Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου πρόκειται να φιλοξενήσει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές κυπριακής αρχαιολογίας στην ανατολική Μεσόγειο. Για το νέο κτίριο του μουσείου προκυρήχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και το πρώτο βραβείο έλαβε η Θεώνη Ξάνθη. Το οικόπεδο του διαγωνισμού βρίσκεται στη Λευκωσία, κοντά στα τείχη της μεσσαιωνικής πόλης, δίπλα στο κυπριακό κοινοβούλιο, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο και το παλαιό μουσείο και συνορεύει με το πάρκο του Πεδιαίου ποταμού, που διασχίζει τη πόλη.

Το κτίριο, εμβaδού τριάντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, θα κατασκευαστεί σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση περιλαμβάνει, πέρα απο τις μόνιμες εκθέσεις, χώρους περιοδικών εκθέσεων και εκπαιδευτικών εργαστηρίων, εργαστήρια συντήρησης και αποθήκες εκθεμάτων. Η δεύτερη φάση του έργου αφορά στις εγκαταστάσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων, μια ειδική βιβλιοθήκη και αμφιθέατρο 300 ατόμων. Στο σύνολο προβλέπονται χώροι στάθμευσης για 400 οχήματα.

Το αρχαιολογικό μουσείο είναι ένα κτίριο που προστατεύει τη μνήμη και διερμηνεύει το παρελθόν. Μ’ αυτή την έννοια για κάθε λαό είναι ένα κτίριο ταυτότητας. Έτσι, το θεμελιώδες ερώτημα που τέθηκε είναι το πώς η αρχιτεκτονική γραφή θα συνυπήρχε χωρίς να καθυποτάσσει ή και να εξαφανίζει την ταυτότητα του κτιρίου.

Ένας δεύτερος προβληματισμός ήταν ότι, καθώς τα αρχαιολογικά μουσεία πραγματεύονται το παρελθόν και το χρόνο, θέτουν το αρχετυπικό ζήτημα του μέτρου της ανθρώπινης υπόστασης, γεγονός που τα καθιστά χώρους στοχαστικούς και ενίοτε συγκινητικούς, που κινδυνεύουν όμως να να γίνουν στατικά συμβάντα, αποκομμένα από την αστική ζωή. Έχουν ανάγκη, επομένως, τη διείσδυση του ενεστώτα χρόνου, δηλαδή της ζωής που συνεχίζεται είτε με την ανακουφιστική παρουσία της φύσης είτε με φυγές στη ζώσα πόλη.

Η αρχιτεκτονική πρόταση προσέγγισε το περιεχόμενο της μόνιμης έκθεσης, διαχωρίζοντάς το σε τρεις χωρικές και νοηματικές ενότητες. Τον τόπο, που διηγείται την προϊστορία, από την πρώιμη κατοίκηση του νησιού μέχρι την εποχή του λίθου και του χαλκού, τη θάλασσα, που αναφέρεται στη αδιάλειπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο, και τον κόσμο, που διηγείται τους ιστορικούς χρόνους των κυπριακών βασιλείων μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή και το τέλος της αρχαιότητας. Αυτές οι τρεις ενότητες παρήγαγαν την ιδέα των τριών διακριτών όγκων, των “θησαυρών” κατά την αρχαία ελληνική έννοια, δηλαδή των κτισμάτων που φυλάσσουν το πολύτιμο περιεχόμενο των συλλογών.


Η τοποθεσία του μουσείου είναι ένα ενδιάμεσο ανάμεσα στις πράσινες και αστικές ζώνες της πόλης. Και έτσι το μουσείο έχει τη δυνατότητα με έναν ευρύ αστικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό να λειτουργήσει ενοποιητικά και να συμβάλει καθοριστικά στην αναδιάταξη και αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος της Λευκωσίας.


Η πρόθεση της αρχιτεκτονικής πρότασης για την ανάδειξη των ευρημάτων από την εκσκαφή και το παρελθόν στο φως και στον παρόντα χρόνο οδήγησε και στην ανάδυση του μουσείου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος, που το συνθέτουν τρεις οριζόντιες ζώνες. Η άνω ζώνη με το αιωρούμενο σώμα του μουσείου, η ενδιάμεση ζώνη που δέχεται την πόλη και η ζώνη του εδάφους που παραλαμβάνει τις καθημερινές λειτουργίες. Πρόκειται για τη νέα στρωματογραφία του χώρου.

Η διαίρεση σε κατακόρυφες και οριζόντιες ζώνες και η πλαστική επεξεργασία του εδάφους οδήγησαν στο μουσειολογικό, στον αστικό και στο λειτουργικό σχεδιασμό. Τρεις διακριτοί όγκοι και τρία οριζόντια επίπεδα, το επίπεδο της πόλης, το επίπεδο του ποταμού και το επίπεδο του υπεδάφους, οργανώνουν τη διάρθρωση του κτιρίου. Με τον ίδιο τρόπο αρθρώθηκε ο βιοκλιματικός σχεδιασμός και η στατική δομή του κτιρίου.

Οι υπερυψωμένοι όγκοι παρακολουθούν τις μακρές φυγές του περιβάλλοντος και πλάθονται για να προσαρμοστούν στο τριγωνικό οικόπεδο και στις γειτνιάσεις. Τα διαμήκη κενά μεταξύ τους επιτρέπουν τις φυγές ανάμεσα στην πόλη και στο ποτάμι. Το βιοκλιματικό στέγαστρο ορίζει τον κενό χώρο και την είσοδο του κτιρίου. Η υπερύψωση των όγκων επιτρέπει να ελευθερωθεί το επίπεδο του εδάφους για να διαμορφωθεί ο μεγάλος δημόσιος χώρος της πόλης.

Στο επίπεδο της πόλης μια αλληλουχία διαβαθμισμένων ποιοτήτων επιτρέπει τη βίωση του κτιρίου με διαφορετικούς τρόπους. Αρχίζει με την κεντρική πλατεία, που αναφέρεται και στο κοινοβούλιο, συνεχίζει με την υπαίθρια περιοχή της στεγασμένης εισόδου, που εξελίσσεται σε ένα κατακόρυφο αίθριο. Η είσοδος ανάμεσα σε δύο αίθρια επιτρέπει τις φυγές μέχρι τη φυτεμένη πλατφόρμα των υπαίθριων εκθέσεων, που καταλήγει στο νέο πάρκο του ποταμού. Προς τη Νεχρού, ένα γραμμικό πάρκο αποτελεί το άμεσο περιβάλλον της βιβλιοθήκης και του Τμήματος Αρχαιοτήτων.

Στο επίπεδο του ποταμού, μια μικρή ισόγεια πόλη συσπειρώνεται γύρω από το αίθριο του μουσείου, όπου και αναπτύσσονται το εστιατόριο, οι περιοδικές εκθέσεις και η βιβλιοθήκη. Αυτό εκτείνεται με το δρόμο των λειτουργών (τον πλαισιώνουν η διοίκηση και το Τμήμα Αρχαιοτήτων) προς το ποτάμι, ενώ τα εργαστήρια σε μια πιο ήσυχη και προστατευμένη περιφέρεια με διαμπερή φυσικό φωτισμό και δικές τους μικρές ημιυπαίθριες αυλές έχουν την καθημερινότητά τους. Στο κέντρο χωροθετείται ο εκπαιδευτικός κήπος των παιδιών, ενώ οι περίπατοι και πολιτιστικές διαδρομές φτάνουν μέχρι την κοίτη του ποταμού.

Η προσβασιμότητα είναι μελετημένη τόσο από τους ποδηλατόδρομους, όσο και από τους υπαίθριους και υπόγειους χώρους στάθμευσης οχημάτων, ώστε απρόσκοπτα να προσεγγίζεται από τους επισκέπτες, την τροφοδοσία και της βοηθητικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης. Στο δώμα του μεσαίου όγκου υπάρχει το εστιατόριο που μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα και είναι ταυτόχρονα το “Belvedere” της πόλης.

Η κατασκευή του μουσείου έρχεται να συνδυάσει την τεχνολογική ακρίβεια και την παραμετροποίηση του κελύφους με τη γήινη υπόσταση της υφής και την εικόνα του πλαστικού τεχνήματος, γεγονός που καθορίζει εντέλει τη μοναδικότητα της μορφικής και αισθητικής του παρουσίας.

Η στατική επίλυση απελευθερώνει τον ισόγειο χώρο από υποστυλώματα, επιτρέποντας την ελεύθερη διάταξη του ισογείου και αποδίδοντάς τον στην πόλη και ταυτόχρονα απελευθερώνει από υποστυλώματα τους εκθεσιακούς χώρους, επιτρέποντας την άνετη και ευέλικτη διάταξη του περιεχομένου των εκθέσεων.

Ο βιοκλιματικός – ενεργειακός σχεδιασμός του κτιρίου αξιοποίησε τα κλιματικά δεδομένα με έμφαση στο φυσικό δροσισμό του κτιρίου και στη δημιουργία σκιασμένων και δροσερών χώρων στο άμεσο περιβάλλον του μουσείου, χώρων συνάντησης, ανάπαυσης και άνετης παραμονής. Το διπλό κέλυφος των όγκων, ένα φωτοβολταικό σύστημα μεγάλης αποδοτικότητας και ένα μηχανολογικό σύστημα προοδευτικής παρακολούθησης των μεταβολών του περιβάλλοντος, ενίσχυσαν την ενεργειακή απόδοση.

Στοιχεία έργου

Αρχιτεκτονική μελέτη: Θεώνη Ξάνθη – XZA Architects
σε συνεργασία με Θοδωρή Ανδρουλάκη, Σπύρο Γιωτάκη, Μαργαρίτα Ζακυνθινού
Συνεργάτης αρχιτέκτονας: Γιώργος Ανδρεάδης – YAP, Fereos + Associates Architects
Ομάδα εργασίας: Π. Παππά, Ε. Ορφανού, Ν. Κεραμιανάκης, Κ. Βαρκαρολής, Σ. Χατζής, Μ. Χρηστίδη, Ε. Κεραμιανάκη, Σ. Δούκας
Μουσειολογική μελέτη: Ν. Παπαδημητρίου
Στατική μελέτη: D. Bosia – AKT 2 UK,Στρ. Ευστρατιάδης – Ελληνική Μελετητική
Μηχανολογική μελέτη: Κ. Ζαχαριός – H-M Engineering SA
Ηλεκτρολογική μελέτη: Κ. Γεωργακόπουλος – E-M Engineering LP,
Π. Γουρδουπάκης – ADK SA
Ενεργειακή μελέτη: B. Cimerman – ELEMENTS INGENIERIE, FR
Αρχιτεκτονική τοπίου: H. Pangalou
Τρισδιάστατες απεικονίσεις: Fat Tony studio

Πηγή: ktirio.gr