«Έμοιαζε με αλήθεια η κάθε του ψευτιά»… Εκτός από τον Χατζηδάκι και τον Θεοδωράκη, η Ελλάδα απέκτησε τον Διονύση Σαββόπουλο. Ιδιοφυής και συνάμα λαϊκός, ποιητής και ταυτόχρονα ποπ. Δεν κατάφερε να εκφράσει μόνο τη γενιά του (την ανατρεπτική δεκαετία εξήντα, εβδομήντα). Οι στίχοι του (με ατόφια ποίηση και ταυτόχρονα ακρίβεια ακτινογραφίας), αποτελούν ταρίχευση της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας. Όπως είχε σημειώσει ο Νίκος Ξυδάκης, «ο Σαββόπουλος είναι η βασική μας βιβλιογραφία, η κυτταρική». Το Πολιτικό του σχόλιο (της Πολιτικής όχι των κομμάτων) παρέμεινε πάντα σε ισοζύγιο με την αισθητική και τον αισθησιασμό του, τόσο στη γλώσσα της μουσικής όσο και στη ζωή.

Ένα δαιμόνιο

Ο Διονύσης εμφανίζεται τώρα με την αυτοβιογραφία του. «Τραγούδια πια δεν φτιάχνω. Δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη, δεν μου λείπει {…} Πώς γίνεται αυτό; Ο Σωκράτης έλεγε ότι μέσα μας κατοικεί ένα δαιμόνιο. Όταν θέλει, εμφανίζεται και τα λέει. Αφού πει ό,τι έχει να πει, αποσύρεται. Εκείνο αποφασίζει πότε βγαίνει, πότε κρύβεται. Αν καθίσω, θα γράψω -την ξέρω τη δουλειά-, αλλά δεν θα είναι απ’ την καρδιά μου. Δεν κάνει».

1

Ή όπως είχε παρατηρήσει ο ποιητής, η τέχνη ανήκει στα νιάτα, στον αυθορμητισμό της παιδικής ψυχής.

Σκηνική παρουσία

Αυτό είναι για μένα η μουσική

Ο Διονύσης Σαββόπουλος το ορίζει ωραιότερα: «Αυτό είναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει». Ή διαφορετικά, «όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι ωραίο και μεγάλο, πας και κάνεις ένα μεγάλο κακό».

Για να διατυπωθεί πεζά, πρόκειται για τον πρώτο τραγουδοποιό της σύγχρονης μουσικής (ερμηνευτής δικών του στίχων, δικής του μουσικής). Το αληθινό εύρος του ξεπερνάει τις δυνατότητες αυτής της παρουσίασης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος παραμένει ο εθνικός, λαϊκός παραμυθάς. Ένας σύγχρονος Όμηρος, μικρής κλίμακας.

Ένας μικρόκοσμος

Σε αυτό το εξαίσιο κείμενο που «πετάει», θα αναγνωρίσει κανείς την προφορικότητα της αφήγησής του. Θα θυμηθεί τις παύσεις στις πάντα θεατρικές, εξαντλημένες του συναυλίες, όπου αφηγούταν πάντα ιστορίες προσωπικές του. Ένας ψίθυρος που καθιστά το θεατή, τώρα τον αναγνώστη, συνένοχο. Ένας μικρόκοσμος ήχου, λόγου και εικόνας που υπάρχει αυτόνομα και με τον οποίο ο καθένας διασταυρώνεται.

Συνθέτει έναν κόσμο παραξενίσματος, όπου το μπανάλ καθημερινό σοφιλιάζει με το διαισθητικό, το μεταφυσικό, το άρρητο, όπως στον μαγικό ρεαλισμό.

Εξάλλου, η ιστορία του ξεκινάει με μακρινές εικόνες από την παρουσία της γιαγιάς Ελισάβετ στη Σαλονίκη του 1950. Και το κατηχητικό μέσα στο ναό, όπου αντίκριζε φιγούρες με μακριές γενιάδες που έφταναν ως το παιδικό πρόσωπό του και ύστερα χάνονταν…

Μέχρι τα εννιά του χρόνια, ο Διονύσης Σαββόπουλος κοιμόταν με τους γονείς του στο ίδιο δωμάτιο. Το πρωί που ξυπνούσε πριν από εκείνους, τον ανάγκαζαν να μένει στο κρεβάτι σιωπηλός για να μην τους ενοχλήσει.

Έφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις μου

«Φανταστείτε ένα παιδί οκτώ-εννιά χρονών που, ενώ ξύπνησε και θέλει να πεταχτεί όρθιο, είναι αναγκασμένο να μείνει εγκλωβισμένο στο κρεβάτι του. Βαριόμουνα. Άκουγα την αναπνοή τους, και μια φορά νομίζω πως άκουσα φιλιά, στεναγμούς και μικρούς ψιθύρους. Δεν καταλάβαινα τί σήμαιναν αυτά, αλλά κάπως ένιωθα -αλήθεια πώς;- ότι δεν ρωτάει κανείς τέτοια πράγματα».

Για να τσακίσει την ανία του, ο Διονύσης άρχισε να σκαρώνει τραγουδάκια μέσα σε εκείνο το μπλε κρεβάτι. «Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς {…} Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι, έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη μεγάλη συντεχνία των τραγουδοποιών όπως είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης ή ο Ζωρζ Μπρασσένς, που ούτε τούς ήξερα ακόμη {…} Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι γινόταν και όταν μεγάλωσα πια και μπήκα στη δουλειά. Έφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις μου, ώσπου έρχονταν οι μεγάλοι να μ’ αναλάβουν: η δισκογραφική έταιρεία, ο διευθυντής του στούντιο, οι μουσικοί, ο ιδιοκτήτης του κλαμπ και όλος ο κόσμος που περίμενε να παρακολουθήσει τα λαίβ μου».

Αν από τη μια υπάρχει η ιδιοφυής μουσική του Μάνου που τον καθόρισε, από την άλλη βρίσκεται η χαμηλόφωνη και παθιασμένη ποίηση του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου και ευρύτερα η λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης. Όπως σημείωσε ο Βαφόπουλος: «Βάλτε στη μια μεριά της ζυγαριάς όλο το Αιγαίο, τον ήλιο και τα νησιά, εγώ θα τοποθετήσω στην άλλη ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου».

Κιτσάτοι νεόπλουτοι

Ο Διονύσης Σαββόπουλος διασταυρώθηκε με όλα τα ιερά τέρατα των τεχνών. Από τους παλιότερους καινοτόμους (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη) ως τη Φαραντούρη, τον Λοΐζο, τον Γκάτσο και τον Κατσίμπαλη, τον Κούνδουρο, τον Ντασσέν και τη Μερκούρη, μεταξύ  άλλων Ελλήνων και ξένων κολοσσών, το Παρίσι το Μάη του 1968, αλλά και τον Πατσιφά της Lyra, που κυκλοφόρησε και τη Συννεφούλα, από τα πρώτα σε μια σειρά από αριστουργήματά του.

Βεβαίως υπάρχει και η Πολιτική, όπως ήδη αναφέρθηκε. Η απαράμιλλη στιχομυθία με τον ανακριτή για τα Κορίτσια που πηγαινουν δυο-δυο, το ντουκουμέντο όπου τραγουδάει με τον γέρο Καραμανλή, τη ρήση του Κουμανταρέα ότι «πριν ήμασταν φτωχοί, αλλά είχαμε τον πολιτισμό της φτώχειας, και τώρα γίναμε κιτσάτοι νεόπλουτοι», ως τα Τραπεζάκια έξω, τον πιο χαρούμενο δίσκο του. Η αυτοβιογραφία του αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο συναρπαστικής δύναμης.

Άσπα και γιοι

Καθυποτάσσει όμως και για τις προσωπικές στιγμές της. Ψυχικός χείμαρρος χωρίς μασκαρεμένο ναρκισσισμό. Ακραιφνής εξομολόγηση με τιμιότητα. Εκεί που νιώθει κανείς ότι διεκδικεί εξιλέωση, αποδεικνύεται τελικά ανιδιοτελής και καθαρή σαν διαυγές διαμάντι.

Τα όσα γράφει για την Άσπα, τη σύντροφό του των εξήντα ετών, δεν θα τα έγραφε καλύτερα κάποιος λογοτέχνης περιοπής. Όχι μόνο συναισθήματα αλλά και τα περιστατικά που περιγράφει. «Πέφταμε στο κρεβάτι κι αγκαλιαζόμασαν σαν ναυαγοί, σαν δύο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία του το ένα μέσα στο άλλο».

Το ίδιο και για την πατρική του υπόσταση. Διότι μεγάλωσε με τους γιους του, τον Κορνήλιο (τον απέκτησε στα 24) και τον Ρωμανό. Ξεγυμνώνεται ορισμένες στιγμές. «Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης” σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”». Όλοι θα αναγνωρίσουν κομμάτι από τον εαυτό τους.

Η απόπειρα να προσεγγίσει κανείς τον αιώνιο Νιόνιο, αποκαλύπτει σταδιακά και άλλες πτυχές του, πιο αινιγματικές. Για τον Σαββόπουλο καλύτερα από όλους τα λέει ο ίδιος ο Σαββόπουλος.

Σπεύσατε.

Πληροφορίες

Διονύσης Σαββόπουλος

Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα

Εκδόσεις Πατάκη, 2025

Σελ. 334.