Ήταν αναμενόμενες οι αντιδράσεις: «Δεν χρειαζόμαστε δύο και τρία σχολεία Πρότυπα ή Ωνάσεια. Χρειαζόμαστε όλα τα σχολεία να είναι όπως ταιριάζει σε μια ευρωπαϊκή χώρα». Με παρόμοιο σκεπτικό ο Ανδρέας Παπανδρέου, τη δεκαετία του ’80, είχε καταργήσει τα Πρότυπα και τις εξετάσεις για την επιλογή άριστων μαθητών. Δεν μπορούσε να καταπιεί ότι ορισμένοι μαθητές ξεχωρίζουν, μπορούν να εμβαθύνουν στη γνώση και να έχουν κάτι παραπάνω από αυτά που προσφέρει το δημόσιο σχολείο της γειτονιάς τους.
Τη δωρεά για τα νέα Πρότυπα την κάνει το Ίδρυμα Ωνάση αλλά την απόφαση για τη λειτουργία τους την πήραν οι δύο Κυριάκοι (στο Μαξίμου και στο Παιδείας). Έχουμε και λέμε: 160 εκατομμύρια ευρώ, σε 22 δημόσια Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας, για 6.000 μαθητές το χρόνο. Δεν είναι μόνο τα λεφτά, απαραίτητα για τις ανακαινίσεις κτηρίων, για τα έξτρα προγράμματα και για τους ομίλους. Είναι και το ανθρώπινο δυναμικό που αλλάζει την κατάσταση: εκπαιδευτικοί μετεκπαιδευμένοι και μαθητές επιλεγμένοι.
Πάμε λοιπόν να δούμε δυο παραμέτρους που πρέπει να αναλύσει ο υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης σε όσους αμφισβητούν το εγχείρημα.
Η πρώτη παράμετρος αφορά τον τρόπο εισαγωγής. Γιατί να διαχωριστούν οι καλοί μαθητές; Όταν το ΠΑΣΟΚ κατήργησε τις εξετάσεις στα Πρότυπα, το σκεπτικό ήταν ότι αποδυναμώνονται τα υπόλοιπα σχολεία. Θεωρήθηκε ότι οι καλοί μαθητές, που βοηθούν την τάξη να προχωρήσει, δεν θα είναι εκεί ώστε να λειτουργούν ως «λαγοί». Δηλαδή το καλό του ενός, η προκοπή του άριστου, έπρεπε να θυσιαστεί για το γενικό επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης.
Δεν είδαμε ποτέ να αμφισβητείται η αριστεία στα γήπεδα. Τρέχει γρήγορα ένα παιδί, θα πάρει το μετάλλιο, θα κάνει ξεχωριστά προπόνηση, θα μπει στην Εθνική Ομάδα, και όλοι χαίρονται με τις επιτυχίες του. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τον καλό μαθητή, που το μυαλό το τρέχει πιο γρήγορα, που το πνεύμα του κάνει άλματα στη γνώση. Κι όμως. Ενώ τον αθλητή τον αποδέχεται η ελληνική κοινωνία και τον αποθεώνει, τον άριστο μαθητή τον φθονεί και τον θέλει καθηλωμένο σε μια τάξη που τον τραβάει προς τα κάτω.
Στη λογική του «όλοι ή κανείς» η απάντηση είναι ότι δεν μπορούν όλοι να γίνουν Μίλτος Τέντογλου. Υπάρχουν νέοι που δεν γυμνάστηκαν ποτέ, υπάρχουν αθλητές, υπάρχουν πρωταθλητές. Ας δώσουμε λοιπόν την ευκαιρία να προχωρήσουν οι πρωταθλητές του μυαλού.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τον ιδιώτη που πάει και ανακατεύεται με τη δημόσια εκπαίδευση. Τι θέλει επιτέλους ο Αντώνης Σ. Παπαδημητρίου του Ιδρύματος Ωνάση; Γιατί πάει και μπλέκεται με τα σχολεία στα Σεπόλια και στο Κορδελιό; Με αυτή τη λογική θα πρέπει να κλείσει το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχείο που κατασκευάστηκε χάρη στον Αβέρωφ, τον Στουρνάρη και την Ελένη Τοσίτσα.
Εστιάζουμε στην εκπαίδευση και προσπερνάμε τον Γεννάδειο με τη βιβλιοθήκη του, προσπερνάμε τον Ευγενίδη, τον Ζάππα, τον Συγγρό. Μπορούμε όμως να αναφέρουμε τον Ιωάννη Βαρβάκη ο οποίος ίδρυσε ελληνικά σχολεία στη Μαριούπολη, προσέφερε χιλιάδες γρόσια στο Γυμνάσιο της Χίου και άφησε με τη διαθήκη στην ανέγερση του Βαρβάκειου διδακτηρίου.
Δεν θα είναι όλα τα σχολεία σαν τα Ωνάσεια ούτε θα απολαμβάνουν όλα οι μαθητές τα προνόμια μια ενισχυμένης διδασκαλίας. Υπάρχουν όμως κριτήρια επιλογής τα οποία δεν είναι «ελιτίστικα». Αν θέλει κάποιος να μιλήσει για ελιτισμό, ας έχει τα κότσια να προτείνει κατάργηση των ιδιωτικών σχολείων όπου η διάκριση σχετίζεται με το πορτοφόλι των γονιών. Ουπς, αυτό μας ξέφυγε. Τα παιδιά της Αριστερής νομενκλατούρας φοιτούν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία και ουδείς άρθρωσε ένσταση για την ύπαρξή τους. Θέλουν να φοιτούν οι ευκατάστατοι σε καλύτερα σχολεία αλλά να μην έχουν εναλλακτική οι ευφυείς. Έτσι σκέφτονται ορισμένοι αλλά ευτυχώς δεν περνάει πάντα το δικό τους. Το Ίδρυμα Ωνάση έρχεται σήμερα να αποκαταστήσει το λάθος της ισοπέδωσης που συντελέστηκε στα πρώτα χρόνια της Αλλαγής.
Διαβάστε επίσης