ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η διαρκής ανάκαμψη της οικονομίας από το 2016 μετά από 10 χρόνια ύφεσης οδηγεί την Credit Suisse στο να θεωρεί την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο πλήρως δικαιολογημένη, αλλά να τονίζει πως υπάρχουν πάρα πολλές προκλήσεις όπως το χρέος, τα κόκκινα δάνεια και οι κοινωνικές ανισότητες οι οποίες πρέπει να ξεπεραστούν.
Καθαρή έξοδος
Σύμφωνα με την Credit Suisse, το πιο πιθανό σενάριο είναι αυτό της καθαρής εξόδου χωρίς εξωτερική οικονομική βοήθεια με την χώρα να πρέπει να στηριχθεί στην χρηματοδότησή της από τις αγορές, τα πλεονάσματα αλλά και άλλα μέσα.
Με την κυβέρνηση να δημιουργεί ένα μαξιλάρι ασφαλείας, περίπου 20 δισ. ευρώ, για να μην υπάρξει πρόβλημα ρευστότητας η Credit Suisse θεωρεί πως είναι η κατάλληλη στιγμή για την έξοδο.
Όσον αφορά τα κεφάλαια αυτά, θα προέλθουν από τους πόρους του ESΜ (η τελευταία δόση θα αγγίξει τα 11 δισ. ευρώ), το ΔΝΤ (εφόσον συμφωνηθούν μέτρα για το χρέος), τις αγορές (μπορεί να γίνει μια έκδοση πριν τη λήξη του προγράμματος), από επιπλέον αποκρατικοποιήσεις (αναμένεται 1,1 δισ. ευρώ το 2018) και από τα υφιστάμενα αποθέματα ρευστότητας. Ένα μαξιλάρι 20 δισ. ευρώ θα μπορούσε να αρκεί, ώστε να αντιμετωπιστούν εντάσεις στις αγορές, αν υπάρξουν, για περίοδο 12-18 μηνών.
Όπως θυμίζει, όλες οι χώρες που βγήκαν από πρόγραμμα ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο και ως τώρα αυτή η επιλογή είναι η πιο πιθανή, καθώς την προτιμά η πλειονότητα των παικτών, αλλά και εξαιτίας του ότι επετεύχθη το σαββατοκύριακο η συμφωνία για το Staff Level Agreement.
Η επιλογή της Ελλάδας θα είναι η ίδια με αυτή που ακολούθησαν και οι άλλες χώρες με σημαντικό δείγμα το ότι θα ακολουθηθεί αυτή η κατεύθυνση να είναι η συμφωνία που επετεύχθη το σαββατοκύριακο για το Staff Level Agreement.
Λογικό είναι λοιπόν εκεί να προσανατολίζεται και ο Αλέξης Τσίπρας, που θέλει να είναι ο ηγέτης που θα καταφέρει να επιστρέψει τη χώρα σε μια «φυσιολογική κατάσταση», ελεύθερη από διεθνείς παρεμβάσεις. Επιπλέον, θυμίζει η Credit Suisse, η απόφαση είναι δική του.
Σύμφωνα με την Credit Suisse οι Ευρωπαίοι προτιμούν την καθαρή έξοδο καθώς αν βγεις από το πρόγραμμα είναι δύσκολο να ξαναμπείς. Αυτό προϋποθέτει στους επόμενους δύο μήνες να δημιουργηθεί αξιοπιστία η οποία δικαιολογεί και θα υπερασπίζεται την κίνηση αυτή.
Η καθαρή έξοδος όμως δεν σημαίνει απουσία παρακολούθησης. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τη χώρα και να επιβάλλουν νέες μεταρρυθμίσεις.
Συνολικά η Credit Suisse, στο ενδεχόμενο καθαρής εξόδου, δεν περιμένει αρνητικές αντιδράσεις των αγορών καθώς η παρακολούθηση και οι μεταρρυθμίσεις δεν θα σταματήσουν τον Αύγουστο, ενώ το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τον ELA είναι διαχειρίσιμο.
Η προληπτική γραμμή
Ο οίκος θεωρεί πως η συγκεκριμένη επιλογή η οποία στηρίζεται και από τον Γιάννη Στουρνάρα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως «ήττα» της κυβέρνησης. Τονίζει όμως πως δεν είναι υπέρ αυτής καθώς θα θεωρηθεί ως αποτυχία της κυβέρνησης να επαναφέρε τη χώρα στην κανονικότητα, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος.
Ανεξάρτητα της επιλογής, η ΕΕ θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τη χώρα, τόσο εξαιτίας των μεγάλων δανείων που χορήγησε όσο και επειδή το ίδιο συμβαίνει με όλες τις χώρες που εξήλθαν από πρόγραμμα.
Οι τράπεζες
Όσον αφορά τις τράπεζες, αναφέρει πως τα stress tests που ολοκληρώθηκαν πριν από λίγες εβδομάδες έδειξαν ότι η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε σε σχέση με το 2015, έτος που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο stress test. Ωστόσο το μέγεθος των κόκκινων δανείων συνεχίζει να βαραίνει τον κλάδο, τονίζει η Credit Suisse.
Αν και μόνο μία από τις τράπεζες θα «έπιανε» δείκτη κύριων εποπτικών κεφαλαίων (CET 1 ratio) στο 8%, με βάση το αρνητικό σενάριο της ΕΚΤ, όλες θα διατηρούσαν τον δείκτη πάνω από το 5,5% (ποσοστό που είναι το ανεπίσημο ορόσημο για την ΕΚΤ). Αυτό αποτελεί μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με τα stress tests του 2015, όταν καμία τράπεζα δεν είχε δείκτη πάνω από το 2,1%.
Σύμφωνα με την Credit Suisse, τα κεφάλαια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τις τράπεζες το 2018 στο αρνητικό σενάριο ήταν αυξημένα στα 15,5 δισ. ευρώ (σε σχέση με 14,4 δισ. το 2015).
Ωστόσο αντίθετα με το 2015, δεν τίθεται θέμα «υστέρησης» κεφαλαίων με βάση το κύριο σενάριο καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη ανακεφαλαιοποιηθεί και διαθέτουν ικανοποιητικούς δείκτες κύριων εποπτικών κεφαλαίων (CET 1 ratio).
Με την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών να βελτιώνεται ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (RoE) διαμορφώθηκε στο -1,3% το δ’ τρίμηνο του 2017, έναντι -7,4% το δ’ τρίμηνο του 2016 και -25,5% το 2015.
Βελτίωση παρουσιάζει και η ρευστότητα με το ύψος της εξάρτησης των εγχώριων ιδρυμάτων από τον ELA να έχει συρρικνωθεί δραστικά καθώς το 2012 ήταν στα 100 δισ. ευρώ, ενώ αυτή την περίοδο κυμαίνεται στα 20 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως ο δείκτης CET 1 ανήλθε στο 14,8% το δ’ τρίμηνο του 2017.
Τα έκτακτα κεφάλαια (ΕLA) έχουν καταστεί ολοένα και λιγότερο αναγκαία για τις τράπεζες, σημειώνει ο διεθνής οίκος, αφού τα πιστωτικά ιδρύματα ενισχύουν την πρόσβασή τους στις ξένες αγορές, ενώ οι καταθέσεις επιστρέφουν.
Η Credit Suisse προβλέπει πως και χωρίς την ύπαρξη του waiver, αυτές οι θετικές τάσεις θα διατηρηθούν. Όπως τονίζει, αν επιλεγεί η καθαρή έξοδος, τότε το waiver από την ΕΚΤ θα τερματισθεί και τα ελληνικά ομόλογα δεν θα γίνονται αποδεκτά ως collateral από την ΕΚΤ.
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να μετατρέψουν τον δανεισμό από την ΕΚΤ (περίπου 11 δισ.) σε ρευστότητα μέσω του ELA. Ωστόσο τα υπερβάλλοντα κόστη από μια τέτοια κίνηση θα είναι πλήρως διαχειρίσιμα από τις τράπεζες, αφού το επιτόκιο του ELA είναι 100-150 μονάδες υψηλότερο.
Σύμφωνα με την Credit Suisse, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις τράπεζες είναι το μέγεθος των κόκκινων δανείων. Το γ’ τρίμηνο του 2017 τα κόκκινα δάνεια συνέχισαν να αυξάνονται και ανήλθαν στο 42,1%, ποσοστό που είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης.
Αυτό καθιστά εύθραυστες τις ελληνικές τράπεζες, ενώ λειτουργεί ανασταλτικά στην πορεία για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, τονίζει
Όπως υπογραμμίζει η Credit Suisse, η μείωση του ποσοστού των NPLs είναι κρίσιμη. Ορισμένα κανονιστικά μέτρα έχουν ήδη ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου αφερεγγυότητας και την εθελοντική αναδιάρθρωση χρέους για βιώσιμες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, δράση προς αυτή την κατεύθυνση ανέλαβαν και οι εγχώριες τράπεζες: Έχουν προχωρήσει στην πώληση πακέτων NPLs τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο απαιτούνται περισσότερες ενέργειες για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σημειώνεται στην έκθεση τoυ διεθνούς οίκου.
Ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA)
Στο επίκεντρο του DSA δεν είναι τόσο η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά κάτι πιο άμεσο και ειδικά οι ετήσιες ανάγκες δανεισμού της χώρας.
Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης (GFN) μιας χώρας σε μια περίοδο ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι το κριτήριο για το χρέος. Για να θεωρηθεί αυτή η αναλογία βιώσιμη, θα πρέπει να παραμείνει κάτω από το 15%-20%, σύμφωνα με το ΔΝΤ και να διατηρείται κάτω από το 20% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, σύμφωνα με το Eurogroup.
Αν και το αποτέλεσμα του DSA του ΔΝΤ ήταν πιο αρνητικό από της Κομισιόν, και οι δύο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος GFN θα παραμείνει κάτω από το 20% τουλάχιστον μέχρι το 2030. Ωστόσο, το ΔΝΤ είναι πιο απαισιόδοξο για την τροχιά στο χρέος της Ελλάδας.
Το επόμενο DSA, που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, θα είναι το κλειδί. Τα συμπεράσματα θα εξεταστούν πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 21 Ιουνίου -όπου θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για την ανασκόπηση του προγράμματος.
Η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους πιθανώς θα βοηθήσει την πρόσβαση της χώρας στις χρηματοπιστωτικές αγορές και θα επηρεάσει θετικά την πιστοληπτική της αξιολόγηση, που είναι και το πιο πιθανό γεγονός κατά την Credit Suisse. Ένα χειρότερο DSA σε σχέση με πέρυσι θα ήταν αρνητικό για τις αγορές, αλλά θα ενίσχυε την υπόθεση για μεγαλύτερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία τελικά πάλι θα βελτίωναν τη βιωσιμότητά του.
Πιστοληπτική αξιολόγηση
Και οι τρεις οίκοι αξιολόγησης έχουν αναβαθμίσει σημαντικά τη χώρα το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από τον επενδυτικό βαθμό και δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να περιληφθεί στο πρόγραμμα repos της ΕΚΤ ή στο πρόγραμμα QE. Ο κεντρικός τραπεζίτης της Τράπεζας της Ελλάδος τόνισε πρόσφατα την ανάγκη η χώρα να ανακτήσει την πιστοληπτική της βαθμίδα (IG).
Η Credit Suisse δεν αποκλείει το γεγονός, ένας ή περισσότεροι οργανισμοί αξιολόγησης να αναβαθμίζουν ξανά την Ελλάδα το 2018. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει τα διαρθρωτικά μέτρα, τις μεταρρυθμίσεις, να άρει περαιτέρω τους ελέγχους κεφαλαίου και να λάβει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους πριν από το τέλος της διάσωσης.
Όπως τόνισε ο Μάριο Ντράγκι πέρυσι: «Έως ότου δοθούν επαρκείς λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα που σχετίζονται με το χρέος, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης».
Η επενδυτική διαβάθμιση θα ήταν η βασική ένδειξη ότι η χώρα επανέρχεται στην κανονική της κατάσταση. Θα επέτρεπε επίσης στην ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, είτε μέσω του προγράμματος QE είτε μέσω της πολιτικής επανεπένδυσης και να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα για τα ελληνικά ομόλογα: ότι θεωρούνται επαρκώς ασφαλή από την ΕΚΤ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Τι αλλαγές φέρνει στη φορολογία η «ολιστική στρατηγική ανάπτυξης» της κυβέρνησης Τσίπρα – Όλο το κείμενο
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΤτΕ: Αυξημένα κατά 13,8% τα έσοδα από τον τουρισμό στο πρώτο τρίμηνο 2018
ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Η δήθεν καθαρή έξοδος δεν είναι ούτε καθαρή, ούτε έξοδος
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ουκρανία: Οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν χάσει το 40% των εδαφών που κατέλαβαν στο Κουρσκ, μετά τις αντεπιθέσεις
- WSJ: Την Μπρουκ Ρόλινς φέρεται να επιλέγει τελικά ο Τραμπ για το Υπουργείο Γεωργίας
- Ο ταλαντούχος Mr Φάις και οι νέες επενδύσεις του ομίλου
- Γαλλία: Χιλιάδες διαδήλωσαν κατά της βίας σε βάρος των γυναικών σε όλη τη χώρα