ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η Αφροδίτη Οικονομίδου, στο τέλος της άνοιξης του 2018, αφήνεται στην εργασιακή εντροπία της δραστηριότητας, κυρίως γύρω από ένα «περίεργο» τρίγωνο ανάμεσα στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ρωσία!
Πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ Μουσείων, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής αλλά και ένα φιλόδοξο πρότζεκτ που έχει να κάνει με τον χώρο της μόδας, είναι ο υπέροχος, χρωματιστός, αισθητικός της κόσμος. Είναι μια κοσμοπολίτισσα, ανεξάρτητη επιμελήτρια και συντονίστρια εκδηλώσεων, που απίστησε στην Φυσική των σπουδών της για την τέχνη και την έκφραση.
Η συζήτηση μαζί της είναι ένα ταξίδι στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου και στις στιγμές που γεννιέται η ωραιότητα των ανθρώπινων έργων και εκείνη είναι εκεί, ως μαία ομορφιάς και συντονίστρια δημιουργικότητας. Θεσσαλονικιά, ζει στην Ιταλία, ταξιδεύει συνεχώς σε όλη την Ευρώπη και μας απαντά στον αν οι μετακινήσεις των Ευρωπαίων από τη μια πόλη στην άλλη, δημιουργούν συνθήκες άνοιξης στην τέχνη ή ζούμε στη σκιά των γιγάντων του παρελθόντος μας;
«Από την προσωπική μου εμπειρία δεν θα έλεγα ότι η Ευρώπη κοιτάει στο παρελθόν όσον αφορά την τέχνη. Οι καινούργιες τάσεις είναι πολλές, υπάρχου νέα παιδιά γεμάτα ιδέες και ενθουσιασμό, το κοινό δείχνει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, δεν το θεωρώ αρνητικό να ρίχνουμε πότε-πότε μια ματιά και στο παρελθόν, κοντινό και μακρινό! Είναι σημαντικό να υποστηρίζουμε και να καταλαβαίνουμε την σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή αλλά είναι ζωτικό να γνωρίζουμε και να εκτιμούμε το τι υπήρξε πριν από αυτήν. Άλλωστε, όπως είπε και ο φλωρεντινός καλλιτέχνης Maurizio Nannucci: “All Art has been Contemporary!”».
Η Αθήνα; Η Ελλάδα; Μοιάζουν πολλοί οι χώροι και οι προτάσεις στην Αθήνα. Υπάρχει τόση στα αλήθεια δράση και προτάσεις;
«Πράγματι, στην Ελλάδα υπάρχει έντονη και πολύ ποιοτική δραστηριότητα στο χώρο της τέχνης, είναι κάτι που αντιλαμβάνεται αμέσως και ο ξένος επισκέπτης, μόλις ξεφύγει λίγο από το τουριστικό στερεότυπο. Και είναι κάτι που με κάνει να χαίρομαι που είμαι Ελληνίδα! Η καλλιτεχνική παράδοση της χώρας μας, η γνωστή «βαριά πολιτιστική κληρονομιά», ήταν πάντα δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μέγεθος της ίδιας της χώρας. Αυτό είναι ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας και ευτυχώς εξακολουθεί να ισχύει και να δίνει δημιουργική πνοή ακόμη και σε δύσκολες στιγμές. Δεν θα είμασταν άξιοι του ονόματός μας αν δεν υπήρχε αυτή η πληθώρα πολιτιστικών προτάσεων. Μακάρι λοιπόν να υπάρχουν πολλοί χώροι, πολλές δράσεις, πολλές πρωτοβουλίες, αλλά με την προϋπόθεση να προηγείται πολλή και σωστή εκπαίδευση».
Ποια χώρα νομίζεις πως πρωτοπορεί αυτή τη στιγμή;
«Βλέπω με μεγάλο ενδιαφέρον την Κίνα να μπαίνει ορμητικά στο χώρο της τέχνης και να διεκδικεί τη θέση που της αξίζει. Ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος ανοίγεται προς την σύγχρονη τέχνη, προσεγγίζοντάς την όμως από μια διαφορετική παράδοση, από διαφορετική νοοτροπία, από διαφορετικές τεχνικές. Πιστεύω ότι πρόκειται για εξαιρετική συγκυρία στην εξέλιξης της σύγχρονης τέχνης που θα πρέπει να παρακολουθήσουμε από κοντά».
Βλέπουμε πλούσιους πολύ και φιλότεχνους Έλληνες και Κύπριους να χαρίζουν θησαυρούς από τη προσωπική τους περιουσία φτιάχνοντας εστίες πολιτισμού. Είναι οι μαικήνες η σωτήρια της αισθητικής μας;
«Ευτυχώς που υπάρχουν και πολύ καλά κάνουν! Δεν εξετάζω τους λόγους που τους ωθούν να ασχοληθούν με την τέχνη, αν είναι ειλικρινείς μαικήνες που αγαπούν την τέχνη ή αν τους προσελκύει το «χρηματιστήριο της τέχνης». Εκτιμώ το αποτέλεσμα, γιατί αναμφισβήτητα συμβάλλουν στο να προσφέρονται περισσότερες ευκαιρίες στους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν και στο κοινό να ενημερώνεται. Η παρουσία λοιπόν των πλούσιων φιλότεχνων είναι πολύ θετική και αξιέπαινη. Απλά η έλλειψη μιας αντίστοιχης παρουσίας από πλευράς των κρατικών θεσμών, δημιουργεί αυτήν την ενοχλητική ανισορροπία που δίνει την αίσθηση μιας υπερβολής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας».
Ποιους χώρους, στέγες, ιδρύματα ξεχωρίζεις εσύ για τη δράση τους και ποιων άλλων έχεις ζηλέψει δουλειές;
«Ξεκινώ βέβαια από την πόλη μου, την Θεσσαλονίκη, αναφέροντας το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σαν υπόδειγμα μουσείου που κατάφερε να αξιοποιήσει την εξαιρετική συλλογή του, να προσελκύσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια του κοινού στην πόλη, να ανοιχτεί σε συνεργασίες με πολιτιστικούς φορείς μεγάλου κύρους στο εξωτερικό και ταυτόχρονα να πρωτοστατήσει στην διοργάνωση μιας σημαντικής και σύνθετης εκδήλωσης όπως η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα, το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου με εντυπωσίασε για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το ευρύ κοινό, εκτίμησα πάρα πολύ το τεράστιο έργο που έγινε για να ανοίξει το πολιτιστικό κέντρο σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και να μην περιοριστεί μόνο σε μια ελιτίστικη ομάδα μυημένων στον χώρο της τέχνης. Ελπίζω να συνεχίσει την αποστολή του σε αυτήν την σωστή κατά την γνώμη μου κατεύθυνση. Τέλος, τρέφω, όπως όλοι μας, πολλές ελπίδες και προσδοκίες για το καινούργιο ΕΜΣΤ».
Τι είδες φέτος που συγκίνησε βαθιά; Ποια ήταν η καλύτερη πρόταση λες του περασμένου χειμώνα;
«Η έκθεση “Treasures from the wreck of the unbelievable”, στην Punta della Dogana και το Palazzo Grassi της Βενετίας, δεν με συγκίνησε, αλλά με εντυπωσίασε, θα μπορούσα να πω και θετικά και αρνητικά. Μια κολοσσιαία παραγωγή -πιστέψτε με το επίθετο δεν είναι υπερβολικό!- ενός άλλου μαικήνα, Γάλλου αυτή την φορά, του Francois Pinault, που είχε το θάρρος και την γενναιοδωρία να δώσει υλική υπόσταση σε μια ιδιοφυή ιδέα του αναμφισβήτητα δαιμόνια εφευρετικού καλλιτέχνη Damien Hirst.
Το πρότζεκτ βασίζεται στην «ψευδή είδηση» της ανακάλυψης, στο βυθό της Μεσογείου, ενός ναυαγίου που μετέφερε την συλλογή έργων τέχνης ενός νεόπλουτου Ρωμαίου, ενός σκλάβου που κατάφερε να αποκτήσει την ελευθερία του και να γίνει πλούσιος! Ήδη η περιγραφή του σκεπτικού είναι συναρπαστική. Αλλά η πραγματοποίηση είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή, αγγίζει τα όρια του απίθανου! Εκατοντάδες έργα, ειδικά σχεδιασμένα και κατασκευασμένα για την έκθεση, άλλα υπέροχα και άλλα αμφιλεγόμενα, όμως όλα με μανιακή τελειότητα ως την πιο μικρή λεπτομέρεια στην παρουσίαση, στα κείμενα, στα «ψευδή» ντοκιμαντέρ που καταγράφουν την ανακάλυψη.
Δεν τολμώ να πω ότι ήταν η καλύτερη εικαστική πρόταση της περασμένης χρονιάς, σίγουρα όμως είναι μια εντυπωσιακή δουλειά που αξίζει τον κόπο να δει κανείς. Δεν τολμώ να πω ότι ήταν η καλύτερη εικαστική πρόταση της περασμένης χρονιάς, σίγουρα όμως είναι μια εντυπωσιακή δουλειά που αξίζει τον κόπο να δει κανείς».
Μας έχεις χαρίσει στο παρελθόν την έκθεση Ρωσική Πρωτοπορία. Είναι αυτή πιστεύεις η πιο σημαντική δουλειά σου ή ξεχωρίζεις κι άλλες; Υπάρχει συναισθηματικό δέσιμο και ιστορίες που δε ξεχνάς πίσω από κάθε έκθεση σου;
«Η έκθεση «Από τις Ρωσικές Πρωτοπορίες στην Περεστρόικα» προέρχεται από μια πολύ αξιόλογη μουσειακή συλλογή και είναι πολύ ενδιαφέρουσα όχι μόνο από καλλιτεχνική αλλά και από ιστορική άποψη. Είναι ένα πρότζεκτ πάνω στο οποίο έχω δουλέψει πολύ και συνεχίζω να δουλεύω γιατί εξακολουθούμε να την παρουσιάζουμε σε όλη την Ευρώπη. Αλλά η πιο σημαντική δουλειά μου είναι, χωρίς αμφιβολία, η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου, η δουλειά που άλλαξε κυριολεκτικά την ζωή μου. Μια τεράστια, πολύπλευρη και απαιτητική διοργάνωση που ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο αλλά και ένα crash test, που με καταξίωσε επιβεβαιώνοντας τις ικανότητές μου.
Με την Μπιενάλε μεγάλωσα ή, αν προτιμάτε, ωρίμασα επαγγελματικά, άλλαξα χώρα, δούλεψα 24 ώρες το 24ωρο, απομακρύνθηκα οριστικά από τη Φυσική που ήταν η επιστήμη που σπούδασα και αγαπούσα, γνώρισα τον άνδρα της ζωής μου. Χάρη στην Μπιενάλε, είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω πολύ, να δω θαυμάσιες παραστάσεις και εκπληκτικούς χώρους, είχα την ικανοποίηση συμμετέχω σε δύσκολες διαπραγματεύσεις και να συμβάλω στην πραγματοποίηση μεγαλεπίβολων πρότζεκτ, είχα την εξαιρετική εμπειρία να συνεργαστώ με νέους καλλιτέχνες και να τους δω να γίνονται γνωστοί σε διεθνές επίπεδο.
Μετά από όλα αυτά, ήταν αναπόφευκτο να υπάρξει ένα έντονο συναισθηματικό δέσιμο με την διοργάνωση, στην οποία αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας, από την Θεσσαλονίκη το 1986 ως το Τορίνο 2002. Πιστεύω πάντως ότι ο καθένας μας δένεται συναισθηματικά με το εργασιακό του αντικείμενο, όταν αγαπάει την δουλειά του και την κάνει με ικανοποίηση και ενθουσιασμό».
Πώς ξεκινάς να ετοιμάζεις ένα θεματικό αφιέρωμα; Είναι δική σου πρωτοβουλία ή παραγγελία των χώρων των τεχνών; Πες μας λίγο τη διαδικασία και πόση δουλειά έχει η προετοιμασία μέχρι να έχουμε εμείς την εικαστική μας απόλαυση…
«Συμβαίνει και το ένα και το άλλο: πολλές φορές τα Μουσεία ή τα διάφορα Πολιτιστικά Ιδρύματα διοργανώνουν θεματικά αφιερώματα και ζητούν την συνεργασία των επιμελητών. Όπως για παράδειγμα, η πρόσφατη έκθεση με θέμα την Επανάσταση που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αγίας Πετρούπολης για την οποία μου ζητήθηκε να προτείνω τους Έλληνες και Ιταλούς καλλιτέχνες.
Άλλες φορές πάλι η ιδέα ξεκινάει από τον επιμελητή και εκεί αρχίζει η σκληρή δουλειά που απαιτείται ώσπου το πρότζεκτ να γίνει πραγματικότητα. Αρχικά η πρόταση πρέπει να παρουσιαστεί με τον σωστό τρόπο στο κατάλληλο πολιτιστικό ίδρυμα, να εντοπιστούν οι συνεργαζόμενοι φορείς και να βρεθούν οι χρηματοδοτήσεις, κάτι ως γνωστό όλο και πιο δύσκολο στις μέρες μας.
Στη συνέχεια ο εντοπισμός των καλλιτεχνών και οι επαφές μαζί τους για την επιλογή και την προετοιμασία των έργων, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ φορέων και χορηγών, η σύνταξη και η υπογραφή των συμφωνητικών, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της έκθεσης, η συγγραφή των κειμένων και συλλογή του εικονογραφικού υλικού, η επιμέλεια του καταλόγου και οι μεταφράσεις, ο συντονισμός του σχεδιασμού και της παραγωγής του πληροφοριακού υλικού, η προβολή και επικοινωνία, η οργάνωση των εγκαινίων και τυχόν παράλληλων εκδηλώσεων, η οργάνωση των ταξιδιών και της φιλοξενίας, οι συνεννοήσεις για την ασφάλιση, την μεταφορά και τις τελωνειακές διαδικασίες, την φύλαξη, τις ξεναγήσεις και τις οργανωμένες επισκέψεις… Από την αρχική έμπνευση ως τις λεζάντες, είναι πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να προβλεφθούν, πολλά προβλήματα της τελευταίας στιγμής που πρέπει να λυθούν, πολλές εντάσεις που πρέπει να κατευναστούν, πολλές απογοητεύσεις που πρέπει να ξεπεραστούν, πολύ υπομονή και ακόμη περισσότερη επιμονή ώσπου τελικά να μπορέσεις να πεις «τα καταφέραμε!».
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο άποψης για τον πολιτισμό και δη την εικαστική τέχνη, πως θα αξιολογούσες τις πρωτοβουλίες και την κατάσταση στο χώρο σήμερα; Βλέπεις κάποια κίνηση – κίνημα – μονάδα να ξεχωρίζει;
«Σε γενικές γραμμές η αξιολόγησή μου είναι θετική. Η σύγχρονη τέχνη κατάφερε μετά από πολλά χρόνια και πολλές προσπάθειες να πλησιάσει το ευρύ κοινό και να κατακτήσει μια πολύ σημαντική θέση στα πολιτιστικά δρώμενα, κατακλύζοντας τα μεγαλύτερα Μουσεία. Ο κόσμος έμαθε να την αγαπάει, την παρακολουθεί, προσπαθεί να την καταλάβει και να εμβαθύνει στα κίνητρα που οδηγούν τον καλλιτέχνη στην δημιουργία του έργου του.
Επίσης, πολύ θετικό κατά την γνώμη μου, το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια δίνεται πολύ περισσότερη προσοχή και υποστήριξη στους νέους καλλιτέχνες, σε όλους τους τομείς. Το μόνο αρνητικό στοιχείο που παρατηρώ, σε πολλές περιπτώσεις, είναι η έλλειψη ειλικρίνειας και ηθικής συνέπειας ανάμεσα στις εικαστικές εξαγγελίες του καλλιτέχνη και στην προσωπική του ζωή και συμπεριφορά. Ίσως η υπερβολική εμπορευματοποίηση της τέχνης, σε οικονομικό και επικοινωνιακό επίπεδο, να δημιουργούν αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ένας σωστός καλλιτέχνης οφείλει να είναι πιστός στην τέχνη του και στις αρχές που πρεσβεύει και αυτό πρέπει να αντανακλάται και στην ζωή του και στις πράξεις του».
Το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας κατά πόσο βοηθά και είναι ανοιχτό σε νέες προτάσεις; Βλέπεις πράγματα που πρέπει να γίνουν και είναι πρόθυμοι να προσεγγίσουν μια άλλη οπτική;
«Στην μέχρι σήμερα επαγγελματική μου πορεία, δυστυχώς δεν είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με το ΥΠΠΟ. Πολλές φορές το προσπάθησα, παρουσιάζοντας προτάσεις για εκθέσεις και διεθνείς συνεργασίες αλλά δεν κατάφερα να έχω κάποια θετική ανταπόκριση. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει προθυμία και διαθεσιμότητα αλλά δεν έχω τα στοιχεία και την προσωπική εμπειρία που να μου επιτρέπουν να το σχολιάσω».
Πότε έφτιαξες κάποια έκθεση σου και ένιωσες πραγματικά περήφανη για αυτό;
«Τον περασμένο Νοέμβριο, όταν παρουσιάσαμε στην Αγία Πετρούπολη τους δέκα Έλληνες καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην έκθεση με θέμα την Επανάσταση. Τα έργα τους ξεχώρισαν αμέσως για την οξυδέρκεια και την ευαισθησία τους και εντυπωσίασαν το κοινό και τους δημοσιογράφους που τους αφιέρωσαν υπέροχες κριτικές. Η επιτυχία της επιλογής που είχα κάνει μού έδωσε μεγάλη ικανοποίηση, αλλά αυτό που κυρίως με έκανε να νιώσω περήφανη ήταν η υψηλή ποιότητα των έργων. Ή ακόμη και η φωτογραφική έκθεση του Στράτου Καλαφάτη «’Άθως, τα χρώματα της πίστης» που παρουσιάζουμε σε όλη την Ευρώπη με μεγάλη επιτυχία».
Πες μου τα σπουδαιότερα έργα που είδες ποτέ και που βούρκωσες από ομορφιά…
«Το σύνδρομο του Stendhal είναι κάτι που είχα την τύχη να νιώσω αρκετές φορές στη ζωή μου. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι μου συμβαίνει συνήθως με τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης και σπανιότερα με την σύγχρονη τέχνη! Δεν μπορώ, για παράδειγμα να συγκρατήσω την συγκίνησή μου μπροστά από την Κόρη 670 στο Μουσείο της Ακρόπολης με τις μπούκλες και το μάλλινο «συνολάκι» της, ή μπροστά στην εκπληκτικά σύγχρονη καλλονή της Νεφερτίτης στο Μουσείο του Βερολίνου, ή αντικρίζοντας την τέλεια κορμοστασιά του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και των Bronzi di Riace, που είδα αμέσως μετά την συντήρησή τους στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας. Αλλά το πιο περίεργο και αναπάντεχο περιστατικό μου συνέβη στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης.
Είχα αρχίσει την επίσκεψη του Μουσείου από το τμήμα των Ελληνικών αρχαιοτήτων και, όταν βρέθηκα μπροστά στον μεγάλο γεωμετρικό κρατήρα του Διπύλου, ξαφνικά άρχισα να κλαίω! Να κλαίω κανονικά χωρίς να το περιμένω και χωρίς να μπορώ να το ελέγξω! Περιττό να σας περιγράψω πως με κοίταζαν οι άλλοι επισκέπτες του Μουσείου…»…
Γιατί επέλεξες να κάνεις κέντρο σου, ζωής και εργασίας, την Ιταλία;
«Την Ιταλία πάντα την αγαπούσα, για την ιστορία της, για τα μνημεία της, για τους ανθρώπους της και για την γλώσσα της που είναι διασκεδαστική και εύκολη στην εκμάθηση. Αλλά δεν ήταν συνειδητή απόφασή μου να την κάνω κέντρο της ζωής μου, δεν ήταν στόχος μου να αφήσω την Ελλάδα. Θα έλεγα ότι μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες με οδήγησε σε αυτή την επιλογή η οποία, παρότι συμπτωματική, αποδείχθηκε εξαιρετική.
Από επαγγελματική άποψη ήμουν στο κέντρο των πολιτιστικών δρώμενων, από κοινωνική και προσωπική άποψη είχα την τύχη να γνωρίσω και να συναναστραφώ θαυμάσιους ανθρώπους και να ζήσω σε μια πόλη, το Τορίνο, που δεν είναι τόσο φημισμένη αλλά είναι πανέμορφη. Και τελικά δεν ήμουν και τόσο μακριά από την Ελλάδα ώστε να μπορώ να πετάγομαι όταν η νοσταλγία ξεχείλιζε. Η Ιταλία για μένα ήταν η τέλεια λύση!».