Εκείνη την εποχή, στην Ελλάδα του ’70, ο κόσμος έφτιαχνε ό,τι μπορούσε με τα χέρια του. Ο χρυσός ήταν σύμβολο, αλλά και επένδυση, συναισθηματική παρακαταθήκη και οικογενειακή υπόσχεση. Όμως κανείς δεν πίστευε ότι ένας Έλληνας θα μπορούσε να συναγωνιστεί τους Ιταλούς — όχι στο κόσμημα κι ειδικά όχι στην καδένα. Εκείνοι είχαν τα μηχανήματα, την τεχνογνωσία, τα μυστικά. Ή έτσι νόμιζαν. Ένας μόνο πίστεψε το αντίθετο. Ο Χάρης Κουστουμπάρδης.
Συνάντησα τον ιδρυτή της FaCad’oro, στο σπίτι του στο Ελληνικό.
Καθώς μιλούσε για την πορεία του και την ίδρυση της εταιρείας, ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα από τότε. Η φωνή του, σταθερή και γεμάτη αυτοπεποίθηση, αντικατόπτριζε έναν άνθρωπο που ποτέ δεν αμφισβήτησε τις αποφάσεις του.
Στο γραφείο του, ανάμεσα σε παλιές φωτογραφίες με κοσμήματα, σχέδια και μακέτες μηχανών, η ιστορία του φαίνεται να ζωντανεύει, καθώς αποτυπώνει την πορεία ενός άνδρα που ξεκίνησε από την Κεφαλονιά για να κατακτήσει τον κόσμο του χρυσού και των κοσμημάτων.

Χρυσά Όνειρα
Tο όνειρο του Χάρη Κουστουμπάρδη ήταν να προχωρήσει πέρα από εκεί που είχε φτάσει κανείς μέχρι τότε. Να δημιουργήσει μια «χρυσή αυτοκρατορία». Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά, στο χωριό Πυργί, σε μια οικογένεια με έξι παιδιά — πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Μετά τους σεισμούς του ’53, το χωριό, μαζί με το γειτονικό Μοναστηράκι, ενώθηκε με τον Πόρο. Η οικογένεια του Χάρη μετακινήθηκε, καθώς ο πατέρας του ασχολήθηκε με τις οικοδομές, σε ένα νησί που είχε κυριολεκτικά ισοπεδωθεί. Έγινε εργολάβος και ξανάχτισε σπίτια. Αλλά στον Χάρη δεν άρεσε αυτή η δουλειά.
Ήθελε κάτι άλλο. Να φύγει, να δει τον κόσμο. Στα καράβια, εκεί όπου χιλιάδες νέοι Έλληνες έψαχναν τότε μια καλύτερη ζωή. Έμεινε εκεί έναν χρόνο. Αλλά είχε στόχους. Ήξερε πως έπρεπε να εκπαιδευτεί για να προχωρήσει. Πήγε στη σχολή Αρχιθαλαμηπόλων και συγχρόνως παρακολουθούσε νυχτερινό γυμνάσιο στον Πειραιά, το 1959. Αγγλικά δεν ήξερε. Ούτε Γαλλικά. Μόνο λίγα Ιταλικά… κεφαλονίτικα, να συνεννοείται.
Κι όμως, έκανε τέσσερα μαθήματα Αγγλικών τη μέρα. Και όταν είδε ότι δεν του αρκεί, παρακάλεσε τον καθηγητή του — έναν συνταξιούχο του Cambridge που έμενε στον Κολωνάκι — να του κάνει και ιδιαίτερα. Ο καθηγητής τού είπε: «Παιδί μου, εγώ παίρνω 100 δραχμές την ώρα». Τις έδωσε. Έκανε έξι ώρες την εβδομάδα. Και σε τέσσερις-πέντε μήνες, μιλούσε καλά Αγγλικά. Έμαθε, γιατί είχε θέληση.
Μετά ήρθε ο στρατός. Και με την απόλυσή του, επιβιβάστηκε ξανά σε πλοίο της εταιρείας του Τυπάλδου. Έμεινε εκεί έξι μήνες. Τότε άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τι θα κάνει στη συνέχεια. Τον ενδιέφερε το μπαρ.
Έβλεπε ότι οι μπάρμεν έβγαζαν χρήματα. Πολλά. Οργάνωσε ένα σχέδιο: έπαιρνε μαζί του, από τον Πειραιά, 20.000 δραχμές σε κέρματα. Όταν οι τουρίστες — Γερμανοί, Ιταλοί — του έδιναν ξένο συνάλλαγμα για ποτά, τους έδινε ρέστα σε ελληνικές δραχμές και κρατούσε το συνάλλαγμα.
«Κάθε βράδυ έβγαζα πάνω από 1.000 δραχμές. Ένα κιλό χρυσό έκανε 1.000 δολάρια τότε. Κι εγώ έβγαζα, σχεδόν, κάθε μήνα ένα κιλό χρυσό», εξομολογείται.
Ήταν 24-25 ετών και τότε γνώρισε έναν Ιταλό από τη Βιτσέντζα. Συζήτησαν πέντε πράγματα. Ο Ιταλός εντυπωσιάστηκε. Του είπε: «Το χειμώνα δεν ταξιδεύεις. Έλα μαζί μου στην Ιταλία».
Τον φιλοξένησε. Του έδειξε το εργοστάσιό του. Τη χοντρική. Τα πάντα. Έμεινε μέχρι την άνοιξη. Γύρισε. Ξαναπήγε τον Οκτώβρη. Έμεινε εκεί για μήνες. Παρατήρησε, έμαθε, σχεδίασε.

Χρυσή Δεκαετία: Από το όραμα στην αυτοκρατορία
Το 1973, αρχίζει να κάνει έρευνα αγοράς. Δεν τον ενδιέφερε να φτιάχνει βραχιόλια και σταυρουδάκια. Ήθελε να χτυπήσει εκεί που πονάει: στην καδένα. Το πιο δύσκολο, το πιο απαιτητικό. Τότε, στην Ελλάδα, υπήρχαν μόνο τρεις ή τέσσερις κατασκευαστές χρυσών καδενών — και όλοι σε επίπεδο που δεν πλησίαζε τα ιταλικά πρότυπα. Εκείνος πίστευε πως μπορούσε. Και είχε δίκιο.
Άνοιξε γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Κολοκοτρώνη 15, τρίτος όροφος. Χονδρική. Μόνος του. Ατομική επιχείρηση. Ξεκίνησε να εισάγει καδένες και κοσμήματα από την Ιταλία. Αλλά δεν του έφτανε. Ήθελε να κατασκευάσει. Ήθελε εργοστάσιο.
Το 1977 αγόρασε οικόπεδο κι ένα χρόνο αργότερα έχτισε ένα εργοστάσιο 900 τετραγωνικών μέτρων. Για την τεχνογνωσία είχε στείλει τον κουνιάδο του στην Ιταλία για τρία χρόνια προκειμένου να μάθει τα μυστικά. Τα αδέλφια του τα έκανε πωλητές. Κι επειδή η μάνα του επέμενε πως «δεν γίνεται μόνος σου, θα τα έχεις τα αδέρφια σου μαζί», μοίρασε την εταιρεία 25% ο καθένας. Αυτό ήταν και το μοιραίο του λάθος.
«Δεν ρώταγα κανέναν. Αποφάσιζα μόνος μου. Ήταν έτσι ο χαρακτήρας μου», λέει.
Η ποιότητα ήταν ανεπανάληπτη. Οι Ιταλοί παραδέχονταν ότι οι ελληνικές καδένες του Χάρη Κουστουμπάρδη ήταν ανώτερες. Το κάθε κομμάτι έπιανε ακριβώς 750 βαθμούς καθαρού χρυσού. Όχι λιγότερο. Όχι 748 ή 730. 751. Για να το πετύχει αυτό, έκανε χύτευση με 1.005 γραμμάρια. Κι εκείνος ήξερε — κανένας άλλος δεν το έκανε αυτό.
Έκανε παραρτήματα, μικρότερες εταιρείες, εργοστάσιο στη Ρόδο 1.300 τ.μ., παραγωγή φασόν, διανομή know-how σε επιμέρους τεχνίτες ώστε κανένας να μην ξέρει όλη τη διαδικασία. Κάθε τεχνίτης χειριζόταν αποκλειστικά μία μηχανή. Όποιος έφευγε, δεν μπορούσε να φτιάξει τίποτα σε ανταγωνιστή του.
Ήξερα ότι πίσω από αυτές τις λέξεις του κρυβόταν ένα μυστικό. Ένα ολόκληρο σύστημα που δεν καταγράφεται σε εγχειρίδια. Τον άκουγα και προσπαθούσα να καταλάβω όχι απλώς τι έκανε, αλλά πώς το σκεφτόταν.
«Υπήρχαν ανταγωνιστές», παραδέχεται. «Υπήρχαν. Αλλά δεν έδινα καμία σημασία. Δεν μπορούσαν να φτάσουν το επίπεδο της ποιότητας που έφτιαχνα εγώ», λέει.
Ο τρόπος που μιλούσε για τον χρυσό δεν ήταν τεχνικός. Ήταν σχεδόν ποιητικός. Μιλούσε για τον χρυσό όπως κάποιος μιλά για μια πίστη. Για κάτι που δεν πρέπει να προδώσεις.
Δεν άργησε να αναφερθεί στους σχεδιαστές του. Μου μίλησε με τον ενθουσιασμό κάποιου που βλέπει μπροστά όταν οι άλλοι κοιτάνε γύρω.
«Τα σχέδιά μου τα έφτιαχναν στην Ιταλία. Οι καλύτεροι σχεδιαστές στον κόσμο. Αυτοί δεν κάνουν απλώς σχέδιο. Αυτοί φτιάχνουν τις μηχανές. Από αυτούς έπαιρνα φόρμα. Αλλά από εκεί και πέρα ήταν το know-how μας. Το δικό μας παιχνίδι. Παίρνεις ένα σχέδιο και το σπας. Βγάζεις από αυτό άλλα πέντε», εξηγεί.
Η FaCad’oro δεν ακολουθούσε. Έχτιζε δρόμους μόνη της.
«Η χρυσοχοΐα στην Ελλάδα ήταν πενήντα χρόνια πίσω», μου είπε με βεβαιότητα: «Πριν μπω εγώ. Στα σχέδια, στην ποιότητα, στην εικόνα, όλα ήταν πίσω. Όταν μπήκα εγώ, άλλαξαν τα πάντα. Δεν είχα ενδοιασμό ότι δεν θα πετύχαινε αυτό που ξεκίνησα. Ούτε έναν».
Δεν υπερέβαλλε. Τα κοσμήματά του είχαν ήδη αρχίσει να μιλούν για τον εαυτό τους. Έλαμπαν αλλιώς. Όχι σαν τα άλλα. Κάτι πιο γεμάτο, πιο στιβαρό, πιο διακριτικά πολυτελές.
Το πρώτο του παιδί
«Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κανένα από τα κοσμήματά μου. Ήταν όλα παιδιά μου. Αλλά η εταιρεία; Αυτή ήταν το πρώτο μου παιδί», ομολογεί.
Το 1982, μου αποκάλυψε, μέσα σε μόλις τρία χρόνια από την έναρξη παραγωγής, η εταιρεία βραβεύτηκε. Η FaCad’oro ήταν ήδη συνώνυμη της ανατροπής στον κλάδο. Κι όμως, εκείνος δεν σκέφτηκε ποτέ να την πουλήσει. Ακόμα κι όταν του προσφέρθηκε όποιο ποσό θα ζητούσε.
Ήρθε τότε ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες, μέσω ενός γνωστού κοσμηματοπώλη. Του είπε: «Πες εσύ την τιμή». Κι εκείνος του απάντησε: «Μου ζητάς να σου πουλήσω το πρώτο μου παιδί. Δεν έχει τιμή».
Δεν ήταν μόνο οι καδένες και οι τεχνικές που έφερναν τη λάμψη. Ήταν και η εικόνα. Ο μύθος. Ο τρόπος που μιλούσε ο κόσμος. Η FaCad’oro έγινε το πρώτο ελληνικό brand που μπορούσε να σταθεί δίπλα στα ιταλικά σαν ίσος αντίπαλος.
Έφερε στην Ελλάδα την Καρέ Ότις και την Ορνέλα Μούτι για να διαφημίσουν τα FaCad’oro, αλλά δεν ήταν απλώς μια κίνηση για την βιτρίνα. Ήταν μια στρατηγική για να καταλάβουν όλοι ότι αυτό που κρατούν στα χέρια τους δεν είναι απλώς ένα κόσμημα — είναι μια έκφραση ελληνικής τελειότητας. Κάθε κομμάτι που φορούν φέρει μαζί του την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητα που χαρακτηρίζει την τέχνη και την παράδοση της χώρας, χωρίς να επαναλαμβάνει την ιταλική απομίμηση.

Ένα δώρο για τον Λευκό Οίκο

Ίσως η πιο ιδιαίτερη στιγμή της διαδρομής του δεν ήταν επιχειρηματική, αλλά συμβολική. Όταν, τη δεκαετία του ’80, ο Ανδρέας Παπανδρέου επρόκειτο να επισκεφτεί τον Λευκό Οίκο, χρειαζόταν ένα δώρο κρατικού κύρους που θα έμενε στο αρχείο της αμερικανικής προεδρίας. Και κάλεσαν τον Χάρη Κουστουμπάρδη να το φτιάξει.
Βρισκόταν στην Ελβετία όταν έλαβε την κλήση. Είχε τρεις μέρες να το παραδώσει.
Το έργο ήταν το Κουτί της Πανδώρας: μια σύνθεση από ασήμι 1000 βαθμών, με 40 μικρά κουτάκια που περιείχαν ευχές. Ήταν κατασκευασμένο από ειδικό κρύσταλλο και ξύλο, ενώ με μεγεθυντικό φακό διακρίνεται μέσα το λογότυπο της FaCad’oro και λέξεις στα Αγγλικά. Το κόστος του έφτασε τα 15-17 εκατομμύρια δραχμές.
«Το κάναμε μέσα σε τρία εικοσιτετράωρα», μου είπε με συγκίνηση: «Ήταν τιμή. Όχι για μένα, για την Ελλάδα».
Το κουτί παραμένει μέχρι σήμερα στον Λευκό Οίκο. Πρόκειται για να έργο τέχνης, ένα κόσμημα φορέα πολιτισμού και μνήμης.

Η πορεία προς την κορυφή πριν από την Καραϊβική
Δεν χτίζεται μια αυτοκρατορία απλώς με φιλοδοξία. Χτίζεται με εμμονή. Με άρνηση να αρκεστείς στο «αρκετά καλό». Αυτό που έζησε η ελληνική αγορά κοσμήματος τη δεκαετία του ’80 ήταν η εκτόξευση μιας εταιρείας που -αθόρυβα στην αρχή- ξέφυγε από το στενό πλαίσιο του εργαστηρίου και έγινε σύμβολο.
Το όνομα FaCad’oro έγινε συνώνυμο του γάμου, του αρραβώνα, της σοβαρής πρόθεσης. Και αυτό δεν ήταν σύμπτωση – ήταν αποτέλεσμα απόλυτου ελέγχου, τολμηρών αποφάσεων και μιας βαθιάς εμπορικής διορατικότητας.
Το 1981, ο Χάρης Κουστούμπαρδης είχε ήδη 1.300 πελάτες σε ολόκληρη την Ελλάδα. Από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ως κάθε τουριστική γωνιά του νησιωτικού και ηπειρωτικού ιστού, το χρυσό της FaCad’oro είχε μπει παντού.
Σε μια εποχή που οι περισσότεροι επιχειρηματίες κυνηγούσαν απλώς τον επόμενο πελάτη, εκείνος είχε πείσει τη συντριπτική πλειοψηφία των κοσμηματοπωλών πως χωρίς τα δικά του σχέδια, δεν μπορούσαν να σταθούν.
Πολλοί από αυτούς τους πελάτες αγόραζαν με το κιλό. Κυριολεκτικά. Υπήρχαν καταστήματα που έφταναν να του παραγγέλνουν 30-40 κιλά χρυσού τον χρόνο. Ήταν νούμερα απίστευτα για την εποχή – και όμως, αληθινά. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Όσο το προϊόν γινόταν γνωστό, όσο περισσότερος κόσμος το ζητούσε, τόσο πιο πολύ πίεζαν οι λιανοπωλητές τις τιμές για να ανταγωνιστούν μεταξύ τους. Και οι ίδιοι το παραδέχονταν: «Δεν βγάζουμε λεφτά από αυτό. Το πουλάμε για να πιάσουμε τον αρραβώνα».
Κάπου εκεί άρχισε να διαφαίνεται το αδιέξοδο. Η μάζα, η ποσότητα, το εύρος δεν αρκούσαν πια.
Η φήμη υπήρχε, αλλά δεν υπήρχε εικόνα. Και τότε ήρθε η μεγάλη τομή: η διαφήμιση. Ήταν μια κίνηση ασυνήθιστη για τον χώρο του κοσμήματος στην Ελλάδα, ειδικά τότε. Στην ουσία, η FaCad’oro έγινε η πρώτη ελληνική εταιρεία που τόλμησε να επενδύσει σοβαρά στην οικοδόμηση ενός brand. Όχι απλώς ενός ονόματος, αλλά μιας ταυτότητας που θα περνούσε απευθείας στον καταναλωτή.

Ήταν ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: ή θα γινόταν μια «επώνυμη» εταιρεία, με ό,τι αυτό σήμαινε για την εποχή, ή θα εγκλωβιζόταν στον ρόλο του ανώνυμου προμηθευτή που οι άλλοι καρπώνονται το όνομά του. Για να έχεις όμως εικόνα, έπρεπε να ελέγχεις και την παρουσίαση – και αυτό σήμαινε λιγότερους πελάτες. Πολύ λιγότερους. Και κάπου εκεί, μπήκε η τολμηρότερη ίσως απόφαση απ’ όλες.
Μέσα σε μόλις τρεις μήνες, αποφάσισε να κρατήσει μόνο 80 πελάτες σε όλη την Ελλάδα – εξαιρώντας τους τουριστικούς προορισμούς. Από 1.300 σε 80. Κανένας λογικός επιχειρηματίας δεν θα τολμούσε τέτοια μείωση. Τον αποκάλεσαν τρελό. Εκείνος όμως ήξερε κάτι που οι άλλοι δεν ήξεραν: αν ήλεγχε την εικόνα, θα έλεγχε και το αφήγημα.
Μέσα στον πρώτο χρόνο οι 80 έγιναν 155 – επιλεγμένοι. Ποιοτικοί. Εκπαιδευμένοι. Και εκεί ξεκινά η πιο τολμηρή φάση: η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο των πελατών του. Ο στόχος ήταν να κατανοήσουν αυτοί οι κοσμηματοπώλες ότι δεν πουλούν απλώς μέταλλο ή κόσμημα. Πουλούσαν εμπειρία. Και αυτό έπρεπε να το διδαχτούν.
Σε συνεργασία με τον Fabbio Torboli, υψηλόβαθμο στέλεχος της Διεθνούς Γραμματείας Χρυσού, οργανώθηκε μια πρωτοποριακή εκπαίδευση management κοσμηματοπωλείου – κάτι αδιανόητο για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής.
Ο Χάρης Κουστουμπάρδης νοίκιασε το Ζάππειο Μέγαρο για έναν ολόκληρο μήνα, όταν η Ελλάδα είχε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί, σε γκρουπ των 25 ατόμων, ξεκίνησαν οι πρώτοι κύκλοι εκπαίδευσης.
Όσοι πέρασαν από αυτό το «πείραμα», γύρισαν στα μαγαζιά τους διαφορετικοί. Και εκείνος, παρατηρώντας, επέλεξε 17 από αυτούς. Τους κορυφαίους. Όχι μόνο σε τζίρο, αλλά και σε αντίληψη. Εκείνοι ήταν που έλαβαν την πρόσκληση για το πρώτο μεγάλο ταξίδι στην Καραϊβική- μαζί με τις γυναίκες τους- που δεν ήταν απλώς ταξίδι αναψυχής. Ήταν η επιβράβευση μιας νέας αντίληψης. Ήταν η απόδειξη ότι ο χρυσός, όταν αντιμετωπίζεται με σύστημα και δημιουργικότητα, γίνεται εργαλείο πολιτισμού. Από εκεί ξεκίνησε και η ιδέα να φτιαχτεί ένα κατάστημα σε αυτό τον τόπο. Όχι από ματαιοδοξία, αλλά γιατί ο Χάρης Κουστουμπάρδης έβλεπε μπροστά. Τον επόμενο χρόνο, το ταξίδι επαναλήφθηκε κι αυτή τη φορά οι καλεσμένοι ήταν 70 άτομα (μαζί με τις συζύγους τους 140).
Και τελικά, η Καραϊβική δεν ήταν πια απλώς προορισμός. Ήταν επόμενος σταθμός.
Η Καραϊβική: Το άνοιγμα στον κόσμο και η αρχή της απόστασης
Όταν μια ιδέα συναντά αντίδραση, συχνά είναι η πιο δυνατή. Και η Καραϊβική δεν μπήκε στο επιχειρηματικό πλάνο της FaCaD’oro επειδή είχε κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο διεθνούς επέκτασης. Μπήκε γιατί κάποια στιγμή, ο ιδρυτής της εταιρείας μπήκε -όπως μου είπε- «με το σορτσάκι και τη γυναίκα μου» σε ένα κατάστημα της Rolex να δει το νέο τους μοντέλο. «Με κοίταξε η υπάλληλος σαν να ήμουν τουρίστας. Με ρώτησε: θα το αγοράσετε; Της λέω θα το δω πρώτα. Δεν μου έδωσε σημασία. Πήγα στον διευθυντή πωλήσεων. Του λέω, αυτό είναι το σέρβις σας; Τι πράγματα είναι αυτά; Eπειδή φοράω σορτσάκι; Ορίστε τα χρήματα. Ήρθα να το αγοράσω. Τώρα και να μου το χαρίσετε, δεν το παίρνω».
Σηκώθηκε κι έφυγε. Και όπως μου είπε, αυτό δεν ήταν μια απλή στιγμή ενόχλησης. Ήταν η αρχή μιας ιδέας. Από εκείνη την απόρριψη γεννήθηκε η επιθυμία να αφήσει το δικό του αποτύπωμα σ’ έναν τόπο που δεν ήξερε πώς να φερθεί στους πελάτες του.
Μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, είχε ήδη αποκτήσει δικό του κατάστημα στην Καραϊβική. Το ονόμασε Aperiton – ένα όνομα που ήθελε να παραπέμπει στην πολυτέλεια χωρίς να είναι προφανές. Αρχικά είχε σκεφτεί το Casa d’oro, αλλά ένας ντόπιος επιχειρηματίας με αλυσίδα κοσμηματοπωλείων με παρόμοιο όνομα τού έκοψε το δρόμο. Δεν πτοήθηκε. «Το όνομα δεν είναι αυτό που θα πουλήσει», μου είπε. «Η ποιότητα και η εμπειρία είναι αυτά που θα σε κρατήσουν».
Το κατάστημα ήταν τεράστιο: 500 τετραγωνικά μέτρα, σε σημείο στρατηγικό, κι εκεί γυρίστηκαν κάποια πλάνα της ταινίας Jackie Ο’.
Η πελατεία ήταν ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Ένας τραπεζίτης από τη Γερμανία. Ένας κατασκευαστής πολυτελών κατοικιών από το Μαϊάμι. Άνθρωποι που άφηναν, χωρίς υπερβολή, ένα εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο στο ταμείο. Δεν ήταν απλώς αγοραστές, ήταν θαυμαστές του σχεδίου, της λεπτομέρειας, της κοσμηματοποιίας που βασιζόταν στο κλασικό ιταλικό ιδίωμα, περασμένο όμως από τη δική του τελειομανία.
Δεν ήταν μόνο το κατάστημα, ήταν και η εμπειρία. «Δεν ήθελα να κάνω το πιο μεγάλο μαγαζί. Ήθελα να κάνω το πιο ξεχωριστό».
Όμως όλα έχουν τίμημα. Για να κρατήσει τη λάμψη εκεί, ο Χάρης Κουστουμπάρδης έπρεπε να ταξιδεύει τέσσερις φορές τον χρόνο στην Καραϊβική. Και όχι για λίγες ημέρες – κάθε φορά για έναν ολόκληρο μήνα. Η οικογένειά του ήταν στην Αθήνα. Η σύζυγός του, τα παιδιά του. «Δεν πήγαινε άλλο. Ήμουν πάντα ανάμεσα σε δύο κόσμους. Η δουλειά ήθελε παρουσία. Η οικογένεια, ακόμα περισσότερο. Δεν μπορείς να έχεις τα πάντα», λέει σήμερα για εκείνη την εποχή.
Του δόθηκε και η ευκαιρία να παραμείνει εκεί για πάντα. Ένας Αμερικανός κοσμηματοπώλης, με πελατεία στις ΗΠΑ, του πρότεινε να συνεργαστούν. Του έδινε το 50% του εργοστασίου του, αξίας 50 εκατομμυρίων δολαρίων, για να αναλάβει ο ίδιος την παραγωγή και να παράγουν 20 τόνους τον χρόνο. Μαζί με σπίτι, εγκαταστάσεις και, φυσικά, την οικογένεια.
«Το μόνο που ήθελε ήταν την ποιότητά μου. Αλλά η γυναίκα μου δεν ήθελε. Και δεν μπορούσα να πάρω τέτοια απόφαση μόνος μου. Ήταν ευκαιρία ζωής, αλλά όχι με το τίμημα της ζωής μου».
Κάπως έτσι, αποφάσισε να πουλήσει το κατάστημα στην Καραϊβική οκτώ χρόνια αργότερα.
Ήταν μια περίοδος λαμπερή, με τεράστιο κύρος, με διεθνή επιτυχία, αλλά και οριακή. Η Καραϊβική άφησε πίσω της ιστορίες και στιγμές μεγαλείου, αλλά και το πρώτο ρήγμα ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Επέστρεψε στην Ελλάδα με νέες ιδέες. Ένα από αυτά τα όνειρα, που είχε ωριμάσει μέσα του για καιρό, ήταν το franchising. Και αυτό ήταν το επόμενο μεγάλο στοίχημα.
Η ανάγκη της εικόνας – και η καρδιά της Αθήνας

Ακόμη και οι πιο επιτυχημένες επιχειρήσεις κάποια στιγμή συγκρούονται με έναν τοίχο που δεν είναι οικονομικός, αλλά συμβολικός: το πώς σε αντιλαμβάνεται το κοινό, ειδικά όταν αυτό δεν σε γνωρίζει. Η FaCad’oro, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, είχε πια κατακτήσει το πανελλαδικό της κοινό. Το όνομα είχε δύναμη, ο ήχος του δήλωνε ποιότητα, κύρος, σιγουριά. Σε όλη την Ελλάδα – εκτός από την Αθήνα.
«Εκείνη την εποχή, η εικόνα της εταιρείας στην περιφέρεια ήταν εξαιρετική», μου είπε ο Χάρης Κουστουμπάρδης. «Αλλά στην Αθήνα, δεν είχε εδραιωθεί».
Την ίδια περίοδο, είχε ξεκινήσει ήδη την πολυετή συνεργασία του με τη Διεθνή Γραμματεία Χρυσού, με την οποία έκανε ποιοτικές και ποσοτικές έρευνες για την αναγνωρισιμότητα της FaCad’oro. Οι έρευνες ήταν σοβαρές, επαναλαμβανόμενες κάθε χρόνο. Με focus groups, στατιστικές, ανάλυση της σχέσης του καταναλωτή με την εταιρεία. Τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα: στο πανελλήνιο, η εικόνα της FaCad’oro είχε εδραιωθεί. Στην Αθήνα, όμως, χρειαζόταν κάτι περισσότερο.
Κάλεσε έναν ειδικό από την Αυστραλία, που είχε δουλέψει για χρόνια σε διαφημιστικές στο Λονδίνο. Εκείνος μελέτησε όλα τα δεδομένα. Και του είπε κάτι που ο Χάρης θυμάται λέξη προς λέξη:
«Όταν δούλευα στην Αγγλία, είχαμε μια εταιρεία ξυριστικών προϊόντων με ανάλογη δυναμική. Η έρευνα έδειξε ότι ο κόσμος την ήξερε αλλά δεν την ένιωθε ‘πραγματική’. Την πήγαμε στην Old Bond Street – και η εικόνα της απογειώθηκε».
Ήταν αυτό που χρειαζόταν και η FaCad’oro: έναν χώρο-σύμβολο. Ένα σημείο φυσικής παρουσίας που να φωνάζει «εδώ είμαι». Και για την Αθήνα, η αντίστοιχη Old Bond Street ήταν μία: η οδός Βουκουρεστίου. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της υψηλής κοσμηματοποιίας. Εκεί πουλούσε η Cartier, η Bulgari, τα μεγάλα διεθνή ονόματα. Εκεί έπρεπε να σταθεί και η ελληνική απάντηση.
Δεν ήταν εύκολο. Τα ενοίκια ήταν εξωφρενικά, οι απαιτήσεις υψηλές, ο ανταγωνισμός αδυσώπητος. Αλλά ο Χάρης δεν έκανε ποτέ πίσω σε ό,τι πίστευε ότι έπρεπε να γίνει. Και τελικά, το κατάστημα της FaCad’oro στη Βουκουρεστίου έγινε πραγματικότητα.
Ήταν πολυτελές, κομψό, λειτουργικό. Δεν ήταν κραυγαλέο – ήταν αξιοπρεπές. Το κατάστημα δεν ήταν απλώς μια βιτρίνα προϊόντων. Ήταν η εικόνα της φιλοσοφίας του.

Το Χρηματιστήριο: Το στοίχημα που δεν παίχτηκε ως το τέλος
Ο επιχειρηματικός κόσμος έχει λίγες στιγμές όπου όλα μοιάζουν να ευθυγραμμίζονται. Η FaCad’oro, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, βρισκόταν στην κορυφή της δύναμής της. Το όνομα είχε πια καθιερωθεί, όχι απλώς ως κοσμηματοπωλείο, αλλά ως brand ζωής. Είχε πίσω της εμπειρία, διαφήμιση, εικόνα, στρατηγική, διεθνείς συνεργασίες, πολυτελείς πελάτες. Κάθε στοιχείο έδειχνε ότι η ώρα για ένα νέο άλμα είχε φτάσει. Και αυτό το άλμα ήταν η είσοδος στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Το 1999, στο απόγειο της χρηματιστηριακής φρενίτιδας, ο Χάρης Κουστούμπαρδης είχε ολοκληρώσει ένα σχέδιο που έμοιαζε περισσότερο με καλοστημένη καμπάνια εκστρατείας παρά με επιχειρηματική πρωτοβουλία. Η FaCad’oro επρόκειτο να αντλήσει 56 εκατομμύρια ευρώ – σχεδόν 20 δισεκατομμύρια δραχμές. Όμως δεν ήταν το χρήμα το ζητούμενο. Ήταν το όραμα που το συνόδευε.
«Είχα βρει εταιρεία real estate με παρουσία σε όλη την Ελλάδα. Τους έδωσα λίστα με 55 σημεία. Εκεί ήθελα να αγοράσουμε ακίνητα για να ανοίξουμε ισάριθμα καταστήματα. Να μη νοικιάζουμε τίποτα. Να ανήκουν όλα στην εταιρεία».
Και κάπου εκεί, το όνειρο άρχισε να τρεμοπαίζει.
«Τα αδέρφια μου δεν δέχτηκαν. Δεν ήθελαν να συγχωνευτούν».
Προκειμένου να μπουν στο Χρηματιστήριο, θα έπρεπε να έχουν ενιαία ταυτότητα. Και το Χρηματιστήριο δεν είναι μόνο επένδυση – είναι αξιοπιστία. Είναι διαφάνεια. Ο Χάρης Κουστούμπαρδης δεν διαπραγματεύτηκε. Δεν γύρεψε συμβιβασμό. Ήξερε ότι με λιγότερο από 55% δεν μπορούσε να ελέγχει τις αποφάσεις κι έτσι αποχώρησε. Πήρε 2 εκατομμύρια ευρώ – τα οποία του έδωσαν οκτώ χρόνια αργότερα από την αποχώρησή του- αφήνοντας πίσω το όνειρο του Χρηματιστηρίου – και μαζί, την ίδια την εταιρεία που είχε δημιουργήσει. Ήταν η πιο δύσκολη απόφαση της ζωής του.
«Αυτό ήταν το μοναδικό μου λάθος. Ότι δεν κράτησα από την αρχή την πλειοψηφία. Αν είχα το 55%, όλα θα είχαν γίνει διαφορετικά. Αυτό ήταν το μάθημα. Χωρίς πλειοψηφία, μην ξεκινήσεις τίποτα».
Αλλά δεν έμεινε άπραγος. Δεν ήταν ποτέ του άνθρωπος να κοιτάει πίσω.
KIRON: H τελευταία πράξη
Μετά την αποχώρησή του από τη FaCad’oro, ο Χάρης Κουστούμπαρδης δεν σταμάτησε. Δημιούργησε την Kiron, μια μικρότερη αλλά απόλυτα ποιοτική επιχείρηση, βασισμένη σε αυτά που ήξερε καλύτερα από όλους: την τεχνική, την ακρίβεια, τον έλεγχο.
Η Kiron δούλευε φασόν, με δικές του πρώτες ύλες. Δεν υπήρχε βιτρίνα, μόνο ουσία. Έφτιαχνε μονόπετρα πλατίνας, κάτι που σχεδόν κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε να δουλεύει.
Η εταιρεία κράτησε 17 χρόνια. Δεν απευθυνόταν στο ευρύ κοινό, αλλά σε γνώστες. Δεν είχε λιανική. Δεν είχε στρατηγική επέκτασης. Είχε μόνο ποιότητα. Τα παιδιά του δεν ακολούθησαν. To καθένα για τον δικό του λόγο. Το αποδέχτηκε.
«Εκείνο που με ικανοποιούσε πια δεν ήταν το κέρδος», μου είπε. «Ήταν η ικανοποίηση ότι έκανα κάτι που δεν έκαναν εύκολα οι άλλοι. Ήξερα πως ό,τι είχα κάνει μέχρι τότε ήταν κορυφαίο».

Τι μένει, όταν περάσει η δόξα και τι αξίζει να κρατήσεις
Ο άνθρωπος που έφτιαξε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες εταιρείες κοσμήματος στην Ελλάδα, που δοκίμασε τις δυνάμεις του στην Καραϊβική, που αρνήθηκε μια αμερικανική πρόταση ζωής, που είδε το όνειρο του Χρηματιστηρίου να γλιστράει μπροστά του ήταν τώρα ο ίδιος άνθρωπος που μιλούσε για όλα αυτά σαν να μιλούσε για το ταξίδι μιας μέρας.
Δεν μετρούσε την επιτυχία με τζίρους. Δεν αναφερόταν καν στις εποχές των εκατομμυρίων. Αντίθετα, όταν του ζήτησα να μου πει ποιο ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που κράτησε, απάντησε χωρίς να διστάσει: «Αν δεν έχεις πλειοψηφία, πάνω από 55%, μην κάνεις τίποτα. Γιατί για να κάνεις αύξηση κεφαλαίου, χρειάζεσαι ίσως και 70%. Αν ο άλλος δεν θέλει, τον βγάζεις έξω. Δεν μπορείς να κρατήσεις το όραμα χωρίς δύναμη».
Δεν ήταν άνθρωπος της μετάνοιας. Ήταν της αλήθειας. Και αυτή την αλήθεια την τίμησε ως το τέλος.
«Δεν θα άλλαζα ποτέ την τιμιότητά μου. Τον λόγο μου. Αυτά ήταν και είναι αδιαπραγμάτευτα. Θα τα πάρω μαζί μου. Ούτε και την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Γιατί ακόμα και η μάνα που σε γέννησε μπορεί να αλλάξει. Ο εαυτός σου, ποτέ. Πιστεύω ότι η αχαριστία θα έπρεπε να είναι ποινικό αδίκημα».
«Το ταξίδι μετρούσα. Όχι τον προορισμό. Δεν με φόβιζε ποτέ η αλλαγή. Ήθελα πάντα να φτιάξω κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Και όταν το κατάφερνα, ένιωθα πιο πλήρης. Όχι πιο πλούσιος. Πιο άνθρωπος. Το να κάνεις πρωταθλητισμό είναι δύσκολο αλλά όχι και τόσο. Κατάφερα να κάνω πρωταθλητισμό στη formula 1 (σ.σ. εννοεί τον χρυσό)».
Η FaCad’oro ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα εργοστάσιο κοσμημάτων. Ήταν η απόδειξη πως ένας Έλληνας, από έναν μικρό ψαράδικο τόπο, μπορεί να οραματιστεί και να χτίσει κάτι παγκόσμιο.
Και αν με ρωτήσετε τι ήταν τελικά η FaCad’oro, θα σας πω πως δεν ήταν μόνο μια εταιρεία. Ήταν ένα κομμάτι του χαρακτήρα ενός δυναμικού ανθρώπου. Ήταν η απόδειξη ότι ένα όνειρο, όταν στηριχτεί στην τιμιότητα, στην πίστη στον εαυτό και στη σκληρή δουλειά, μπορεί να πάρει μορφή. Και να γίνει διαμάντι. Όχι στο κόσμημα – αλλά στη μνήμη.

Διαβάστε επίσης:
Mediterranean Blue: Το διαμάντι των 20 εκατ. δολαρίων που θα απογειώσει τη δημοπρασία του Sotheby’s
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Τραπέζι του Πάσχα: Ακριβότερο κατά 6,2% – Μέχρι 140 ευρώ το κόστος για μια οικογένεια
- Μουρεσάν: «Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί σε εξαιρετικό παράδειγμα στην εφαρμογή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας»
- Κεφαλογιάννη: Υπογραφή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ υπουργείου Τουρισμού και Δήμου Ρεθύμνης για DMMO
- Αργεντινή: Σε δίκη για ενδοοικογενειακή βία ο πρώην πρόεδρος της χώρας
