Πάει μακριά το σίριαλ με αυτούς που στο παρελθόν ορθά πράττοντας δανείστηκαν σε ελβετικά φράγκα και στην συνέχεια τα μετέτρεψαν σε ευρώ για να κάνουν κάποια αγορά ακινήτου ή κάποια άλλη επένδυση.
Σωστά ερμήνευσαν την κατάσταση – δηλαδή την σταθερότητα του ελβετικού νομίσματος και το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού. Το δεύτερο εξασφάλιζε χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του δανείου. Το πρώτο προφύλασσε από το ρίσκο της αλλαγής στην ιστοτομία.
Κανένας, όμως, δεν τους πρόσφερε την εγγύηση ότι αυτοί οι δύο παράγοντες θα ήταν πάντα σταθεροί. Αν ένας δανειζόμενος είναι σε θέση να αναλύσει τα τότε πλεονεκτήματα του δανεισμού σε ελβετικά φράγκα, τότε θα πρέπει να ήταν ικανός να λάβει υπόψη του ότι και η ισοτιμία μπορούσε να αλλάξει και το επιτόκιο να αυξηθεί.
Πολύ απλά, ο δανειζόμενος αυτόματα ανελάμβανε το ρίσκο της αλλαγής. Χωρίς διάθεση προσβολής, δε, αυτή η απλή αλήθεια μπορεί να εκφραστεί κάπως λιγότερο ευγενικά με την φράση «κι αν δεν ήξερες ας ρωτούσες».
Τρόποι να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι υπήρχαν, βέβαια. Αν μη τι άλλο, το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι εξόχως ευρηματικό και καινοτόμο. Αυτό, όμως, θα είχε κάποιο κόστος (μικρό πάντως) που αναπόφευκτα θα μείωνε το αναμενόμενο κέρδος. Έτσι αποκλείστηκαν εργαλεία όπως τα swaps και τα συμβόλαια μελλοντικής εκτέλεσης και επιδιώχθηκε η μεγιστοποίηση του κέρδους.
Όταν η εικόνα άλλαξε και το ελβετικό φράγκο άρχισε να ισχυροποιείται και μαζί τα επιτόκια να αυξάνονται, όσοι είχαν δανειστεί σε συνάλλαγμα βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Ζήτησαν, λοιπόν, βοήθεια καταφεύγοντας που αλλού, στο κράτος βέβαια.
Τρία είναι τα θέματα που ανακύπτουν.
Το πρώτο, ζητώντας την παρέμβαση του κράτους (αποζημίωση ή διοικητική παρέμβαση) ο ιδιώτης μεταφέρει το ιδιωτικό κόστος στο κοινωνικό σύνολο. Αν αυτό είναι αποδεκτό για ένα τέτοιο δάνειο, τότε ανοίγει ο δρόμος για σωρεία άλλων παρόμοιων περιπτώσεων. Ήδη, εξάλλου, ο σύγχρονος καπιταλισμός ακολουθεί αυτήν την οδό της μεταφοράς του ιδιωτικού κόστος στο δημόσιο, αποκομίζοντας έτσι σημαντικά κέρδη. Παράδειγμα, η Apple έχει εκμεταλλευτεί έρευνα της DAPRA που την έχει ενσωματώσει στα κινητά τηλέφωνα της χωρίς να έχει δώσει ένα δολάριο στο αμερικανικό δημόσιο, αλλά χρεώνοντας τους χρήστες γι’ αυτήν.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση ακολουθείται ουσιαστικά ο ίδιος δρόμος, μόνο που δεν αφορά εταιρεία αλλά, κυρίως, ιδιώτες. Το δημόσιο, από την άλλη πλευρά, πράττει το ίδιο, όπως π.χ. στην υγεία όπου διαρκώς μεταφέρει το κόστος (νοσηλευτικό και φαρμακευτικό) στο πολίτη, βελτιώνοντας έτσι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Το δεύτερο θέμα αφορά τις τράπεζες. Σε ποιο βαθμό όφειλαν να είχαν ενημερώσει τον πελάτη για τους κινδύνους; Στα διοικητικά δικαστήρια αυτό είναι το κρίσιμο θέμα που παίζεται. Μπορεί, βέβαια, στα μικρά γράμματα των συμβολαίων με πολλαπλές σελίδες να υπάρχει διάταξη που να καλύπτει τις τράπεζες. Ποιος μπορεί να διαβάσει και να ερμηνεύσει, όμως. Αυτό, εξάλλου, δεν κάνουν και οι ασφαλιστικές; Το θέμα είναι αν υπήρχε απλή, απτή, σαφής επισήμανση των δύο απλών, απτών, σαφών κινδύνων; Δεν υπήρξε – και το θέμα δεν είναι καθαρά νομικό, είναι και ηθικό.
Τρίτο, το πρόβλημα είναι ότι ισχύουν δύο αρχές. Ως προς τον δανεισμό, ισχύει η αρχή του caveat emptor – (buyer be aware ή καταναλωτή πρόσεχε). Δεν μπορεί ο ιδιώτης να αναλαμβάνει ρίσκο και όταν αυτό προκύψει να ζητά από το δημόσιο ή την ιδιωτική –κατ’ όνομα –τράπεζα να το καλύψει.
Ως προς τις τράπεζες ισχύει ο ηθικός κανόνας να μην εξαπατούν είτε με την παράλειψη είτε με την σιωπή. Οι δύο μεγάλοι κίνδυνοι, της αύξησης της ισοτιμίας και των επιτοκίων, ήταν πασίγνωστοι και σαφείς. Τουλάχιστον στο επίπεδο αυτό, οι τράπεζες όφειλαν να είχαν ενημερώσει—ιδιαίτερα γραπτώς δίνοντας στον δανειζόμενο ένα μονοσέλιδο με τους κινδύνους και, το κυριότερο, εξηγώντας τα μέτρα αντιστάθμισης τους που μπορούσε να πάρει ο δανειζόμενος. Κέρδος θα έπαιρνε η τράπεζα απ’ αυτό. Για τα…μικρά γράμματα ας μην μιλήσουμε—έτσι κι αλλιώς είναι για το θεαθήναι.
Στην βάση αυτή δεν υπάρχει βάση για να αποζημιωθούν οι δανειζόμενοι, αλλά υπάρχει βάση να επιβληθούν πρόστιμα στις τράπεζες. Ο μεν όφειλε ν γνωρίζει, η δε όφειλε να είναι ενημερωτικά σαφής. Διαφορετικά το παιγνίδι παίζεται με άνισους όρους. Ο δανειζόμενος μπορεί να κερδίσει, ίσως όμως και όχι, η τράπεζα γνωρίζει πως ότι και να γίνει θα κερδίσει (ο δε υπάλληλος θα λάβει την χοντρή προμήθεια του).
Διαβάστε επίσης
Αν εμφανιστεί η «αρκούδα» η κατάρρευση θα είναι λουτρό αίματος