Το 2024, η ελληνική οικονομία συνέχισε την αναπτυξιακή της πορεία, παρά τις αβεβαιότητες στο διεθνές περιβάλλον, σύμφωνα με σχετικό report της τράπεζας Πειραιώς.

Εκτιμάται ακόμη  ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική της μεσοπρόθεσμα, με έναν σταθερό ρυθμό κοντά στο 2%. Ειδικότερα, για το 2024 η ανάπτυξη θα φθάσει στο 2,2%, θα διαμορφωθεί στο 2,1% για το 2025, ενώ το 2027 θα αγγίξει το 2% και το 2028 θα υποχωρήσει στο 1,9%.

1

Το πρώτο 9μηνο του 2024, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση, ρυθμός σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης (0,6%).

Αναλυτικά, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία όπως αναφέρεται στο report της τράπεζας «Οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα: Προκλήσεις και Ευκαιρίες», οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών υποδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική της μεσοπρόθεσμα, με έναν σταθερό ρυθμό κοντά στο 2%.

Χαρακτηριστικά, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος παραμένει υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και στηρίζεται στην ενίσχυση των επιχειρηματικών προσδοκιών.

Το ποσοστό ανεργίας διατηρεί μια καθοδική πορεία, με κύριο μοχλό την αύξηση της απασχόλησης. Αυτή η τάση, σύμφωνα με τον δείκτη προσδοκιών απασχόλησης, αναμένεται να συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, ενισχύοντας ταυτόχρονα το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την κατανάλωση.

Παρ’ όλα αυτά, θεμελιώδης όρος για τη διαμόρφωση μιας βιώσιμης αγοράς εργασίας είναι η σταδιακή αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, δηλαδή να επιτευχθεί μεγαλύτερη εισροή και παραμονή ατόμων στο εργατικό δυναμικό. Σημειώνεται ότι, το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα κυμαίνεται το 2023 στο 52% έναντι 58% στην Ευρωζώνη.

Οι πληθωριστικές πιέσεις των προηγούμενων ετών υποχωρούν σταδιακά και ο γενικός δείκτης διαμορφώνεται στο 2,8% (Ιαν-Νοέμ.2024). Εντούτοις, από τα μέσα του έτους, η απόκλιση μεταξύ του εθνικού και του δομικού πληθωρισμού είναι σημαντική, υπογραμμίζοντας την επίδραση του τομέα των υπηρεσιών στην συνολική εικόνα αύξησης του κόστους ζωής που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές.

Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει η κύρια συνιστώσα του ΑΕΠ και της αναπτυξιακής πορείας και πιστεύουμε ότι θα συνεχίσει να διαδραματίζει το βασικότερο ρόλο.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η αναπτυξιακή προοπτική της Ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών και εθνικών κεφαλαίων για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων και την τόνωση της επιχειρηματικότητας.

Αυτή η εξέλιξη θα έχει διττό αποτέλεσμα: αφενός η αξία της επένδυσης θα “μετρήσει” στο ΑΕΠ και μαθηματικά θα βελτιώσει τον ρυθμό ανάπτυξης, και αφετέρου, μακροπρόθεσμα, θα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, υποστηρίζοντας νέες θέσεις εργασίας και την παραγωγικότητα του παγίου κεφαλαίου.

Μέχρι το 2027, η χώρα θα έχει εξασφαλίσει περίπου €78,6 δισ. από φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περίπου άλλα €17 δισ. από εθνικούς πόρους. Οι επενδύσεις αναμένεται να επιταχυνθούν τα επόμενα χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη την ωρίμανση των επενδυτικών σχεδίων και των έργων που υλοποιούνται στο πλαίσιο του RRF.

Στόχος όμως θα πρέπει να είναι η ταχύτατη αύξηση του λόγου επενδύσεις παγίου κεφαλαίου προς ΑΕΠ (15% του ΑΕΠ) και η σύγκλιση προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (22% του ΑΕΠ) αλλά και η μείωση του επενδυτικού κενού και της απαξίωσης του εργοστασιακού εξοπλισμού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.