ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ποιοι παίζουν για ΠτΔ, η εμπιστοσύνη στα ΕΛΠΕ, το bid της Masdar και η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, οι δύο εφοπλιστές και το bad-mouth, ο καταδικασμένος Σταύρος Τάκη, οι δωρεές του Δένδια, το καλό mood του Νικολάου και της Χρυσής Β, και η παρακολούθηση της πλατινομαλλούσας
Ένα πολυσέλιδο “μανιφέστο” γραμμένο από έναν εκ των ανώνυμων μαρτύρων της υπόθεσης Novartis δίνει στη δημοσιότητα η ιστοσελίδα news247.gr, με τον “πληροφοριοδότη Β”, πρώην στέλεχος της Novartis, να εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να καταθέσει στο FBI.
Μεταξύ άλλων στην ανοιχτή επιστολή του μέσω του δικηγόρου του, Παύλου Σαράκη, ο “πληροφοριοδότης Β” περιγράφει τις εμπειρίες που τον οδήγησαν στην απόφαση να καταθέσει ανώνυμα για την υπόθεση, ενώ απευθύνει έκκληση για δράση και προς άλλους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.
Ακολουθεί το κείμενο όπως έχει παρατεθεί στην ιστοσελίδα:
«ΓΙΑΤΙ ΕΓΙΝΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗΣ»
Φεβρουάριος 2018
«Περνάγαμε ωραία,
μ’ εκείνη την παρέα
ταξίδια με γιατρούς, καθηγητές.
Λαδώναμε τους πάντες
μας άδειαζαν τις τσάντες
ΜΜΕ, υπουργοί και βουλευτές.
Ουσίες, λεφτά και οινοπνεύματα
τις μίζες δεν χορταίνανε
τσέπωναν και τα κέρματα.
Τα χρόνια τα μοιραία
τα φάγανε παρέα
σύμβουλοι, πολιτικοί, καθηγητές.
Κι αφού ακόμα ζούμε
σαν μάρτυρες θα πούμε
όλη την αλήθεια στις αρχές»
«Κάπως έτσι, παραφράζοντας τους στίχους του γνωστού λαϊκού τραγουδιού των Λαζόπουλου – Δανίκα, συνοψίζεται το αφήγημα της καριέρας μου στη Novartis. Και περνάγαμε πραγματικά ωραία, στην υγειά των κορόιδων, που δεν ήταν άλλοι από τους παππούδες, τους γονείς και τα παιδιά μας.
Μου πήρε επτά περίπου χρόνια να καταλάβω ότι ανήκα σε μια μοναδική κατηγορία Ελλήνων. Σε εκείνους που, τινάζοντας τα ασφαλιστικά ταμεία στον αέρα, περισσότερο ακόμη και από το PSI, καταφέραμε να ληστέψουμε τρεις ολόκληρες γενιές. Και το κάναμε με τόσο ζήλο και τόσο συνειδητά, που η κανονικότητα μας έφερνε αναγούλα και την ξορκίζαμε σα να ήταν ο χειρότερος εφιάλτης μας.
Αρνούμασταν να πιστέψουμε ότι υπήρχε ζωή χωρίς μισθάρες, μπόνους, εταιρικά αυτοκίνητα, τζάμπα ιδιωτικές ασφάλειες, ταξίδια, γκόμενες και διασκέδαση. Και όλα αυτά, με τα πελατάκια μας, γιατρούς, καθηγητές, πολιτικούς, και άλλους αξιωματούχους, να μας βαράνε παλαμάκια, τις μέρες στα συνέδρια και τις νύχτες στα κλαμπ και τα μπουζουκτσίδικα.
Μέχρι που ήρθε το 2011 και εμφανίστηκαν οι … καθαρίστριες.
Θυμάμαι ακόμη, σαν χθες, τα πρώτα μνημονιακά meetings, όπου το σύστημα Φρουζή της Novartis μας ανακοίνωνε τα κακά μαντάτα. Με εκείνες τις τεράστιες γιγαντοοθόνες, που μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας μας έκαναν τα απαραίτητα ηλεκτροσόκ της προσαρμογής στη νέα, σκληρή πραγματικότητα που μας περίμενε, μέσα κι έξω από την εταιρεία.
Καταιγίδες, κεραυνοί, σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί. Και μετά μαύρο. Και μόλις τα φώτα της αίθουσας άναβαν, εμφανιζόταν ο μεγάλος για να μας επαναλάβει, κάθε φορά, ότι, το υπερθέαμα που παρακολουθούσαμε έντρομοι στην γιγαντοοθόνη, δεν ήταν τίποτε άλλο από την καθημερινότητα των μνημονίων που βίωναν οι άλλοι, οι μη προνομιούχοι Έλληνες, τα κορόιδα που ζούσαν έξω από την εταιρεία. Και που θα μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να γίνει και η δική μας καθημερινότητα, αν δεν αντιλαμβανόμασταν την πραγματικότητα και δεν καταφέρναμε να προσαρμοστούμε στα νέα, μνημονιακά δεδομένα της αγοράς και της εταιρείας.
Τότε μάθαμε για πρώτη φορά ότι έπρεπε να συνηθίσουμε να ζούμε με τον φόβο της καθαρίστριας. Όχι επειδή ο εντεταλμένος από την Ελβετία έβρισκε την αίθουσα βρώμικη ή ακατάστατη. Αλλά επειδή, απλά, μας ανακοίνωσε ότι, εφεξής, σε κάθε μάζωξη, επειδή θα χυνόταν αίμα, έπρεπε αναγκαστικά να βρίσκονται σε ετοιμότητα οι καθαρίστριες. Για να καθαρίζουν το αίμα που θα έρρεε στα πατώματα από τις απολύσεις των συναδέλφων μας, που θάβλεπαν, κάθε φορά, σε κάθε επόμενη μάζωξη, την πόρτα της εξόδου. Έτσι, για να σφίγγουν οι κώλοι οι δικοί μας, που είχαμε την τύχη να την γλυτώνουμε και να μπορούμε, κάθε φορά, να δίνουμε το παρόν στο επόμενο meeting.
Μέχρι φυσικά που νάρθει και η δική μας σειρά. Αυτό, ευτυχώς, δεν μας πήρε πολύ καιρό για να το καταλάβουμε. Ζούσαμε πλέον σε μια νέα, πρωτόγνωρη πραγματικότητα».
(…)
«Έπρεπε να πείσεις τον γιατρό, ακόμη και τον καθηγητή, που η καριέρα του σπονσοράρεται από την εταιρεία, ότι όχι μόνο έπρεπε να συνεχίσει να γράφει (τα φάρμακά μας), αλλά, ότι, αντιθέτως, έπρεπε τώρα να γράφει περισσότερο από πριν, χωρίς όμως νέες απαιτήσεις για έξτρα παροχές. Πώς όμως να τον πείσεις με λιγότερα πλέον δωράκια, εξωτικά ταξίδια – συνέδρια, λεφτά, ακόμη και χωρίς π…, για τους πιο μερακλήδες;
Κάπου εκεί λοιπόν ξεκίνησαν οι πρώτοι εκβιασμοί. Τα παίρνεις χοντρά τόσα χρόνια ρε π… ιατρέ , τώρα θα γράψεις λίγο και για μένα. Για να μείνω στη δουλειά. Τι θα κάνω αν με διώξουν επειδή εσύ δεν γράφεις όσο χρειάζεται η εταιρεία για να με κρατήσει; Και αν εγώ φύγω, πως θα τα βρεις μετά εσύ με τον επόμενο; Αυτό ήταν το πρώτο ποίημα που λέγανε οι ιατρικοί μας επισκέπτες σε γιατρούς και καθηγητές – ιδιοκτήτες επιστημονικών ιατρικών εταιρειών. (μεγαλέμποροι επιστήμονες γαρ). “Γράψε συνταγές για την εταιρεία ρε γαμώτο…!”
Τόσα χρόνια μαζί μας στο κουρμπέτι, φροντίσαμε να επενδύσουμε στις αδυναμίες του ιατρού – συνεργάτη. Έτσι, για πολλούς, ειδικά γι’ αυτούς που τάπαιρναν χοντρά, τους Α1 ή 3A γιατρούς όπως τους λέγαμε, η εταιρεία, τους είχε φακελωμένους. Γνωρίζαμε κάθε αδυναμία τους. Είχαμε πάντα κάτι για τον καθένα. Και στους περισσότερους, όταν δεν έπιαναν τα λόγια, το δεύτερο στάδιο, ήταν αυτό του εκβιασμού, που σχεδόν πάντα, λειτουργούσε άμεσα και αποτελεσματικά. “Θα μας έχεις απέναντι, θα κλείσει η πόρτα της Novartis για σένα”».
(…)
«Αυτός λοιπόν, ο Φρουζής, βραβεύθηκε το 2013 ως manager της χρονιάς. Πιο εύστοχο θα ήταν manager της διαφθοράς και της διαπλοκής. Ιατρικής και πολιτικής.
Ήταν τότε η στιγμή που γύρισαν τα μάτια μου ανάποδα. Και δεν ήμουν ο μόνος, αφού αυτό που ζούσαμε δεν ήταν απλά προκλητικό. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το να αισθάνεσαι ταυτόχρονα και δαρμένος, και μ…, που αυτό το είχαμε ήδη αποδεχθεί και που συνηθίσαμε να το ζούμε και να το υπομένουμε, στο βωμό της επαγγελματικής μας επιβίωσης.
Αυτή τη φορά όμως ήταν κάτι άλλο. Κάτι πολύ μεγαλύτερο, που το αισθάνθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν βρίσκω την κατάλληλη λέξη για να το εκφράσω, μπορώ όμως να το περιγράψω. Ήταν μια λάμψη που αισθάνθηκα μέσα στο κεφάλι μου, τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια μου συλλογιζόμενος την βράβευση του Φρουζή. Και που ξαφνικά έφερε μπροστά μου μια ολόκληρη παρέλαση από φλας φαντασμάτων που, προφανώς, ζούσαν κρυμμένα ως τύψεις, όλα αυτά τα χρόνια, βαθειά μέσα στο υποσυνείδητό μου. Και που η δίψα για καριέρα, όταν τελείωσε το πάρτι και μετά, δεν μου επέτρεπε την πολυτέλεια να τις κοιτάξω κατάματα, να τις ζυγίσω και να τις αντιμετωπίσω. Και που όσο το πάρτι κρατούσε, ήταν τόσο γλυκό το ποτό της διαφθοράς, που κατάφερνε να τις κρατά μεθυσμένες, κάνοντάς τες να φαντάζουν αστείες, ασήμαντες και γραφικές απέναντι στον μύθο του american dream που πίστευα ότι ζούσα, χτίζοντας τον χάρτινο πύργο της καριέρας μου στη Novartis.
Σε μια μόνο στιγμή είδα μέσα μου όλα όσα δεν είχα καταφέρει να δω επί επτά ολόκληρα χρόνια. Είδα τη μάνα και τον πατέρα μου, να με κοιτάνε απορημένοι, με ένα μεγάλο ερωτηματικό ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, που ζητούσε σαστισμένο να καταλάβει σε τι έφταιξαν και τους τιμώρησα, ληστεύοντας, μαζί με την υπόλοιπη συμμορία της Novartis, το ταμείο που τους πλήρωνε τις συντάξεις, τους γιατρούς, τα νοσοκομεία και τα φάρμακα».
(…)
«Είχα πλέον αντιληφθεί ότι, για το καλό μου, αλλά και για το καλό των δικών μου ανθρώπων, έπρεπε να εξαφανιστώ. Ειδικά μετά την αποκάλυψη ότι δύο Έλληνες μεγαλοστελέχη της Νovartis Hellas υπέβαλαν μηνυτήριες αναφορές στις αρχές των ΗΠΑ, παραδίδοντας τα απόρρητα μαύρα αρχεία της εταιρείας διαισθάνθηκα για πρώτη φορά ότι κινδύνευε πλέον η ζωή μου.
Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα και εγώ τον Δεκέμβριο του 2016 στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Με τον δικηγόρο μας Παύλο Σαράκη να επιμένει ότι, η επιλογή μου αυτή, ήταν η καλύτερη που είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Δεν μου έβγαινε όμως να μην αμφιβάλλω. Κουβαλούσα ακόμη μέσα μου την μιζέρια από τους δαίμονες, τα φαντάσματα και τις ερινύες μου, που μου θύμιζαν κάθε στιγμή ότι δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από ένα σκουπίδι. Ένα λαμόγιο που, αφού πρώτα έφαγα, ήπια, γλέντησα και κονόμησα, υπονομεύοντας τη ζωή και το μέλλον ακόμη και της ίδιας μου της οικογένειας, τώρα ερχόμουν στις ΗΠΑ για να καταδώσω στις αρχές τα χέρια που τόσα χρόνια με τάιζαν το βρώμικο ψωμί, που εγώ ζητούσα να φάω από τη Novartis. Ένας κουκουλοφόρος, όπως με αποκαλείτε σήμερα στην Ελλάδα. Ο κουκουλοφόρος «Β» λοιπόν, είμαι εγώ.
Χωρίς καμία ψυχολογία και με το ηθικό στα πατώματα, πέρασα την πόρτα του SEC (σ.σ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ) στην Ουάσιγκτον, όπου με περίμεναν οι πράκτορες του FBI που είχαν στα χέρια τους τον φάκελο με την έρευνα. Δεν τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να τους κοιτάξω στα μάτια, ούτε ακόμη για να τους πω, έστω, μια τυπική καλημέρα. Τόσο ξεφτίλας αισθανόμουν. Ώσπου, ξαφνικά, μου έπιασε ο ένας το χέρι, σφίγγοντάς το δυνατά και, μιλώντας μου στον ενικό, αφού πρώτα με προσφώνησε με το μικρό μου όνομα, μου έδωσε συγχαρητήρια, λέγοντάς μου ότι πρέπει να αισθάνομαι περήφανος για τον εαυτό μου, επειδή αυτό που έκανα εκείνη την ώρα ήταν μια ηρωική πράξη, που ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο βρίσκουν την τόλμη και τη δύναμη να την κάνουν. Μία γενναία πράξη στη μάχη υπέρ της διαφάνειας και κατά της διαφθοράς στο δημόσιο βίο. Και ότι, χάρη στις καταθέσεις μας, την δική μου και του «Α», μπορεί τελικά να αποδοθούν ευθύνες και, έτσι, μπορεί να καταδικαστεί η εταιρεία να πληρώσει μεγάλες αποζημιώσεις, όχι μόνον στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ελλάδα. Και ότι τα πράγματα στην Ελλάδα θα αλλάξουν. Οι γιατροί θα πάψουν να είναι έμποροι και οι πολιτικοί να υπηρετούν την κοινωνία και όχι τις πολυεθνικές.
Ήταν αυτό που περίμενα να ακούσω για ν’ αρχίσω να επανέρχομαι. Και συνειδητοποίησα ότι, το τίμημα της επανάκτησης της αξιοπρέπειας που ξεπούλησα, περνούσε μέσα από αυτή την κατάθεση, που θα μπορούσε κάποια στιγμή να με κάνει να ξανακοιτάξω στα μάτια τους συμπολίτες και την οικογένειά μου στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα αν η κατάθεσή μου αυτή κάποτε οδηγήσει στην καταβολή αποζημιώσεων και στην αποκατάσταση της ζημίας που τους προκάλεσα και με τη δική μου συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση της Novartis.
Εύχομαι να με αξιώσει ο θεός, πριν κλείσω οριστικά τα μάτια μου, να ξαναδώ τη λάμψη με το φιλμάκι της ζωής μου, με τη μάνα, τον πατέρα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τους συγγενείς και τους φίλους μου, αυτή τη φορά να μου χαμογελάνε, ακόμη και αν δεν καταφέρουν ποτέ να με συγχωρήσουν για όσα έκανα.
Για την Ελλάδα και για τους Έλληνες, ρε γαμώτο …!
Γι’ αυτό έγινα πληροφοριοδότης. Εν Ονόματι του Ελληνικού Λαού, ενώπιον της αμερικανικής Δικαιοσύνης. Και για τους συνένοχους διεφθαρμένους ιατρούς και πολιτικούς… κουκουλοφόρος».