ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στις κάλπες καλούνται να προσέλθουν σε λίγες ώρες οι 59,2 εκατομμύρια γερμανοί ψηφοφόροι για τη διεξαγωγή των ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών στην Γερμανία από τις οποίες θα προκύψει το νέο κοινοβούλιο και η κυβέρνηση της χώρας.
Η γερμανική «συναινετική» παράδοση ευνοεί τις κυβερνήσεις συνεργασίας, ενώ μέχρι τώρα τα δύο βασικά κόμματα της πολιτικής σκηνής στη Γερμανία είναι το κεντροδεξιό CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες), που ανήκει στην ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια του Λαϊκού Κόμματος, και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό SPD του τωρινού καγκελάριου Σολτς, που ανήκει στην ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών.
Ήδη από το καλοκαίρι του 2023 η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να έρχεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις ξεπερνώντας το κυβερνών SPD. Η κρίση του «γερμανικού δικομματισμού» είχε φανεί ήδη από τις εκλογές του 2021 όπου αν και τα δύο κόμματα (CDU/CSU – SPD) ήταν τα δύο μεγαλύτερα δεν κατάφεραν από κοινού να φτάσουν για πρώτη φορά στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας το 50%, εκπροσωπώντας δηλαδή λίγοτερο από το μισό του εκλογικού σώματος.
Τι λένε οι δημοσκοπήσεις
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κεντροδεξία CDU/CSU θα είναι πρώτη στις εκλογές της Κυριακής με ποσοστό κοντά στο 30%. Αν και πρώτη στη τελευταία δημοσκόπηση πριν τις εκλογές σημείωσε πτώση δύο μονάδων φτάνοντας το 28%, ποσοστό που θα είναι εκλογική αποτυχία για το κόμμα που παραδοσιακά είχε ως κατώτερη βάση το 30% στην μετεκλογική Γερμανία(με εξαίρεση τις εκλογές του 2021 που όμως είχαν και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για το κόμμα – πολλά χρόνια στην κυβέρνηση και αλλαγή ηγεσίας-).
Το ποσοστό του CDU/CSU και ειδικά αν είναι κάτω από 30% θα επηρεάσει σημαντικά το ρόλο του στη νέα κυβέρνηση αλλά και τους κυβερνητικούς του εταίρους καθώς μπορεί να χρειαστεί ακόμα και δύο κόμματα ως κυβερνητικούς εταίρους για να μπορέσει να κυβερνήσει.
Η ακροδεξιά AfD καταγράφει ποσοστό περίπου 20% και μια ανοδική πορεία στη τελευταία δημοσκόπηση, ενώ από το καλοκαίρι του 2023 παραμένει στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις για πρώτη φορά στην σύγχρονη γερμανική ιστορία.
Το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί στη τρίτη θέση με περίπου 15% (στη τελευταία δημοσκόπηση 16%) χωρίς να καταφέρνει να ξεπεράσει την ακροδεξιά και με λίγες πιθανότητες για τον καγκελάριο Σολτς να ξαναεκλγεγεί.
Το κόμμα των Πρασίνων είναι τέταρτο με ποσοστό 14% ενώ στην πέντη θέση είναι το κόμμα της Αριστεράς Die Linke με 8% το οποίο παρουσιάζει το τελευταίο μήνα μια ανοδική πορεία που ξάφνιασε πολλούς και κάποιοι από αυτούς το αποδίδουν στην επιθετική του στάση απέναντι στην ακροδεξιά και στο πάθος της νέας του ηγεσίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι και πριν λίγους μήνες το Die Linke βρισκόταν δημοσκοπικά στο όριο της εκλογικής εκπροσώπησης (κάτω από 5%) με τον κίνδυνο το πολιτικό κόμμα να μείνει εκτός βουλής, ενώ τώρα φαίνεται πως έχει εξασφαλίσει την εκπροσώπηση του στο κοινοβούλιο.
Το νεοφιλελεύθερο FDP και η συντηρητική αριστερή Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) βρίσκονται κάτω από το 5% και επομένως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μάλλον δεν θα αποκτήσουν εκπροσώπηση στο νέο κοινοβούλιο.
Η τελευταία δημοσκόπηση για το ZDF:
Πώς λειτουργεί το γερμανικό εκλογικό σύστημα
Εκλογικό σύστημα
Εκλογές στη Γερμανία γίνονται κάθε 4 χρόνια ενώ δικαίωμα για συμμετοχή σε αυτές έχει κάθε πολίτης που είναι 18 ετών και άνω και δεν του έχουν αφαιρεθεί τα πολιτικά του δικαιώματα.
Το εκλογικό τους σύστημα που είναι η «εξατομικευμένη αναλογική εκπροσώπηση με κλειστές λίστες» με εκλογικό όριο το 5%, είναι ένα περίπλοκο εκλογικό σύστημα.
Έχει ως κεντρική αρχή την αναλογική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο των κομμάτων με βάση το ποσοστό που έλαβαν στις εκλογές(πχ αν ένα κόμμα πάρει 30% στις εκλογές να πάρει και το 30% των εδρών).
Δεν υπάρχει επομένως κάποιο σύστημα ενισχυμένης αναλογικής(όπως στην Ελλάδα) που πριμοδοτείται το πρώτο σε ψήφους κόμμα ούτε υπάρχει το σύστημα της «δεύτερης κυριακής» όπως στη Γαλλία ή στις δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα όπου γίνονται δεύτερες εκλογές μεταξύ των δύο συνήθως επικρατέστερων υποψηφίων σε κάθε εκλογική περιφέρεια.
Εκλογικό όριο
Βασικό στοιχείο όμως που θέτει περιορισμούς στην «αναλογικότητα» του εκλογικού συστήματος είναι ότι για να εκλέξει βουλευτές ένα κόμμα χρειάζεται το ποσοστό του στις εθνικές εκλογές να είναι πάνω από 5%.
Με δεδομένο το εκλογικό όριο του 5%, ο αριθμός και το συνολικό εκλογικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα μπουν στην βουλή (καθώς θα έχει το καθένα από αυτά λιγότερο από 5%) επηρεάζει και τον αριθμό των εδρών των υπολοίπων κομμάτων που θα έχουν εξασφαλίσει την είσοδο τους στο κοινοβούλιο. Όσο περισσότερα είναι τα κόμματα εντός βουλής τόσο μικρότερος θα είναι ο αριθμός των βουλευτών των μεγάλων κομμάτων (CDU/CSU, SPD κλπ). Οι έδρες που δεν λαμβάνουν τα κόμματα με κάτω από 5% μοιράζονται αναλογικά μεταξύ των κομμάτων που έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Δύο κάλπες
Οι κάλπες όμως στη Γερμανία για την ανάδειξη του κοινοβουλίου είναι δύο και αυτός είναι και ο βασικός λόγος που το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας θεωρείται περίπλοκο.
Στην πρώτη κάλπη οι ψηφοφόροι της κάθε εκλογικής περιφέρειας θα επιλέξουν απευθείας τον/ην υποψήφιο/α βουλευτή που θα θέλουν να εκλέξουν(«απευθείας εκλογή») και στη δεύτερη κάλπη το κόμμα που επιθυμούν.
Ο υποψήφιος βουλευτής που θα λάβει τις περισσότερες ψήφους στην πρώτη κάλπη κερδίζει την έδρα και εκλέγεται απευθείας, χωρίς όμως οι ψήφοι που έλαβε στην πρώτη κάλπη να συνυπολογίζονται στο ποσοστό του κόμματος του στις εκλογές. Τα ποσοστά των κομμάτων καθορίζονται μόνο από τις ψήφους της δεύτερης κάλπης.
Επομένως ένας ψηφοφόρος μπορεί να ψηφίσει στην πρώτη κάλπη έναν υποψήφιο βουλευτή που εκτιμά περισσότερο και στη δεύτερη κάλπη να ψηφίσει ένα κόμμα το οποίο είναι διαφορετικό από το κόμμα στο οποίο ανήκει βουλευτής που ψήφισε στην πρώτη κάλπη.
Με μια τροποποίηση του εκλογικού συστήματος από την γερμανική κυβέρνηση το 2023 μπήκε ένας περιορισμός στο σύστημα της «απευθείας εκλογής». Ο υποψήφιος βουλευτής που έλαβε τις περισσότερες ψήφους στην πρώτη κάλπη, εκλέγεται μόνο εάν το κόμμα του σε εθνικό επίπεδο(δηλαδή στη δεύτερη κάλπη) έλαβε πάνω από το 5% των ψήφων. Η τροποποίηση αυτή έγινε προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών καθώς το κοινοβούλιο έφτασε να αριθμεί 736 μέλη και να είναι το μεγαλύτερο κοινοβούλιο δημοκρατικής χώρας διεθνώς και πολύ δαπανηρό.
Στην δεύτερη κάλπη οι ψηφοφόροι της κάθε εκλογικής περιφέρειας επιλέγουν το κόμμα που επιθυμούν(πχ CDU, SPD, AfD κλπ) επιλέγοντας μια εκλογική λίστα με υποψήφιους που έχει επιλέξει το κόμμα σε κάθε περιφέρεια. Οι ψήφοι που θα λάβει κάθε κόμμα σε κάθε περιφέρεια ενώνονται και διαμορφώνουν το ποσοστό του κάθε κόμματος στις εκλογές. Εάν το ποσοστό αυτό είναι πάνω από 5% το κόμμα αυτό θα έχει εκπροσώπηση στην γερμανική βουλή με αριθμό βουλευτών ανάλογο του ποσοστού τους.
Η εκλογική εξαίρεση – «Grundmandatsklausel» (βασική ρήτρα εντολής)
Σε μια προσπάθεια διατήρησης της αρχής της αναλογικότητας η εκλογική νομοθεσία προβλέπει μια εξαίρεση στο εκλογικό όριο του 5%.
Ένα κόμμα όπου υποψήφιοι του θα βγούν πρώτοι σε τρίτες τουλάχιστον εκλογικές περιφέρειες στην πρώτη κάλπη (απευθείας εκλογή) ακόμα και αν δεν έχει εθνικό ποσοστό πάνω από 5%(δεύτερη κάλπη) θα έχει εκλογική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο. Η εκπροσώπηση, δηλαδή ο αριθμός των βουλευτών, θα είναι ανάλογος με το ποσοστό που έλαβε σε εθνικό επίπεδο(δεύτερη κάλπη).
Η κυβέρνηση προσπάθησε το 2023 να καταργήσει τη ρύθμιση αυτή αλλά το ανώτατο δικαστήριο της γερμανίας ανέτρεψε τη σχετική ρύθμιση της κυβέρνησης.
Το Αριστερό Κόμμα Die Linke κατάφερε το 2021 να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση παρά το ότι έλαβε στις εκλογές μόλις 4,9% επειδή τρεις υποψήφιοι του βγήκαν πρώτοι σε τρεις περιφέρειες (πρώτη κάλπη).
Τα σενάρια κυβερνήσεων μετά τις εκλογές – Ποιός θα είναι ο νέος καγκελάριος
Η γερμανική παράδοση των κυβερνήσεων συνεργασιών αναμένεται να συνεχιστεί με βάση τις δημοσκοπήσεις καθώς κανένα πολιτικό κόμμα δεν φαίνεται να έχει αυτοδυναμία.
Το CDU/CSU(Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές), η κεντροδεξιά της Γερμανίας, αναμένεται να αναδειχθεί πρώτη με περίπου 30%, κάτι που θα την επαναφέρει στην καγκελαρία μετά από μία τετραετία, για πρώτη φορά στην «μετά-Μέρκελ εποχή».
Ο Μέρτζ(Friedrich Merz), αρχηγός του CDU, δήλωσε στο debate ανοικτός στη συνεργασία με τα δύο κεντρο-αριστερά κόμματα μετά τις εκλογές, δείχνοντας τους σοσιαλδημοκράτες του SPD και τους Πράσινους ως πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία.
Κάτι τέτοιο δεν θα είναι καινούριο για τη χώρα καθώς το κεντροδεξιό CDU/CSU έχει κυβερνήσει ξανά με το SPD, ενώ και η συνεργασία με τους Πράσινους δεν είναι καινούρια στρατηγική καθώς το CDU την έχει ακολουθήσει ξανά αρκετές φορές σε επίπεδο τοπικών κυβερνήσεων σε διάφορα γερμανικά κρατίδια. Η συμφωνία μεταξύ αυτών των κομμάτων θα απαιτεί σίγουρα διαπραγματεύσεις σε θέματα όπως το κοινωνικό κράτος και το συνταξιοδοτικό(ειδικά σε συνεργασία με το SPD) και με τις πράσινες πολιτικές και την ενεργειακή μετάβαση(ειδικά αναφορικά με τους Πράσινους).
Μια αλλαγή στην στρατηγική συμμαχιών του κεντροδεξιού πολιτικού είναι ότι φαίνεται να απορρίπτει το ενδεχόμενο συνεργασίας με το νεοφιλελεύθερο FDP. Τα δύο κόμματα έχουν συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν, βρίσκονται πιο κοντά σε διάφορους τομείς όπως η μετανάστευση και η οικονομία, ενώ μαζί ψήφισαν την αμφιλεγόμενη πρόταση για το μεταναστευτικό μαζί με το AfD τις προηγούμενες μέρες. Ο Μέρτζ δήλωσε ότι «έχει μεγάλες αμφιβολίες» για τη συνεργασία με το FDP, ενώ αναλυτές κάνουν λόγο για προσπάθεια του Μέρτζ να προσελκύσει ψηφοφόρους από το FDP προβάλλοντας το προφίλ του ως γνώστη στα οικονομικά.
Αυτό στο οποίο ήταν ξεκάθαρος ο κ Μέρτζ ήταν η άρνηση του στη κυβερνητική συνεργασία με την ακροδεξιά AfD λέγοντας μάλιστα ότι «Οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν για οτιδήποτε άλλο». Ο κ Μέρτζ έχει δεχτεί τα πυρά από διαφορετικές πλευρές(ακόμα και την Μέρκελ) για το ότι ψήφισε μαζί με την AfD νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό. Ήταν η πρώτη φορά στην μεταπολεμική γερμανία που ένα κόμμα χρησιμοποίησε τις ψήφους της ακροδεξιάς προκειμένου να περάσει κάποιο νόμο, προκαλώντας μεγάλες διαδηλώσεις που συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και δημιουργώντας ανασφάλεια σχετικά με την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του για τη μη συνεργασία με την ακροδεξιά αν του φανεί χρήσιμη μετά τις εκλογές.
Αυτό που φαίνεται όμως σίγουρο είναι ότι ο Φρίντριχ Μετζ θα είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας και το ερώτημα είναι με ποιούς θα συνεργαστεί και ποιά θα είναι η κοινοβουλευτική του δύναμη προκειμένου να προωθήσει τη δική του πολιτική ατζέντα στην κυβερνητική συνεργασία.
Διαβάστε επίσης:
Γερμανία: Έρευνα για παράνομη χρηματοδότηση στην AfD
Εκλογές στη Γερμανία: Μετανάστευση, οικονομία και… κωπηλασία στην τελευταία τηλεμαχία Σολτς-Μερτς
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ερντογάν: Επίθεση κατά των βιομηχάνων της TUSIAD στο συνέδριο του ΑΚΡ
- Τέμπη: Κατεπείγουσα έρευνα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών για τις αναρτήσεις που προτρέπουν σε βιαιοπραγίες την μέρα των συγκεντρώσεων
- Θεσσαλονίκη: Συνελήφθη 43χρονος που έκρυβε την ηρωίνη σε κρύπτη πίσω από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου
- Σ. Εφραίμογλου: Σημαντική η δημιουργία στοχευμένων προγραμμάτων χρηματοδότησης για γυναίκες επιχειρηματίες
