ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν τίθεται θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας, διευκρινίζει η ΕΚΤ για τα αποτελέσματα των stress test των ελληνικών τραπεζών. Τα αποτελέσματά της, μαζί με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, χρησιμοποιούνται για να σχηματιστεί μια συνολική εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας.
Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:
Πιστωτικός κίνδυνος: ενώ υπό το βασικό σενάριο η αρνητική επίδραση του πιστωτικού κινδύνου στους δείκτες κεφαλαίου CET1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης, υπό το δυσμενές σενάριο αυξήθηκε στις 850 μονάδες βάσης.
Καθαρά έσοδα από τόκους: τα καθαρά έσοδα από τόκους υπό το δυσμενές σενάριο μειώθηκαν κατά 22,5% σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.
Δεν προσδιορίστηκαν προκαθορισμένα κατώτατα όρια κεφαλαίου τα οποία θα προκαλούσαν την ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση. Η όποια απόφαση για ανακεφαλαιοποίηση θα ληφθεί κατά περίπτωση, αφού αξιολογηθεί η κατάσταση κάθε τράπεζας με βάση τα αποτελέσματα της άσκησης και τυχόν άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, σύμφωνα με μια συνολική προσέγγιση.
Προκειμένου να ληφθεί απόφαση από το Εποπτικό Συμβούλιο για ενδεχόμενη ανακεφαλαιοποίηση, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες. Τυχόν ανακεφαλαιοποίηση θα αποφασιστεί κατά περίπτωση και προς τον σκοπό αυτό θα ληφθούν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της άσκησης σε συνδυασμό με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, σύμφωνα με μια συνολική προσέγγιση. Είναι σημαντικό, εν προκειμένω, να τονιστεί ότι η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν αποτελεί πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων αλλά είναι μια άσκηση προληπτικού χαρακτήρα η οποία βασίζεται σε συγκεκριμένη μεθοδολογία και σε διάφορες υποθέσεις και σενάρια, με σκοπό να εξεταστεί η ικανότητα των τραπεζών να αντεπεξέρχονται σε ασθενέστερες οικονομικές συνθήκες. Η άσκηση έχει καίρια σημασία αλλά δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα βάσει του οποίου αξιολογούνται πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες. Η ίδια συνολική προσέγγιση θα χρησιμοποιηθεί για όλες τις συμμετέχουσες τράπεζες προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν αυθαίρετη αντιμετώπιση.
Αν το Εποπτικό Συμβούλιο αποφασίσει ότι δεν προκύπτει ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση, τότε τα αποτελέσματα της άσκησης θα ληφθούν υπόψη στον ορισμό εποπτικών μέτρων και, ιδίως, θα χρησιμοποιηθούν ως παράμετροι για τον καθορισμό των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 (Pillar 2 Guidance – P2G), που εφαρμόζονται σε όλες τις τράπεζες υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις κοινές διαδικασίες και μεθοδολογίες για τη SREP. Πιο συγκεκριμένα, τα ποσοτικά αποτελέσματα της άσκησης θα αξιολογηθούν με μη μηχανιστικό τρόπο, σε συνδυασμό με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες (αξιολογήσεις και στοιχεία συγκεκριμένα για κάθε τράπεζα, όπως το προφίλ κινδύνου της, τα πορίσματα επιθεωρήσεων, οι ουσιώδεις μεταβολές που προέκυψαν μετά την καταληκτική ημερομηνία συμπερίληψης στοιχείων για τους σκοπούς της άσκησης, τα μέτρα που έλαβε στο μεταξύ η τράπεζα για τον περιορισμό των κινδύνων). Εν συντομία, οι επόπτες διαθέτουν ένα ευρύ φάσμα εργαλείων που εφαρμόζονται κατά περίπτωση όταν αξιολογείται η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και ιδίως η ικανότητά τους να πληρούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου.
Επειδή η άσκηση στηρίχθηκε στην υπόθεση για στατικούς ισολογισμούς, οι εκποιήσεις που δεν είχαν ολοκληρωθεί πριν από την τελική ημερομηνία συμπερίληψης στοιχείων (31 Δεκεμβρίου 2017) δεν λήφθηκαν υπόψη στην άσκηση, έστω και αν αυτές είχαν ήδη συμφωνηθεί και οι αντίστοιχες απομειώσεις είχαν ήδη εγγραφεί το 2017. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι δείκτες κεφαλαίου να είναι χαμηλότεροι από ό,τι θα ήταν εάν είχαν ληφθεί υπόψη αυτές οι εκποιήσεις με θετική κεφαλαιακή επίδραση.