Τίποτα δεν στοιχειώνει περισσότερο τους ερευνητές τέχνης όπως οι πίνακες, τα γλυπτά και άλλα έργα, που δεν μπορούν να τα εντοπίσουν. Εξαφανισμένα; Κατεστραμμένα; Κλεμμένα; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν δεν υπάρξουν ίχνη τους, πληροφορίες που να μιλούν γι’ αυτά κι ακόμη καλύτερα για να βρεθούν. Στην πραγματικότητα βέβαια, μόνον στην περίπτωση της καταστροφής τους δεν υπάρχει καμία ελπίδα ανάκτησης. Όσον αφορά τα άλλα περιπλανώνται σε άγνωστα μέρη, αλλάζουν χέρια, κλέβονται, αποκρύπτονται, μπορεί να είναι διαθέσιμα και ορατά αποκλειστικά και μόνον για τους κατόχους τους… Ή και κάποια από αυτά να επανέρχονται στο φως.

Μια τέτοια περίπτωση ήταν το πορτρέτο της μοντερνίστριας καλλιτέχνιδας Άννα Βαλίνσκα (1906 -1997), που ζωγράφισε ο στενός της φίλος Άρσιλ Γκόρκι. Το Ίδρυμα Άρσιλ Γκόρκι ήλπιζε να εντοπίσει αυτό το έργο και η Ροζίνα Ρούμπιν, ανιψιά της Βαλίνσκα και ιδρύτρια του Atelier Anna Walinska, ήθελε να μάθει τι απέγινε ο πίνακας, που όπως θυμόταν, βρισκόταν στην είσοδο του διαμερίσματος της οικογένειας στο Upper West Side του Μανχάταν.

1

Συνεργάτης του Artnews έγραψε έτσι, ένα σχετικό άρθρο αναζήτησης αλλά αρχικά δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση. Ώσπου, δύο χρόνια αργότερα, ένας γείτονας του ιδιώτη συλλέκτη, που κατείχε τον πίνακα αναγνώρισε το πορτρέτο, που ήρθε ξανά στην επιφάνεια.

Μια επιλογή από δέκα τέτοια έργα, που αναζητούνται εδώ και καιρό παρουσιάζουμε στην συνέχεια. Μήπως τα έχετε δει;

Το κοπάδι με τις χήνες

Δύο χρόνια μετά τον θάνατο της γαλλίδας ιμπρεσιονίστριας Εύα Γκονζάλες (1849 – 1883) κατά την διάρκεια τοκετού της, η οικογένειά της και ο Λεόν Λενόφ (θετός γιος του Μανέ) οργάνωσαν το 1885 μία αναδρομική της έκθεση, που περιλάμβανε 88 ελαιογραφίες, παστέλ, σχέδια και γκραβούρες. Για την περίσταση μάλιστα τυπώθηκε και ένας σύντομος κατάλογος, που παρ’ ότι δεν ήταν εικονογραφημένος, περιείχε τρεις φωτογραφίες από την εγκατάσταση της έκθεσης, πολύ χρήσιμες για τους μεταγενέστερους ερευνητές. Κι αυτό, γιατί μπόρεσαν να συνδυάσουν τα εκτεθειμένα έργα της Γκονζάλες, συμπεριλαμβανομένης μιας μικρής ελαιογραφίας τετράγωνου σχήματος με τον τίτλο «Οι χήνες».

Εύα Γκονζάλες «Οι χήνες» (περίπου 1865–70 ). Άποψη εγκατάστασης της έκθεσης το 1885
Εύα Γκονζάλες «Οι χήνες» (περίπου 1865–70 ). Άποψη εγκατάστασης της έκθεσης το 1885

Πρόκειται πράγματι για έναν πίνακα με θέμα ένα κοπάδι χήνες, που η καλλιτέχνιδα, η οποία ήταν μαθήτρια του Μανέ (ήταν ο μόνος μαθητής που είχε ποτέ ο διάσημος ζωγράφος) είχε ζωγραφίσει στην αρχή της καριέρας της. Ένα έργο ασυνήθιστο για την ίδια μάλιστα, καθώς ζωγράφιζε κυρίως πορτρέτα και νεκρές φύσεις.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες εξάλλου, ο πίνακας συνδέθηκε κατά κάποιο τρόπο με τον Μανέ, αφού δανείστηκε στην αναδρομική έκθεση του 1885 από τη συλλογή της Σουζάν Μανέ, χήρας του καλλιτέχνη. Η μόνη άλλη δημόσια εμφάνιση αυτού του κοπαδιού ήταν σε μια δημοπρασία τον Νοέμβριο του 1958 στο Salons du Trianon-Palace στις Βερσαλλίες, μετά την οποία προφανώς εισήλθε σε ιδιωτική συλλογή. Έκτοτε το έργο δεν έχει επανεμφανιστεί. (Ζητούνται πληροφορίες από το Ινστιτούτο Wildenstein Plattner, το οποίο εργάζεται σε μια αναθεωρημένη έκδοση του καταλόγου της Γκονζάλες.)

Μια αυτοπροσωπογραφία

Ο Γιόζεφ Άλμπερς (1888 – 1976) ήταν ένας επίδοξος καλλιτέχνης, που δούλευε καθημερινά ως δάσκαλος δημοτικού σχολείου σε μικρή πόλη στη Βεστφαλία της Γερμανίας, όταν ζωγράφισε αυτήν την αυτοπροσωπογραφία του. Πριν από την ένταξή του στο Μπαουχάους και πριν υιοθετήσει τις σκληρές γεωμετρικές του αφαιρέσεις, αυτό το εκφραστικό πρώιμο έργο είναι ένας από τους πολλούς πίνακες από την αρχή της καριέρας του, που όμως είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα. (Αν και μερικούς από αυτούς μπορεί να τους είχε καταστρέψει ή ζωγραφίσει εκ νέου.)

Γιόζεφ Άλμπερς, Αυτοπροσωπογραφία (περίπου 1917–1919). Φωτογραφία από έκθεση στη Βεστφαλία με την αδερφή του και τον κουνιάδο του, το 1948
Γιόζεφ Άλμπερς, Αυτοπροσωπογραφία (περίπου 1917–1919). Φωτογραφία από έκθεση στη Βεστφαλία με την αδερφή του και τον κουνιάδο του, το 1948

Αυτός ο πίνακας έτσι, είναι γνωστός μόνο από ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο, του 1948 περίπου, που είχε προκύψει από μία έκθεση κάπου στη Βεστφαλία και το γεγονός ότι επέζησε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υποδηλώνει, ότι πιθανότατα να υπάρχει ακόμα σήμερα, πιθανώς σε μια ιδιωτική συλλογή.

Στο έργο ο Άλμπερς απεικονίζει τον εαυτό του με ρομαντική ενδυμασία και με στροβιλιζόμενες γραμμές φόντου που μπορεί να αντικατοπτρίζουν τον θαυμασμό του για καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Έντβαρ Μουνχ και ο Φέρντιναντ Χόντλερ. Στην φωτογραφία εξάλλου, το ζευγάρι, που εμφανίζεται στο πρώτο πλάνο είναι η αδερφή του καλλιτέχνη Ελισάβετ και ο σύζυγός της Ρούντολφ Μαρξ. (Οι πληροφορίες ζητούνται από το Ίδρυμα Josef & Anni Albers.)

Η νεαρή ερωμένη

Έχει περάσει περισσότερο από ένας αιώνας από τότε, που αυτό το «Πορτρέτο νέας κοπέλας» στο χαρακτηριστικό μοντερνιστικό στυλ του Αμεντέο Μοντιλιάνι (1884- 1920) εμφανίστηκε για τελευταία φορά δημόσια, το 1922, μόλις δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Στη συνέχεια πουλήθηκε στην παρισινή Galerie Bernheim-Jeune, η οποία το είχε αποκτήσει από την συλλογή του αμερικανο-γάλλου ζωγράφου Τσαρλς Χολ Θόρνταϊκ , ο οποίος είχε τουλάχιστον άλλο ένα έργο του Μοντιλιάνι στην κατοχή του ενώ μπορεί και να τον είχε γνωρίσει προσωπικά στη νότια Γαλλία .

Αμεντέο Μοντιλιάνι «Πορτρέτο νεαρής γυναίκας», 1918 -19
Αμεντέο Μοντιλιάνι «Πορτρέτο νεαρής γυναίκας», 1918 -19

Ζωγραφισμένο σε έναν γαλλικό καμβά τυποποιημένου μεγέθους, το έργο αντικατοπτρίζει τη συνήθεια του Μοντιλιάνι να χρησιμοποιεί διαστάσεις, που προορίζονται για θαλασσινά τοπία, κι αυτό, γιατί ένιωθε ότι ταιριάζουν καλύτερα με τα επιμήκη πορτρέτα του. Το έργο είναι γνωστό μόνο από μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, που τραβήχτηκε από τη γκαλερί και η οποία αναπαράχθηκε σε ένα βιβλίο του 2015 όπου καταγράφεται κάθε έργο του Μοντιλιάνι που είχε πουλήσει.

Ο πίνακας απεικονίζει πιθανότατα την Ζαν Ιμπιτέρν, ερωμένη του καλλιτέχνη, μητέρα της κόρης του και το πιο συχνό μοντέλο του, καθώς την είχε ζωγραφίσει περισσότερες από 25 φορές. Σε σύγκριση μάλιστα με τα άλλα πορτρέτα της Ζαν, ένα ελαφρύ πρήξιμο του προσώπου της συντελεί στην χρονολόγηση του πίνακα στο 1918, καθώς εκείνη την εποχή πλησίαζε στο τέλος της πρώτης της εγκυμοσύνης. (Πληροφορίες ζητούνται από το Modigliani Initiative.)

Λεμόνια σε μπολ

Από τα πολλά μέρη όπου ο μοντερνιστής ζωγράφος, χαράκτης, ποιητής και δοκιμιογράφος Μάρσντεν Χάρτλεϊ (1877 – 1943) ταξίδεψε και δούλεψε σε όλο τον κόσμο –Μέιν, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Σάντα Φε και και Βερμούδες μεταξύ άλλων- ήταν στην Προβηγκία στα τέλη της δεκαετίας του 1920, που ζωγράφισε αυτή τη νεκρή φύση με λεμόνια σε ένα μπολ.

Το στυλ του Χάρτλεϊ άλλαξε αρκετές φορές, συμπεριλαμβανομένου του πειραματισμού του με εκφραστικά τοπία και με γεωμετρικούς πίνακες, που συνδύαζαν τον κυβισμό και τα πολύχρωμα σύμβολα, εδώ όμως, ο καλλιτέχνης εμπνέεται από το έργο του Πολ Σεζάν εξερευνώντας τις δυνατότητες της νεκρής φύσης. Μάλιστα ο Χάρτλεϊ ζωγράφισε και το Μον Σεντ- Βικτουάρ (βουνό της νότιας Γαλλίας) που ήταν το αγαπημένο θέμα του Σεζάν, περίπου την ίδια εποχή.

Μάρσντεν Χάρτλεϊ «Λεμόνια σε μπολ», 1927–29
Μάρσντεν Χάρτλεϊ «Λεμόνια σε μπολ», 1927–29

Ο καλλιτέχνης πάντως δώρισε τα «Λεμόνια σε μπολ» στην Μαντάμ Τζ. Τεσιέ στη Γαλλία και το έργο παρέμεινε στην οικογένειά της μέχρι την απόκτησή του από μία συλλογή της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η τελευταία γνωστή τοποθεσία του έργου ήταν στη συλλογή του Σολ και της Έθελ Μπρόντσκι στην Νέα Υόρκη, αλλά πλέον είναι άγνωστο πού βρίσκεται. (Πληροφορίες ζητούνται από το Marsden Hartley Legacy Project στο Μουσείο Τέχνης του Κολλεγίου Μπέιτς στην γενέτειρα του Χάρτλεϊ, στο Λούιστον του Μέιν.)

Σωλήνες νέον

Ο 24χρονος Ισάμου Νογκούτσι ζούσε το 1928 κοντά στο Παρίσι με μία υποτροφία διαρκείας του Γκούγκενχαϊμ πειραματιζόμενος με την κινητική γλυπτική και υλικά όπως πέτρα, ξύλο, λυγισμένο μέταλλο και σωλήνες νέον. Ένα από τα έργα, που έκανε εκείνη τη χρονιά ήταν το « Power House», που αναφέρεται επίσης και ως «Μελέτη γλυπτού με νέον», καθώς ήταν πιθανότατα πρότυπο για ένα άλλο, απραγματοποίητο έργο.

Οι σωλήνες νέον ήταν μια σχετικά νέα εφεύρεση εκείνη την εποχή, καθώς παρουσιάστηκαν στο κοινό το 1910 και η χρήση τους στη γλυπτική θεωρήθηκε avant garde. Στο στούντιό του, που βρισκόταν στο προάστιο Ζαντιγί του Παρισιού, ο Νογκούτσι (1904-1988) δημιούργησε μερικά έργα με αναφορά στον φωτισμό, που μαρτυρούν το ενδιαφέρον του να ενσωματώσει το φως στα γλυπτά.

Ισάμου Νογκούτσι «Power House» (Μελέτη για γλυπτική με σωλήνα νέον), 1928
Ισάμου Νογκούτσι «Power House» (Μελέτη για γλυπτική με σωλήνα νέον), 1928

Την τελευταία φορά που εμφανίστηκε το «Power House» βρισκόταν σε μια μονάδα αποθήκευσης, που είχε νοικιάσει ο Νογκούτσι, όταν έφυγε από την πόλη τον Φεβρουάριο του 1929. Φυλασσόταν μάλιστα σε ένα ειδικά κατασκευασμένο κιβώτιο μαζί με άλλα έργα τέχνης και μερικά από τα εργαλεία του. Όταν ο καλλιτέχνης επέστρεψε στο Παρίσι λίγα χρόνια αργότερα, διαπίστωσε ότι το κιβώτιο είχε είτε καταστραφεί είτε πεταχτεί, πιθανώς επειδή δεν είχαν καταβληθεί τα ενοίκια κατά τα πρώτα χρόνια της ύφεσης. Το Ίδρυμα Isamu Noguchi όμως εξακολουθεί να ελπίζει, ότι κάποιος αναγνώρισε την καλλιτεχνική αξία αυτών των έργων, τα διέσωσε και στη συνέχεια τα κράτησε ή τα πούλησε. (Για οποιαδήποτε πληροφορία, η επικοινωνία γίνεται με το Ίδρυμα Isamu Noguchi.)

Λαμαρίνες και γλυπτά

Το «Αφηρημένο γλυπτό σε μέταλλο» δημιουργήθηκε από τον ρωσο-αμερικανό γλύπτη Ίμπραμ Λάσοου (1913-2003) τα χρόνια που εργαζόταν για την Works Progress Administration, όπου άλλοτε έφτιαχνε γλυπτά και άλλοτε καθάριζε περιττώματα περιστεριών από δημόσια αγάλματα της Νέας Υόρκης (μαζί με τον Τζάκσον Πόλοκ και άλλους καλλιτέχνες).

Ίμπραμ Λάσοου «Αφηρημένη γλυπτική σε μέταλλο», 1938
Ίμπραμ Λάσοου «Αφηρημένη γλυπτική σε μέταλλο», 1938

Γλυπτά και πίνακες που παραγγέλλονταν από αυτόν τον οργανισμό προορίζονταν να κοσμούν δημόσια κτίρια αλλά αυτό το έργο έχει εξαφανιστεί χωρίς να έχει αφήσει κανένα ίχνος, πέρα ​​από την διαφάνεια μιας φωτογραφίας του καλλιτέχνη. Το γλυπτό κατασκευάστηκε χρησιμοποιώντας μια τεχνική, που εξερευνούσε ο Λάσοου μαζί με την καλλιτέχνιδα Γκέρτρουντ Γκριν: Συγκολλούσε λαμαρίνα χρησιμοποιώντας ένα μικρό γεωργικό εργαλείο, που είχε παραγγείλει από έναν εμπορικό κατάλογο.

Τελικά όμως, η δημιουργία πολύπλοκων σχημάτων με αυτόν τον τρόπο ήταν πολύ δύσκολη και έτσι, μετά από δύο γλυπτά ο Λάσοου εγκατέλειψε την τεχνική. Μαζί ωστόσο εξαφανίστηκε και το έργο. Σήμερα υπάρχει μόνον ένα αδερφό γλυπτό του 1938 από χάλυβα, που φυλάσσεται από το Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνι, αλλά αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι, που έγινε την ίδια χρονιά και είναι σχεδόν διπλάσιο σε μέγεθος λείπει. (Αναζητείται από την κόρη του καλλιτέχνη Ντένις Λάσοου, μέσω της Berry Campbell Gallery.)

Τα αεροπλάνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Αφού είχε εργαστεί σε μεγάλες τοιχογραφίες για μερικά χρόνια, ο αμερικανός καλλιτέχνης Φίλιπ Γκάστον (1913-1980) στράφηκε στη ζωγραφική με καβαλέτο στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν του ανατέθηκε να δημιουργήσει μια σειρά από 24 γκουάς για την εικονογράφηση ενός άρθρου στο περιοδικό Fortune. Το άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 1944 με τίτλο «Το πρόγραμμα αεροπορικής εκπαίδευσης» αφορούσε την ταχεία ανάπτυξη της αμερικανικής αεροπορίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Φίλιπ Γκάστον «AT-6's Πάνω από το Ματαγκόρντα Μπέι», 1943
Φίλιπ Γκάστον «AT-6’s Πάνω από το Ματαγκόρντα Μπέι», 1943

Ένα από τα γκουάς του Γκάστον δείχνει επτά βορειοαμερικανικά αεροσκάφη AT-6 να πετούν πάνω από τον κόλπο του Τέξας σε μία εκπαιδευτική αποστολή, καθώς το συγκεκριμένο αεροπλάνο χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση πιλότων της Πολεμικής Αεροπορίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1970. Έτσι, ο πίνακας του Γκάστον παρέχει διαφορετικές απόψεις αυτών των εντυπωσιακών μηχανών.

Στον πίνακα πάντως, εκτός από τα αεροσκάφη που βρίσκονται στο επάνω μέρος της σύνθεσης, ενδιαφέρον έχει και η απεικόνιση του εδάφους που καταλαμβάνεται από σπασμένα ξύλα και θραύσματα μετάλλων, τα οποία κυριολεκτικά κλέβουν την παράσταση.

Το έργο εκτέθηκε δύο φορές, μία στο Iowa Memorial Union το 1944 και ξανά στο Woodstock Artists Association το 1997 αλλά δεν έχει ξαναεμφανιστεί έκτοτε. (Αναζητείται από το Ίδρυμα Philip Guston.)

Η θύελλα

«Νομίζω ότι είναι μια από τις καλύτερες φωτογραφίες μου», είχε γράψει η Ντοροτέα Τάνινγκ (1910-2012) για την «Θύελλα σε λευκό» σε μια επιστολή της, τον Σεπτέμβριο 1947 στον έμπορο έργων τέχνης Τζούλιεν Λέβι. Ο Λέβι σχεδίαζε να παρουσιάσει πίνακες στους διοργανωτές μιας επερχόμενης έκθεσης στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο και η Τάνινγκ σκέφτηκε, ότι το συγκεκριμένο έργο της θα ταίριαζε για την περίσταση. «Τα χρώματα είναι μπλε-λευκό, μοβ, καφέ, μαύρο και ένα βαρύ σημείο σκούρο πορτοκαλί (τα μαλλιά)», είχε γράψει στον Λέβι.

Ντοροτέα Τάνινγκ «Θύελλα σε λευκό », 1947
Ντοροτέα Τάνινγκ «Θύελλα σε λευκό », 1947

Τελικά η «Θύελλα σε λευκό» δεν παρουσιάστηκε στο Σικάγο, εκτέθηκε όμως, στη δεύτερη ατομική έκθεση της Τάνινγκ στην Julien Levy Gallery στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1948 και αργότερα το ίδιο έτος εμφανίστηκε στην Ετήσια Έκθεση Σύγχρονης Αμερικανικής Ζωγραφικής του 1948 στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνι.

Η τελευταία φορά που παρουσιάστηκε δημόσια ήταν σε μια ατομική έκθεση το 1949 στην American Contemporary Gallery στο Χόλιγουντ και θεωρείται πιθανόν να πουλήθηκε σε έναν ιδιώτη συλλέκτη εκείνη την εποχή ή να την πούλησε ο ίδιος ο Λέβι σε κάποιον αγοραστή. Η Τάνινγκ όμως, κατέγραψε τον πίνακα ως «χαμένο» στο προσωπικό της απόθεμα (σε αντίθεση με το «καταστραμμένο» ή «κλεμμένο», όπως έχει σημειώσει για άλλα έργα της). (Πληροφορίες αναζητούνται από το Ίδρυμα Dorothea Tanning.)

Ο ιππότης με την λόγχη

Οι σπουδές του Ρόι Λίχτενσταϊν (1923 – 1997) στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο είχαν διακοπεί, όταν κλήθηκε στον στρατό το 1943. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, το 1946 συνέχισε να σπουδάζει στο Οχάιο, όπου πήρε και το μεταπτυχιακό του στις καλές τέχνες. Αυτό το αφηρημένο έργο με τίτλο «Ιππότης με λόγχη σε άλογο» ήταν μέρος της διατριβής του, το 1949 και αναπαράχθηκε μαζί με άλλα έργα. (Περίπου αυτή την εποχή ο Λίχτενσταϊν είχε εμπνευστεί και από την Ταπισερί Μπαγιό του 11ου αιώνα, ένα έργο με θέμα την Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας, γεμάτο από έφιππους ιππότες.)

Ρόι Λίχτενσταϊν «Ιππότης με λόγχη σε άλογο», περίπου 1948
Ρόι Λίχτενσταϊν «Ιππότης με λόγχη σε άλογο», περίπου 1948

Αφού παρουσιάστηκε στην έκθεση διατριβής του Λίχτενσταϊν, το έργο περιελήφθη σε μια ιδιωτική συλλογή στο Οχάιο ως αγορά ή ως δώρο από τον καλλιτέχνη. Στην συνέχεια έφθασε σε μια ιδιωτική συλλογή του Μαϊάμι και μπορεί να βγήκε προς πώληση από έναν τοπικό οίκο δημοπρασιών. Όλες οι προσπάθειες για τον εντοπισμό του ιδιοκτήτη ή των κληρονόμων του απέβησαν όμως ανεπιτυχείς. (Πληροφορίες για τον ιππότη μπορεί να δοθούν στο Ίδρυμα Roy Lichtenstein ενώ και άλλα μη εντοπισμένα έργα του καλλιτέχνη παρατίθενται στον ιστότοπο του καταλόγου του.)

Ένα προσωπικό κουτί

Πολλά από τα απούλητα έργα από την πρώτη ευρωπαϊκή έκθεση του Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ (1925 – 2009) στη Galleria L’ Obelisco της Ρώμης τον Μάρτιο του 1953, κατέληξαν στον ποταμό Άρνο της Φλωρεντίας. Μάλιστα τα πέταξε ο ίδιος στο ποτάμι, όπως του υπέδειξε ένας σαρδόνιος κριτικός, ο ιστορικός τέχνης Κάρλο Βόλπε. Αυτό το έργο όμως, ευτυχώς, δεν ήταν ανάμεσα σε αυτά που καταστράφηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο, ωστόσο οι μελετητές έχουν χάσει τα ίχνη του.

Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, χωρίς τίτλο (προσωπικό κουτί), 1953
Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, χωρίς τίτλο (προσωπικό κουτί), 1953

Μόλις λίγα χρόνια μετά τις σπουδές του κοντά στον σπουδαίο ζωγράφο και θεωρητικό της τέχνης Γιόζεφ Άλμπερς στο Black Mountain College, ο 27χρονος τότε Ράουσενμπεργκ είχε περάσει οκτώ μήνες σε Μαρόκο και Ιταλία, μαζί με τον εραστή του και άλλον μεγάλο στην συνέχεια καλλιτέχνη, τον Σάι Τουόμπλι. Κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδιού άρχισε να δημιουργεί κατασκευές, τις λεγόμενες feticci personali (προσωπικά φετίχ) και scatole personali (προσωπικά κουτιά) μεταξύ των οποίων και ένα φτιαγμένο από μία λαστιχένια βεντούζα και μία βελόνα ραπτικής (μεταξύ άλλων περίεργων αντικειμένων). Και είναι σημαντικό ότι έργα, όπως αυτό οδήγησαν στην εξέλιξη των περίφημων «Combines» του Ράουσενμπεργκ, τα οποία άρχισε να δημιουργεί το 1954 με την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη.

Το άτιτλο scatole personali αποκτήθηκε από τον συνιδιοκτήτη της Galleria L’ Obelisco, Γκάσπερο ντελ Κόρσο, ο οποίος το κράτησε μέχρι τον θάνατό του το 1997. Εκείνη την χρονιά εκτέθηκε μάλιστα σε μια αναδρομική έκθεση για τον Ράουσενμπεργκ στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην συλλογή κάποιων μακρινών συγγενών του Ντελ Κόρσο. Έκτοτε εξαφανίστηκε. (Το αναζητεί το Ίδρυμα Robert Rauschenberg.)

Διαβάστε επίσης

Παύλος Μαρινάκης στο mononews: Γιατί κάναμε τον ανασχηματισμό – Αυτοί είναι οι 3 στόχοι της νέας κυβέρνησης

Δόμνα Μιχαηλίδου: Οι πέντε προτεραιότητες στο χαρτοφυλάκιό της στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας

Σκάι: Το λάθος του Οικονόμου, ο Ζούλας, η «θερμή» σχέση Κοσιώνη – Βίδου και τα νέα project