χώρες των περιοχών που διαμόρφωσαν αυτή την τάση περιλαμβάνουν τη Γερμανία, τη Νέα Ζηλανδία, τις ΗΠΑ, την Αργεντινή και τη Βραζιλία.

Η περιοχή με τη μεγαλύτερη μείωση της καθιστικής ζωής ήταν η ανατολική και νοτιοανατολική Ασία (από 26% το 2001 σε 17% το 2016), η οποία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα, την πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στην περιοχή.

Τέλος, σημειώθηκε αύξηση κατά 5% της αδράνειας σε χώρες υψηλού εισοδήματος (από 32% το 2001 σε 37% το 2016), ενώ αντίστοιχα, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, σημειώθηκε μέση άνοδος μόλις 0,2% (16,0% το 2001 έως 16,2% το 2016).

Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, στις πλουσιότερες χώρες, η μετάβαση προς την καθιστική εργασία και αναψυχή και οι μηχανοκίνητες μεταφορές θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα υψηλότερα επίπεδα αδράνειας. Αντίθετα, στις χώρες με χαμηλότερα εισοδήματα, απαιτείται περισσότερη σωματική δραστηριότητα κατά την εργασία και τις μετακινήσεις.

«Η μείωση των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας είναι αναπόφευκτη καθώς οι χώρες ευημερούν και η χρήση της τεχνολογίας αυξάνεται. Εντούτοις, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέχουν και να διατηρούν υποδομές που προωθούν την αύξηση του περπατήματος και της ποδηλασίας για τις μετακινήσεις καθώς και τα ενεργά αθλήματα», σημειώνουν.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet Global Health.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας: Πόσα κορεσμένα λίπη πρέπει να καταναλώνεις κάθε μέρα;

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Σε έξαρση τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα», προειδοποιούν οι ειδικοί

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Στους 17 οι νεκροί από τον ιό του Δυτικού Νείλου –  Έκτακτο σχέδιο δράσης ζητούν οι γιατροί