Μια νέα πρόκληση αποτελεί η προώθηση «πακέτων» υπηρεσιών με υψηλότερες ταχύτητες σύνδεσης στο διαδίκτυο για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους ΟΤΕ, Vodafone και Wind και ειδικότερα για τα εμπορικά τους τμήματα με επικεφαλής τους Γρηγόρη Χριστόπουλο, Κώστα Νεμπή (Chief Commercial Officer Business Segment Ομίλου ΟΤΕ και Chief Commercial Officer Consumer Segment Ομίλου ΟΤΕ αντίστοιχα) Άρη Γεωργόπουλο (Εμπορικό Διευθυντή Καταναλωτικών ΠροϊόντωνVodafone) και Αντώνη Τζωρτζακάκη (Γενικό Διευθυντή Σταθερής Τηλεφωνίας και Εταιρικών Πελατών της Wind). Το σημείο κλειδί είναι αν ο καταναλωτής θα διαθέσει το επιπλέον ποσό που είναι αναγκαίο για να κάνει το βήμα της αναβάθμισης της ταχύτητας που έχει σήμερα και το οποίο κυμαίνεται από 6 ως 12 ευρώ, ανάλογα με τον πάροχο, τη χρονική δέσμευση του συμβολαίου του και τις υπόλοιπες υπηρεσίες του πακέτου που θα επιλέξει.

Ο απλός καταναλωτής σήμερα έχει να επιλέξει στις ταχύτητες για τη σύνδεση στο διαδίκτυο έως 24 Mbps προσφορές (όχι απαραίτητα τιμές καταλόγου) σε συνδυασμό με τη σταθερή τηλεφωνία (συνήθως απεριόριστες κλήσεις) και έναν αριθμό λεπτών ομιλίας προς κινητά, με τιμές που ξεκινούν από 21 ευρώ, ενώ για να πάει στα 50 Mbps θα βρει πακέτο στην Cosmote με 37,28 ευρώ, στη Vodafone με 33,5 ευρώ και στην Wind με 35 ευρώ. Για τα 100 Mbps στην Cosmote παρέχονται πακέτα με 49,5 ευρώ, στη Vodafone με 43,5 ευρώ και στην Wind με 42 ευρώ. Οι προαναφερόμενες τιμές δεν είναι συγκρίσιμες ως προς τις υπόλοιπες παροχές και αναφέρονται εντελώς ενδεικτικά για την κατανόηση του τι σημαίνει οικονομικά η αναβάθμιση των ταχυτήτων σύνδεσης στο διαδίκτυο.

Βάσει της εμπειρίας τα νοικοκυριά είθισται να κάνουν ένα – ένα τα βήματα. Δηλαδή από τα 24 Mbps θα πάνε στα 50 Mbps (ίσως και στα 30 Mbps) και από τα 50 Mbps στη συνέχεια στα 100 Mbps. Διαφορετική είναι η εικόνα στις επιχειρήσεις και ειδικά σε όσες χρειάζονται μεγάλη χωρητικότητα όπου το πιθανότερο είναι να μεταβούν κατευθείαν στις υψηλότερες διαθέσιμες ταχύτητες, ειδικά εάν στηρίζονται σε μισθωμένα κυκλώματα.

Βεβαίως το πρώτο βήμα για τον καταναλωτή είναι να ελέγξει ποιες είναι οι ταχύτητες που προσφέρονται στην περιοχή του καθώς η υλοποίηση δικτύων νέας γενιάς βρίσκεται σε εξέλιξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΤΕ στο τέλος του 2017 η κάλυψη σε δίκτυο VDSL (ταχύτητες έως 50 Mbps) ήταν στο 60% του πληθυσμού.

Έπειτα από την ολοκλήρωση των επενδύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη από τους τρεις τηλεπικοινωνιακούς παρόχους στο πλαίσιο του κανονισμού της ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) για το Vectoring, χρονικά περίπου στο τέλος του 2019 – αρχές 2020, η κάλυψη με ταχύτητες τουλάχιστον 100 Mbps θα φθάσει στο 65% του πληθυσμού. Πρόκειται για άλμα αν αναλογιστούμε την μηδενική κάλυψη με ταχύτητες 100 Mbps στο τέλος του 2016, αν και θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.

Μια σημαντική διαφορά με τα γρηγορότερα δίκτυα θα είναι ότι οι πάροχοι θα είναι σε θέση να εγγυώνται την ταχύτητα που παρέχουν και θα σταματήσει η λογική του «έως», η οποία προκαλεί τη δυσαρέσκεια του καταναλωτή που πληρώνει για 24 Mbps, αλλά συνήθως δεν έχει ούτε το μισό.

Η κάλυψη με δίκτυα νέας γενιάς θεωρητικά θα μπορούσε να «τρέξει» περισσότερο αν η οικονομία της χώρας βελτιωθεί και παρασύρει τη ζήτηση για υψηλότερες ταχύτητες. Είναι προφανές ότι τα νοικοκυριά θα επιδιώξουν την αναβάθμιση της σύνδεσής τους εφόσον μπορούν να το αντέξουν οικονομικά και την ίδια στιγμή και οι πάροχοι εφόσον έχουν ζήτηση θα πηγαίνουν την οπτική ίνα σε περισσότερα σπίτια.

Θετική εξέλιξη αποτελεί ότι ο ΟΤΕ πρόσφατα μίλησε για δίκτυο αρχιτεκτονικής «οπτικής ίνας μέχρι το σπίτι» (Fiber to the Home – FTTH) σε 1 εκατομμύριο σπίτια και επιχειρήσεις, μέχρι το 2022 και με ενδιαφέρον αναμένεται το τι θα πράξουν και οι υπόλοιποι πάροχοι.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στο τέλος του 2017 το 20,1% (ή 354.000 συνδρομητές) της συνδρομητικής βάσης ευρυζωνικών υπηρεσιώνλιανικής του ΟΤΕ (συνολικά 1.759.752) είχαν επιλέξει υπηρεσίες VDSL (έως 50 Mbps). Το ποσοστό είναι ακόμα μικρό αν αναλογιστούμε ότι ο ΟΤΕ ξεκίνησε εμπορικά να παρέχει υπηρεσίεςVDSLστο τέλος του 2012 και καταδεικνύει ότι τα βήματα γίνονται σταδιακά και είναι συνυφασμένα με τις γενικότερες οικονομικές εξελίξεις και σε ένα άλλο επίπεδο με την ωρίμανση και διάχυση των υπηρεσιών που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής (π.χ. ηλεκτρονική διακυβέρνηση).

Υπενθυμίζεται ότι ο στρατηγικός στόχος για το 2025 στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι όλα τα νοικοκυριά, αγροτικά ή αστικά, να έχουν πρόσβαση σε συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο, προσφέροντας τουλάχιστον 100 Mbps (αναφερόμαστε πάντα σε κατερχόμενη ζεύξη – download), με δυνατότητα αναβάθμισης σε ταχύτητα gigabit.