ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Eurobank: Στη διεθνή κατάταξη του TIME ως κορυφαία επιχείρηση σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης για το 2025
Η ελβετική τράπεζα και ο Stephan Potgieter παραθέτουν την άποψη της UBS για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. «Οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν ελκυστικές προοπτικές ανόδου και έκθεση στην ιστορία μακροοικονομικής ανάκαμψης της Ελλάδας.»
«Βλέπουμε ισχυρή αύξηση κεφαλαίου και δυνατότητα διανομής πάνω από τα συντηρητικά τους σχέδια πληρωμών. Η σχέση κινδύνου-απόδοσης φαίνεται να είναι στραμμένη προς τα πάνω.
Οι συστάσεις μας για τις τέσσερεις μετοχές είναι αγορά (buy) και οι τιμές στόχοι τα 2,42 ευρώ για την Alpha Bank με ανοδικό περιθώριο 40%, 11,20 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα με ανοδικό περιθώριο 38%, τα 5,70 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς με ανοδικό περιθώριο 36% και τα 3 ευρώ για τη Eurobank με ανοδικό περιθώριο 28%», επισημαίνει ο Potgieter.
Σε νέο μηνιαίο tracker, o Potgieter αναλύει τα στοιχεία του κλάδου από την Τράπεζα της Ελλάδος (τελευταία διαθέσιμα Νοέμβριος 2024).
Επικεντρώνεται στις τάσεις των δανείων και των καταθέσεων, στις αποδόσεις των δανείων και στο κόστος των χρηματοδότησης.
Η αύξηση των επιχειρηματικών πιστώσεων αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τα κέρδη του κλάδου και βασικό στοιχείο της επενδυτικής υπόθεσης.
Η ανάπτυξη επιταχύνθηκε σε ένα αξιοσημείωτο ποσοστό 16,5% σε ετήσια βάση (+2,2% μηνιαία), γεγονός που ξεχωρίζει ιδιαίτερα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ξεκίνημα προς τα τριετή σχέδια των τραπεζών (εκτίμηση UBS corporate performing loans CAGR 9% ετησίως 2023-2026), και μπροστά από τις προβλέψεις για το 2024 (εκτίμηση UBS +11% από έτος σε έτος).
Η μακροοικονομική ομάδα παραμένει θετική για την Ελλάδα, προβλέποντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% για το 2025 και αναμένοντας ότι η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου θα συμπιεστεί κατά 75 μονάδες βάσης φέτος στο 2,8%.
Ισχυρή η εταιρική πίστωση, η λιανική εξακολουθεί να συρρικνώνεται, ευνοϊκό το μείγμα καταθέσεων
Η συνολική πιστωτική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα επιταχύνθηκε σε 9,1%, με την εταιρική πίστωση να φτάνει το 16,5%, ενώ η πίστωση των νοικοκυριών εξακολουθεί να συρρικνώνεται (-3,8% σε ετήσια βάση), αν και αμετάβλητη κατά τη διάρκεια του μήνα. Παρακολουθούν επίσης τις καθαρές πιστωτικές ροές που δείχνουν ισχυρή καθαρή προσθήκη εταιρικών δανείων από τον Σεπτέμβριο, καθώς και μειωμένη συρρίκνωση των ενυπόθηκων δανείων τον Νοέμβριο.
Το μείγμα καταθέσεων δεν έχει μετατοπιστεί προς τις προθεσμιακές καταθέσεις, όπως αναμενόταν αρχικά από τις τράπεζες, με τις καταθέσεις όψεως να παραμένουν στο 75%, υποστηρίζοντας τα NIMs μεσοπρόθεσμα.
«Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τη δυναμική των δανειακών αποδόσεων και του κόστους χρηματοδότησης σε αυτόν τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων. Όπως αναμενόταν, η συνολική απόδοση των επιχειρηματικών δανείων έχει αρχίσει να συμπιέζεται από την κορύφωσή της τον Ιανουάριο, μειωμένη κατά 12 μονάδες βάσης τον Νοέμβριο. Οι αποδόσεις των δανείων των νοικοκυριών παρέμειναν πιο σταθερές στο 6,1%.
Το συνολικό περιθώριο των δανείων έναντι του κόστους των καταθέσεων μειώθηκε μόνο κατά 7 μ.β. τον Νοέμβριο σε 5,25%. Το συνολικό κόστος χρηματοδότησης παραμένει χαμηλό στις 50 μ.β., δεδομένου του υψηλού ποσοστού των καταθέσεων όψεως των νοικοκυριών που κοστίζουν μόνο 3 μ.β.. Το κόστος των καταθέσεων έχει επίσης αρχίσει να μειώνεται καθώς τα επιτόκια μειώνονται, ιδίως οι εταιρικές καταθέσεις προθεσμίας.
Παραμένουμε θετικοί για τον τομέα ενόψει των αποτελεσμάτων του δ’ τριμήνου. Έχοντας ξεκινήσει την αξιολόγηση του τομέα τον Ιούλιο του περασμένου έτους με αξιολογήσεις buy και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, βλέπουμε περαιτέρω δυνατότητες επαναξιολόγησης με τις αποτιμήσεις να παραμένουν ελκυστικές, κατά την άποψή μας. Πιστεύουμε ότι τα επικαιροποιημένα επιχειρηματικά σχέδια που θα αποκαλυφθούν στα αποτελέσματα του δ’ τριμήνου θα μπορούσαν να αποτελέσουν περαιτέρω καταλύτη.
Η δυνατότητα για υψηλότερες διανομές είναι σημαντική, συμπεριλαμβανομένων των επαναγορών μετοχών που θα μπορούσαν να στηρίξουν τα κέρδη ανά μετοχή στο μέλλον. Είμαστε θετικοί για τις τράπεζες και βλέπουμε την ΕΤΕ στη λίστα των κορυφαίων επιλογών μας. Οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν χαμηλότερο κίνδυνο και ελκυστικές αποτιμήσεις, κατά την άποψή μας. Το τεκμαρτό κόστος ιδίων κεφαλαίων είναι πολύ υψηλό, λαμβάνοντας υπόψη την απόδοση των δεκαετών ομολόγων στο 3,5%», επισημαίνει ο Potgieter.
«Αναφορικά με τα θεμελιώδη μεγέθη, οι τράπεζες είναι σε καλή θέση για να επωφεληθούν από έναν επενδυτικό κύκλο που ενεργοποιείται από τα ευρωπαϊκά ταμεία RRF και μια ισχυρή μακροοικονομική ανάκαμψη. Βλέπουμε έναν ισχυρό εταιρικό πιστωτικό κύκλο με αύξηση των δανείων που εκτελούνται κατά 9% ετησίως (2023-2026).
Αν και η κορύφωση των περιθωρίων NIMs αποτελεί αντίξοο άνεμο, οι δραστηριότητες αντιστάθμισης παρέχουν κάποια προστασία, καθώς και σταθερή αύξηση των δανείων. Οι προοπτικές για ισχυρή αύξηση του εισοδήματος από αμοιβές και προμήθειες (F&C) στηρίζουν επίσης τα έσοδα μεσοπρόθεσμα. Τα NPEs έχουν σε μεγάλο βαθμό εξομαλυνθεί και βλέπουμε ότι ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει ικανοποιητικός και εκπλήσσει προς τα κάτω», υπογραμμίζει ο αναλυτής.
«Το κεφάλαιο συνεχίζει να συσσωρεύεται με δυνατότητα για διανομές που θα εκπλήξουν προς τα πάνω. Στα μακροοικονομικά, είμαστε αισιόδοξοι για την αύξηση του ΑΕΠ που οφείλεται στον τουρισμό, ένα ισχυρό καταναλωτικό υπόβαθρο που υποβοηθείται από τη βελτίωση της αγοράς εργασίας, τις εισροές RRF (15 δισ. ευρώ από τα 36 δισ. ευρώ που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής) και καμία σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση (πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού).
Σε σχέση με αποτιμήσεις, βλέπουμε σημαντική περαιτέρω επαναξιολόγηση παρά τις αρχικές επιδόσεις μετά την τραπεζική κρίση. Για τις επιλογές μετοχών, επιλέγουμε την υψηλή κερδοφορία, την ισχυρή κεφαλαιακή θέση, την καλή πιστωτική ποιότητα και τη δυνατότητα επιλογών στις επιστροφές του πλεονάζοντος κεφαλαίου, πάνω από τα σχέδια διανομής. Η Πειραιώς (Buy) είναι στις επιλογές μας για τη δυνατότητα επαναξιολόγησης, μια αξιοσημείωτη ιστορία ανάκαμψης, καθώς τα NPEs της έχουν ομαλοποιηθεί, η κερδοφορία της έχει ανακάμψει, αλλά η κεφαλαιακή της θέση είναι ασθενέστερη και αποτελεί αδυναμία.
Η Eurobank (Buy) προσφέρει ανοδικές επιλογές από την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο, ιστορία περιφερειακής διαφοροποίησης σε Κύπρο και Βουλγαρία, υψηλή κερδοφορία και κεφαλαιακή ευελιξία, με το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης είναι αρνητικό στοιχείο. Η Alpha Bank (Buy) είναι κορυφαίος εταιρικός δανειστής με κεφάλαια ενισχυμένα από τη συγχώνευση με την UniCredit στη Ρουμανία, αλλά έχει χαμηλότερη κερδοφορία, ιδιαίτερα χαμηλότερο NIM, αλλά επίσης υψηλό δυναμικό διανομής σε σχέση με την κεφαλαιοποίηση της αγοράς», αναλύει ο Potgieter.
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είμαστε εποικοδομητικοί όσον αφορά τις μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Προβλέπουμε ανώτερη ανάπτυξη από το consensus στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2025, η υψηλότερη από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, που θα επωφεληθεί από το άλμα στην εκταμίευση της διευκόλυνσης ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF) επιχορηγήσεων και δανείων (έχει λάβει το 60% του κονδυλίου του RRF μέχρι στιγμής ή 15 δισ. ευρώ από τα 36 δισ. ευρώ).
Οι ισχυρές δημοσιονομικές προοπτικές συνεχίζονται, καθώς αναμένεται να επιτύχει εύκολα τον στόχο για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ για το 2025 και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι επίσης χαμηλό, καθώς αναχρηματοδοτείται ακριβότερο χρέος.
Τέλος, το περιθώριο για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα να ξαναδανειστεί, δεδομένης της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, που τώρα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2002 και της ισχυρής επιτάχυνσης των δανείων προς επιχειρήσεις (τελευταία μέτρηση +16% σε ετήσια βάση) είναι εξαιρετικά θετικό», καταλήγει ο Potgieter.
Διαβάστε επίσης: