Ανάσα για τις ελληνικές τράπεζες συνιστά η συμφωνία για τον επιμερισμό σε βάθος πενταετίας των ζημιών στα ίδια κεφάλαια που θα προκύψουν από το λογιστικό πρότυπο – IFRS 9. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ τις διαβουλεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυτή την εβδομάδα, επιτρέπει στις τέσσερις συστημικές τράπεζες να επιμερίσουν σε πέντε χρόνια το κόστος των αυξημένων προβλέψεων που θα υποχρεωθούν να κάνουν, αρχής γενομένης από το 2018, περιορίζοντας έτσι το βαρύ φορτίο των επιπτώσεων, που εκτιμώνται μεταξύ των 3,2 δις ευρώ έως και 4,5 δις ευρώ (σύμφωνα με ανάλυση της Citi) για την επίμαχη περίοδο.

Η συμφωνία κατέστη δυνατή μετά την κάμψη των αντιρρήσεων που είχε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού προηγουμένως η ελληνική πλευρά είχε υποχρεωθεί να χάσει τη μάχη των stress test, τα οποία σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες θα γίνουν έξι μήνες νωρίτερα, δηλαδή το Φεβρουάριο του 2018.

Ο πέλεκυς του IFRS 9 για τις ελληνικές τράπεζες, θεωρείται βαρύς, αλλά αντιμετωπίσιμος μετά το συμβιβασμό της μεταβατικής περιόδου, καθώς ενώ χτυπάει ευθέως την αχίλλειο πτέρνα των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή τα βαθιά κόκκινα δάνεια, η ζημιά που θα επιφέρει στα ίδια κεφάλαια, μπορεί να κατανεμηθεί σε βάθος πενταετίας, μετριάζοντας τις επιπτώσεις ενός ισχυρού σοκ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το «λόμπι» των ευρωπαϊκών τραπεζών έκανε λόγο για αγώνα δρόμου προκειμένου να προετοιμαστεί για τον υπολογισμό του νέου προτύπου ενόψει των stress test που θα γίνουν έξι μήνες αργότερα, ενώ οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να είναι έτοιμες σε λιγότερο από τρεις μήνες από σήμερα ενόψει των stress test, που θα ξεκινήσουν το Φεβρουάριο με στόχο να ολοκληρωθούν το Μάιο. Ήδη τα επιτελεία των τραπεζών, κάνουν τους απαραίτητους υπολογισμούς, προκειμένου να μετρήσουν την ακριβή επίπτωση στα ίδια κεφάλαια.

Να σημειωθεί ότι η επίπτωση που προκαλεί το νέο πρότυπο για τις ελληνικές τράπεζες συνδέεται κυρίως με τα δάνεια που είναι σε βαθιά καθυστέρηση, για τα οποία πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες προβλέψεις σε σχέση με αυτές που ίσχυαν μέχρι σήμερα. Ο αυξημένος κίνδυνος προκύπτει τόσο από το μεγάλο χαρτοφυλάκιο καταγγελμένων δανείων όσο και από τα δάνεια που είναι σε καθυστέρηση άνω του ενός έτους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 45% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων το πρώτο εξάμηνο του 2017, αφορούσε καταγγελμένες απαιτήσεις. Το ποσοστό αυτό είναι οριακά αυξημένο σε σχέση με το 2015, αλλά όπως επισημαίνει η ΤτΕ θα ήταν υψηλότερο εάν οι τράπεζες δεν διέγραφαν 1,2 δισ. ευρώ καταγγελμένων απαιτήσεων το τέταρτο τρίμηνο του 2016 και όλο το 2017.

Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι το 73,7% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 77,9%, για τα επιχειρηματικά στο 73,4%, ενώ για τα καταναλωτικά τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου στο 83%. Στη βάση της εφαρμογής του νέου λογιστικού προτύπου, προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το 52,3% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς σε αυτά να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών, δηλαδή άνω των δύο χρόνων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2015 ανερχόταν σε 28,7%.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Αποκάλυψη: Η ΕΕ δίνει «ανάσα» σε 70.000 Έλληνες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Περίεργη απόφαση: Γιατί η Vivartia αποφάσισε να εξαγοράσει το forky;

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: BlackRock Blog: Οι ευκαιρίες εμφανίζονται όταν οι κεντρικές τράπεζες αποκλίνουν